Δημοφιλείς αναρτήσεις

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

ΡΕΑ


      Έπαιζε με τον χρόνο, προσπαθώντας να πολλαπλασιάσει την αλήθεια  μιας στιγμής- της απογυμνωμένης από άρνηση στιγμής, που άφηνε τον έρωτα να ζήσει· έστω για λίγο· έστω για λίγο μόνο.
      Τα πρωινά, σεργιάνιζε στην πόλη, βρίσκοντας τις χαμένες επαφές, με όσα απ’ το παρελθόν είχε ξεχάσει.
      Μετέτρεπε τον έρωτα σε τέχνη, αποβάλλοντας, κάθε ντροπή, από τις σκέψεις του μυαλού της, αρνούμενη να απολογηθεί, σε αναρμόδιους αφέντες, που αναζητούσαν διαρκώς, λόγους για να δικάσουν.
      Στα απογεύματα κάθε χειμώνα, βάπτιζε όλο της το σώμα, στην πιο αθώα αμαρτία, αποφεύγοντας να βλέπει ότι έκανε, μέσα σ’ ένα καθρέφτη.
      Απέφευγε τις εύκολες τις αποφάσεις, από φόβο ή από άρνηση στο να υποταχθεί στο προφανές.
      Τις νύχτες προτιμούσε να κοιτάζει τα βουνά, ψάχνοντας πάνω τους για κάποιο φως· έστω μικρό ή έστω διαφορετικό, από το φως, που της επέβαλαν οι άλλοι· οι μακρινοί·  οι κοντινοί· οι εραστές.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΜΠΑΧΑΡΙΚΑ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

ΤΟ ΣΤΑΜΑΤΗΜΕΝΟ ΡΟΛΟΙ


      Τα φώτα τα πορτοκαλί, των τελευταίων ημερών, μου προκαλούν μελαγχολία· όμοια και η πτώση των ανθρώπων. Η λύση του αινίγματος, ειν’ κάτι το απλό· όπως κ’ η διαπίστωση, ότι τις νύχτες, το θέαμα απ’ των χωριών τα φώτα, είναι κάτι το όμορφο πολύ. Ο δρόμος προς τον ουρανό· η πορεία προς την ολοκλήρωση· τα λόγια των κτιρίων· οι δίφθογγοι των μουσικών· όλα μαζί, κλεισμένα στο κουτί μιας αποστειρωμένης σκέψης, περιμένουνε να μάθουν αν θα χρησιμοποιηθούν απ’ τους ανθρώπους, προς όφελος κάποιου συστήματος πραγματικού. Τα καταστήματα που κλείνουν, είναι μία αποδοχή, της απολύτου ήττας· όπως και η σιωπή των ποιητών. Όλα τα δικαιώματα αφέθηκαν στην τύχη. Όλοι οι άγγελοι περιπολούν σε μια διαφορετική διάσταση· σε ένα άλλο κόσμο, όπου αδέλφια δεν σκοτώνονται και το φεγγάρι, πολεμάει με το σύμπαν.  Σαν μεγαλώσανε τα σπίτια, σαν άλλαξαν ριζικά οι εποχές , σαν τα παιδιά σταμάτησαν να παίζουν, κλείνω τα μάτια, κάθε που φτάν’ η ώρα και βραδιάζει και βλέπω αυτά, που  να τα δω επιθυμώ. Στο ξεχασμένο σπίτι απ’ τα παλιά, μες το δωμάτιό τους παίζουν τα μικρά παιδιά. Βιάζονται να μεγαλώσουν· βιάζονται να μετανιώσουν. Στην πολυθρόνα, υπάρχει πεταμένο ένα κέντημα ημιτελές. Στην σόμπα καίγονται και πάλι ξύλα. Στην σιφονιέρα ξεχάστηκε ολάκερο το παρελθόν. Το ρολόι σταμάτησε· το ρολόι σταμάτησε· να το κουρδίσουν δεν γνωρίζουν τα παιδιά.
AΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Η ΑΠΛΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΜΙΑΣ ΒΟΜΒΑΣ


      Οι μέρες όπου ζούμε είναι απολύτως ίδιες· οι μέρες όπου ζούμε είναι απολύτως ίδιες, μα διαφέρουν. Κάποτε έσπασε το καλούπι του Θεού. Έτσι δημιουργήθηκαν: το άσχημο, το όμορφο και το μοιραίο. Και μέσα σε όλα τ’ άλλα, ένα ποτάμι μοναξιάς, φανερώνει, πως  η άρνηση όταν υπάρχει, διαχέεται, σαν ένα άγνωστο μικρόβιο, στα πλήθη των ανθρώπων. Και μετά στην κάθε τελική καταστροφή, η ευθύνη αποδίδεται μονάχα τους νεκρούς.  Ειν’ ένας τρόπος, για να ανασταίνεις τις χαμένους  αυτοκράτορες· να τους συγχωρείς  εγκλήματα και λάθη· και να τους ξεπερνάς σ’ αυτό, στο όνομα ενός εξαγνισμένου παρελθόντος. Το δέος, παίρνει τις αναλογίες του, από την ομορφιά και απ’ τη βία· τα άλλα είναι θέματα που άπτονται της διαφήμισης ή της στεγνής προώθησης, προς μάτια και αυτιά, ατόμων ενός όχλου. Φοβού τις οχλόμορφες αγέλες και μείνε μακριά. Ψάξε την ομορφιά μες τις στιγμές και μες την φύση. Δες το εμπρός· δες το πίσω· πρόσθεσε· διαίρεσε δια του δύο. Έπειτα κρίνε· αποδέξου ή απέρριψε· ή φύγε μακριά για να γλιτώσεις, γιατί είναι φορές, που οι μεγάλες βόμβες είναι σιωπηλές και έχουνε πάνω τους ζωγραφισμένα δυο μάτια· όμορφα και σαγηνευτικά.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΗΣ ΧΟΡΟ



      Μπορώ να δημιουργώ με το μολύβι μου στιγμές·  μπορώ και να αναπαράγω κάποιες από αυτές, που σίγουρα υπάρχουν. Η στιγμή, σαν γραφεί μέσα στην ιστορία, γι’ αυτούς όπου την έχουν ζήσει, δεν χάνεται ποτέ. Και η χορεύτρια, που είδε μια καριέρα να τελειώνει, έζησε κι εκείνη αρκετές· στιγμές και ομορφιάς, αλλά και προδοσίας. Γυμνή κάτω από ζεστή κουβέρτα, πλάθει μια ηδονή, συνθέτοντας στιγμές από την ομορφιά του παρελθόντος. Φώτα, σκηνές. χαμόγελα, φωτογραφίες, έρωτες. Μια ζωή, γεμάτη συναισθήματα, βγαλμένα μες από ένα όνειρο μεγάλο· τώρα είναι μονάχα όνειρο και μια κουβέρτα απαλή, να της χαιδεύει το βελούδινό της δέρμα. Από θρίαμβο, σε θρίαμβο. Από τον τελευταίο θρίαμβο, σ’ ένα σκοτάδι. Από τους προβολείς, στα γεγονότα. Από ένα τυχαίο «σ’ αγαπώ», στην απουσία. Από το απόλυτο, στην αμνησία. Κι έπειτα απ’ τον τελευταίο της χορό· κι έπειτ’ από τα τελευταία φώτα, το κενό. Κανείς· κανένας δεν υπήρχε να την περιμένει από αυτούς, που την δοξάζανε για χρόνια. Μοναχά ένας άνδρας την περίμενε με υπομονή σε κάποια άκρη. Άνδρας; Άνδρας· το παιδί, που παίζανε μαξιλαροπόλεμο μικροί- αρνήθηκε για άλλη μια φορά την ύπαρξη του. Κι αυτό συνέβηκε μετά τον τελευταίο της χορό.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

ΟΙ ΑΓΙΟΙ


      Ένα κάστρο ατένιζε το κενό ενός μεγάλου κάμπου, χαμένου μες την καταχνιά. Από την κοιλάδα των Τεμπών ως και της Πίνδου τα βουνά, υπήρχε μια σειρά μεγάλη από σύννεφα κομματιασμένα, που σχηματίζανε το σήμα μιας παραπομπής του τόπου, σε κάποιο χρόνο άλλο. Το κάστρο δέρνανε οι άνεμοι, οι πολεμικοί κριοί, οι ηγεμόνες. Μέσα στο κάστρο είχανε  φυλακιστεί: ένα μικρό γατάκι, μια γυναίκα και το φεγγάρι, που εκείνες της ημέρες, του έχει απαγορευθεί να βγαίνει και να περπατά ψηλά στον ουρανό. Απ’ έξω μία φάλαγγα Αγίων  προχωρούσε προς τον χώρο, όπου θα γινόταν η μεγάλη διαμαρτυρία. Στα γύρω χωριά, το μόνο που φαινότανε ήταν οι καμινάδες απ’ τα τζάκια. Τους Άγιους, τους υποδέχτηκαν: τα μοναχικά σκυλιά, τα γυμνωμένα δέντρα και οι νιφάδες απ’ το πρώτο της χρονιάς το χιόνι. Το μικρό  γατάκι νιαούρισε εκφράζοντας ένα παράπονο. Το φεγγάρι κοίταξε, δακρύζοντας τον ουρανό. Η γυναίκα αναστέναξε. Ο χρόνος κύλισε προς ένα βάραθρο, χωρίς κανένα φρένο. Οι πόρτες απ’ το κάστρο, σιδερόφρακτες· οι ηγεμόνες, τυφλοί· οι Άγιοι, μόνοι· το έλεος, ανύπαρκτο. Οι νέοι άνθρωποι, θα φτάνανε μετά από αιώνες· μετά στιγμές· τώρα· ποτέ. Οι Άγιοι σταμάτησαν μπροστά σε μία γκρεμισμένη εκκλησιά. Ένας πήρε μία πέτρα, μιαν άλλη ο επόμενος και άρχισαν να την αναστηλώνουν. Για κάθε μία πέτρα, που τοποθετούσανε στην γκρεμισμένη εκκλησιά, μιαν άλλη έφευγε από το κάστρο. Όταν ολοκληρώσανε την αναστήλωση της εκκλησιάς, το κάστρο πλέον δεν υπήρχε- και το μικρό γατάκι έτρεξε προς τον κάμπο· και το φεγγάρι ανέτειλε· και η γυναίκα έγινε φορέας γέννησης· του νέου.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ


      Κίνδυνοι εξωτερικοί, υπάρχουν και στον έρωτα. Όταν υπάρχει κάποιος θώρακας και προς τα κει, υπάρχει ευτυχία. Όσο σ’ αγαπώ, από τον κόσμο λείπω· απέχω, ελπίζοντας να μείνω ζωντανός, για να σου δοθώ ξανά και πάλι, μπορεί και σ’ ένα κόσμο άλλο. Ότι λείπει, υπάρχει· υπάρχει κ’ είναι κάπου αλλού· όπως και η ζωή· όπως και η ζωή μας. Αποσύρθηκα απ’ τη ζωή, φοβούμενος μην χάσω τ’ όραμά σου· αμύνομαι συνέχεια γι’ αυτό.  Ο έρωτας, μου ταρακούνησε το σύμπαν το δικό μου. Δεν σε αλλάζω κι ας με άλλαξες. Δεν σε ξεχνάω κι ας με ξέχασες. Ακούω τα χειμωνιάτικα πουλιά, που κελαηδάνε έξω από το παράθυρό μου το πρωί· ακούω την φωνή σου· ακούω τον σφυγμό σου· ακούω εσένα. Τραγουδούν με το κελάηδισμα τους  τα πουλιά- μαζί τους νιώθω ότι τραγουδάς και συ· τραγουδάτε για τα όμορφα σημάδια της ζωής. Είναι φορές που βρέχει· είναι φορές όπου μετρώ τον έρωτα που έχω στην καρδιά μου φυλαγμένο, μετρώντας τις σταγόνες της βροχής. Ατέλειωτη βροχή· ατέλειωτος έρωτας. Ανάμεσα στο χαμόγελο και στο φιλί· τα χείλη σου, υπήρξανε για μένα, μια υπέρτατη αξία, μια τρυφερή υποδοχή της έντασης του άκτιστου, του Ιερού φωτός, που πάνω τους ακουμπούν: ένα μυστήριο απ’ την ανατολή φερμένο και απ’ την δύση μια πραγματικότητα στεγνή, μα για εμένα όμορφη, αφού υπάρχεις μέσα της κι εσύ. Ένα φως μέσα στην άδεια κάμαρα, ένας Θεός, που έχουνε ξεχαστεί, πάνω σε έρημο νησί· ένα αποτέλεσμα ημιτελές μιας εποχής, που τρεμοσβήνει, σαν ένα Αναστάσιμο κερί, που έχει λιώσει, που όμως μένει πάντα ζωντανό, όπως κι ο έρωτας· ο δικός μας.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ : ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

ΓΙΑ ΈΝΑ ΚΡΥΜΜΕΝΟ ΑΣΤΕΡΙ


ένα αστέρι κρυμμένο
πίσω από το πέπλο
μιας βροχής
είναι η εφεδρεία
μιας σπουδαίας άνοιξης
ένα αστέρι κρυμμένο
πίσω από τη  καθημερινότητα
ειν’ η γυναίκα
ειν’ η γυναίκα
που αγάπησα και αγαπώ
είναι η παντοτινή μου
η γυναίκα
 ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΉ ΣΥΛΛΟΓΗ : ΔΕΝΤΡΑ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

ΜΕ ΜΥΩΠΙΚΑ ΓΥΑΛΙΑ


με γυαλιά χονδρά
μυωπικά
ή
και χωρίς
το αποτέλεσμα είναι
η διάβρωση
της πρώτης άποψης
από  την τελευταία
ανάμεσα σε δυο βροχές
υπάρχει το λεγόμενο
κενό της μνήμης
όμως τα ρυάκια
αργούνε να στεγνώσουν
όταν κοντά του κατοικούνε
άνθρωποι
όπου είν’ για πάντοτε
ερωτευμένοι
AΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΔΕΝΤΡΑ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

ΟΙ ΦΛΕΒΕΣ ΤΩΝ ΧΕΡΙΩΝ ΤΗΣ


υπακούοντας στις διαταγές
που δίνει
η αγάπη
απομονώνω
από μέσα μου
τον πειρασμό
υποκύπτοντας στην πίστη
σε εκείνη
επαναφέρω την ζωή
στο παρελθόν
βλέπω
ξανά εμπρός στα μάτια μου
τις φλέβες
των χεριών της
ναι
ταξιδεύω μέσα τους
ακόμη
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΔΕΝΤΡΑ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

ΣΤΗΝ ΘΕΑ ΜΟΥ




      Ερωτική πράξη· στριμωγμένη ανάμεσα στα φώτα πορείας, κάποιου μεγάλου απογεύματος και μίας χρονικής διάρκειας, που συνεχώς στενεύει. Πρέπει να μάθω να κοιτάζω και πέρα από αυτό, που είναι προφανές. Η Θεά μου σήμερα είναι δυσαρεστημένη. Θέλει τον χώρο της, αυτόν που της αποστερούν οι σερνικοί Θεοί. Την κατανοώ και της τον παραχωρώ όλος χαρά. Στολίζει το σώμα της με πονηρές επιγραφές, σαν ακουμπάει πάνω μου. Φυτεύει ανάμεσα στα δυο της στήθη μια ιδέα. Καθοδηγεί μες απ’ τα δυο πόδια της, το πρώτο άστρο της βραδιάς, βοηθώντας το να ανατείλει. Φουσκώνει την κοιλιά της γρήγορα, ζητώντας μια γέννα. Μου μιλά με λόγια τρυφερά, αγνοώντας προφανώς, αυτής της εποχής την βία. Λατρεύει και λατρεύεται. Αγαπά και αγαπιέται. Πιάνει  με τα χέρια της  ένα κομμάτι φως· το διαχέει πάνω μου, το γλύφει, βαπτίζοντας το, μέσα στης υγρασίας της το θάρρος, την ελευθερία, το μυστήριο, την ποίηση. Αλλάζει τον κόσμο μου· τον κάνει αισιόδοξο· καίει σε άυλη φωτιά, λόγια τυράννων, φωνές ανθρώπων που βαδίζουν σε αγέλες, εικόνες ψεύτικες, που πίσω απ’ την πρώτη ομορφιά, κρύβουνε μόνο θλίψη. Δίνει μεγάλο νόημα στις σκιές μας, που μεγαλώνουνε πάνω στον άσπρο τοίχο, κάθε που κάνουμ’  έρωτα· κάθε που σας συντροφεύει ένα ξεδιάντροπο, μα τόσο τίμιο κερί. Μέσα της κρύβομαι εγώ ο ίδιος· μοιάζουμε· τόσο πολύ, που θα μπορούσαμε να χουμε γεννηθεί μαζί, να ζήσουμε  μαζί και να πεθάνουμε μαζί. Όμως αυτή είναι αθάνατη Θεά κι εγώ απλός θνητός, που ταπεινώνεται εμπρός της, για λίγες μοναχά στιγμούλες έρωτα.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

ΟΙ ΠΟΡΤΕΣ


      Η αύρα μιας στιγμής, γίνεται θέληση για συναναστροφή, με την τέχνη ενός δόγματος, που κυριάρχησε επί των ιδεολογιών της εποχής. Έπειτα γίνεται παράγοντας μίας αφαίρεσης, προσπαθώντας να γονιμοποιήσει κάτι νέο: ένα ποτό, ένα λουλούδι, ένα κάδρο, ένα πουλί. Πίσω από το κάρβουνο, πίσω απ’ το κενό, ο χώρος χάνει τις γωνίες, που τον κάνουνε να ειν’ ανθρώπινος· και στρογγυλεύει συνεχώς σαν ένα σύμπαν, προσπαθώντας να κυκλώσει τον Θεό. Έξω απ’ τις πόρτες των σπιτιών, όλα αποκτούν πρόσωπα άγρια και κυνηγάνε τις ιδέες κάποιων και τους μιλούν με λέξεις, που χουν φτιαχτεί από σίδηρο, εντός ενός χυτηρίου χάρτινου. Υπάρχει κάποιος συσχετισμός στα πράγματα, όταν κανείς γνωρίζει τι ζητά  και είναι τούτο δω, μια διαφορετική φιλοσοφία χαρακτηρισμού των αξιών. Πίσω από τις πόρτες όμως υπάρχουνε και άνθρωποι και κάμποσα «πιστεύω», όπου δεν θέλουνε επ ουδενί να αποχωριστούν· κι έτσι παράγονται οι ερημίτες. Πίσω από τις πόρτες ή εμπρός, το όριο ειν’ το πουθενά.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

Η ΥΠΑΡΞΗ


      Την βλέπω να αλλάζει συνεχώς φουστάνι, μην μένοντας ευχαριστημένη από κανένα- λογικό, αφού η γυμνή της ομορφιά, ξεπερνά σε ομορφιά, όλα τα ρούχα. Οφείλω να αποδεχθώ την ήττα μου, σαν άλλος Ήφαιστος, όμως αυτό δεν έχει καμία σημασία, γιατί κοιτάζοντάς την, καταλαβαίνω κάτι άλλο, που όμως δεν μπορώ να το ορίζω, γράφοντας ή μιλώντας. Έξω βρέχει· κι εκείνη φορά μονάχα τα εσώρουχα της· κοιτάζεται στον καθρέφτη. Μετά  τα ρούχα διαδέχονται το ένα τ’ άλλο: μπλε, κόκκινα, καφέ και βεραμάν· όλα υποταγμένα, στο βλέμμα της το αυστηρό· υποχωρούν· αφήνοντας σ’ εκείνη το προνόμιο της παρουσίας και της τελικής επιλογής ενός αναστεναγμού, όπου έρχεται, μέσα από τα φιλήδονά της χείλη, κάθε φορά, που σκέφτεται μία αλήθεια. Τεντώνει  το κορμί της· περπατά, κάνοντας βήματα αργά, επάνω στα ψηλοτάκουνα, τα όνειρά της, ερχόμενη σε μένα. Το φως είναι σβηστό και τούτο το απόγευμα· ίχνη του μονάχα έρχονται μες απ’ το παραθύρι. Αποχωρίζεται κιλότα και στηθόδεσμο· μεγαλώνει· γιγαντώνεται. Βάζει στο στόμα της το δείκτη του χεριού της· μετά τον βγάζει κι αφουγκράζεται την ένταση του έρωτα. Προβλέπει και με επιβλέπει, ψάχνοντας κάποιο ορισμό, για την λαγνεία, που έχει μέσα του, ένα πιατάκι με γλυκό του κουταλιού, ένα χρυσό ηλιοβασίλεμα ή τα λόγια ενός πραγματικά ερωτευμένου άνδρα. Γέρνει απάνω μου· ανοίγει τα δυο της χέρια· κάτι μου λέει, μ’ ένα ψίθυρο στ’ αυτί. Ναι, βρίσκομαι τώρα στον Παράδεισο.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ




      Κάποτε πρέπει να βρω ένα τρόπο· απλό, μοναχικό, για να τιμήσω, όπως δεν τιμήθηκε ποτέ και πουθενά η νύχτα. Κι όλα πιστεύω πως θα ξεκινήσουν, σαν θα χαθεί το φως από την πόλη. Χωρίς την ύπαρξη φωτός, οι οπτικές γωνίες των ανθρώπων, αλλάζουνε δραματικά. Συγκεντρώνομαι σε ότι μπορώ και βλέπω μες από το ρηχό παράθυρό μου: λίγο πολυκατοικία, λίγο ουρανό, ένα αστέρι. Όλη η άλλη μου ζωή, είναι ένα δωμάτιο· το φοβάμαι το δωμάτιο· το έχω ανάγκη το δωμάτιο. Θέλω να ομιλώ σαν το δωμάτιο· είμαι ολόκληρος ένα δωμάτιο· μα είμαι δειλός· με είμαι ένα τίποτα, ανάμεσα στις ατελείωτες αγέλες των ανθρώπων, που είναι πια τόσο σημαντικό, ώστε εκείνοι μοναχά μπορούν να έχουν γνώση για τα πάντα· όπως ιεροεξεταστές· όπως θεοί. Ανάμεσα στου δωματίου το τραπέζι και στο κάδρο του παππού, που έφυγε δολοφονημένος, αιωρούνται: μία απόφαση μεγάλη, ένας τόπος υγρός, μια ιστορία και ένα αποτέλεσμα. Ένα αποτέλεσμα, όπου δεν θέλω να το ξέρω· μα που θέλω να το αλλάζω ή πιο καλά να το διαμορφώνω· κάτι που δεν μπορώ όμως να κάνω, γιατί είμαι ουσιαστικά απών· θέλω να είμαι απών, γιατί η παρουσία μου μες τα φαντάσματα των πιο αιώνιων βαρβάρων, σαφώς και βλάπτει σοβαρά· εκείνα, μα κι εμένα, μιας και μου αφαιρεί το σπουδαιότερο δικαίωμα, που αγωνίστηκα τόσο πολύ να αποκτήσω. Ακριβώς! Αυτό το δικαίωμα εννοώ: να είμαι ένα μοναχό, άδειο δωμάτιο· ένα δωμάτιο, που ξέρει να αμύνεται και ξέρει να κρατάει ανοικτό μέσα στη νύχτα, ένα παράθυρο μικρό, μα ουσιαστικό.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Σ’ ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ


έκρυβε στην ευαισθησία
πίσω απ’ την ομορφιά της
έβρισκε την ανάπαυση
μοναχά
μετά το τέλος
της λατρείας
περπατούσε στο δωμάτιο
ξυπόλυτη
όταν φοβόταν
να παραδεχτεί
πως ήτανε ανώτερη
έπαιζε
με τις λέξεις
όταν πρόσφερε τον έρωτα
χαμογελούσε
φοβούμενη την ήρεμη ζωή
προτίμησε στην μετανάστευση
στη νύχτα
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ : ΔΕΝΤΡΑ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

ΣΧΕΔΙΟ Α


ένας  άνδρας θυμάται
κάποιο καλοκαίρι
επέστρεψε  πίσω στην γειτονιά
που έζησε παλιά
επέστρεψε σε μια
παλιά του γνωριμία
την βρίσκει έπειτα
παντρεμένη κάπου αλλού
την αγαπά
ένας άνδρας επιστρέφει
φεύγοντας
στον έρωτα
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΔΕΝΤΡΑ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

O ΔΡΟΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΒΟΥΝΑ


αυτός ο δρόμος
έμαθε να μετρά
από μικρός
αποτελέσματα
επάνω του
πάτησαν πατριώτες
επάνω του
πάτησαν προδότες
κομπάρσοι και κατακτητές
ο δρόμος
κοιτάζει πάντα
τα βουνά
τα βουνά
στέκονται
πάντα εκεί
ελεύθερα
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΔΕΝΤΡΑ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ


      Είναι απογεύματα σαν και ετούτο, όπου αποτελούνε ένα άλλοθι, γι’ αυτά τα λίγα πράγματα, που μπόρεσα να γράψω, πάνω σε ένα άδειο από γραφή χαρτί. Θυμάσαι το βλέμμα μου, σαν ήμαστε μέσα σε κείνο το εκκλησάκι; Δεν θυμάσαι· γιατί δεν μπόρεσες ποτέ να καταλάβεις, ότι εγώ κοιτούσα την ψυχή σου- είναι μια ικανότητα, που έχω επιπλέον. Ύστερα θυμάσαι; Θυμάσαι το φεγγάρι, που καθρεφτίζονταν στα ήρεμα νερά της λίμνης; Είχε και ψύχρα. Πάντοτε έχει ψύχρα, όταν δεν βρίσκει το φεγγάρι μιαν αρχή, για να μιλήσει στους ανθρώπους. Έξω, βλέπω τον άδειο δρόμο  μίας ακόμη Κυριακής, που φεύγει. Τον παρατηρώ με προσοχή: ξέθωρο, λακκουβιασμένο, πραγματικά απελπισμένο, ν’ αναζητά με αγωνία, αυτοκινήτων λάστιχα, για να τριφτούν απάνω του και να του γίνουν σύντροφοι, συνοδοιπόροι, στις στιγμές, όπου εκείνος κάτι ψάχνει. Είναι η αναζήτηση, κάτι το αναγκαίο, το πολλαπλό, το συνεχές, σε θέλει να υπάρχεις. Όμως σήμερα βλέπω τριγύρω μου το παρελθόν να εκδικείται· το τώρα να ζητά λίγη  μαγεία και μικρότερες μερίδες από πόνο, σ’ αυτά, που απ’ το μέλλον έρχονται, που προσπερνούν, που κρύβουν.
AΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ : ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΣΟ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Ο ΖΕΣΤΟΣ ΑΕΡΑΣ ΚΑΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ


      
         Ο ποιητής περπατάει επάνω στον μεγάλο δρόμο, κρατώντας στο χέρι του μια μικρή δερμάτινη τσάντα. Στο πρόσωπο του δέχεται ραπίσματα ζεστού αέρα, που έρχεται απ’ τα βουνά. Κάθε εποχή, έχει και τις παράδοξες στιγμές της. Ζεστός αέρας μέσα στο  καταχείμωνο. Ο ποιητής περνά εμπρός απ’ το μουσείο. Κλωτσάει μια θημωνιά με ξεραμένα φύλλα. Στέκει· κοιτάζει ένα άγαλμα, που παριστάνει κάτι το ακαθόριστο. Στην βάση του είναι γραμμένο το όνομα μιας ποδοσφαιρικής ομάδας. Στέκεται ότι ζει σε μία εποχή μιας πλήρους παρακμής. Τα φώτα της πόλης ανάβουν· είναι πλέον νύχτα· ο αέρας, συνεχίζει να φυσά. Διακρίνει στον την στροφή, το δημοτικό σχολείο, όπου πήγαινε μικρός. Ο αέρας ρίχνει και τα τελευταία φύλλα από τα δέντρα. Γυμνά δέντρα· γυμνός χειμώνας· γυμνές ζωές. Οι άνθρωποι, προσπαθώντας για το εμπρός, κατάφεραν και έφτασαν στο πίσω. Σκέφτεται, πως φτάνουνε  ξανά οι χρόνοι, που  θα έχουνε νόημα ξανά, των ποιητών τα λόγια. Πρέπει να προλάβει· πρέπει να γίνει και εκείνος των αλλαγών δημιουργός. Ο δρόμος ειν΄ τελείως άδειος· το ίδιο κι η μικρή πλατεία. Στην άκρη της πλατείας, η πλάκα με τα ονόματα αυτών που εκτελέστηκαν εκεί απ΄ τους Ναζί, υπάρχει όρθια ακόμη. Την κοιτάζει· πρέπει ν’ αγωνιστεί να μείνει όρθια για πάντοτε αυτή η πλάκα·  αυτό το ερωτηματικό που καίει το στήθος κάθε πατριώτη. Ο ποιητής, βαδίζει προς την αλάνα, που έπαιζε μικρός ποδόσφαιρο. Υπάρχει· επιβιώνει και αυτή ανάμεσα σε πολυκατοικίες, που η ημερομηνία λήξης τους.  ήτανε πριν κάποια χρόνια. Αναρωτιέται, γιατί πεθαίνουν πάντα οι καλοί νωρίς; Δεν απαντά· δεν γυρεύει από πουθενά μια απάντηση γι’ αυτό. Δείχνει όμως να απολαμβάνει τον ζεστό αέρα. Αυτός είναι ο πιο καλός ο συνομιλητής του. Κοιτάζει τον ουρανό, κοιτάζει το μέλλον. Δυο νεαρά παιδιά τον  προσπερνάνε, οδηγώντας τα όμορφα ποδήλατα τους. Δυο αστέρια ρίχνουμε το λιγοστό τους φως ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Ανάμεσα στα όρια, που κρύβεται η ευτυχία, γεννιέται μέσα σε μικρό σπιρτόκουτο το θαύμα. Εκείνος αποχωρεί στοχεύοντας στο σύμπαν. Ψάχνει με το βλέμμα του αόρατους ανθρώπους, στιγμές από το παρελθόν, προβλέψεις για το μέλλον. Οι ήχοι απ’ των πολυκατοικιών τις τέντες, που ο αέρας τις χτυπά, είναι η μουσική που συνοδεύει ετούτη την βραδιά. Στα ουζερί οι θαμώνες είναι λίγοι· οι πιο πολλοί προτιμούν τα καταστήματα της εταιρίας στοιχημάτων. Ο ποιητής δακρύζει· σκέφτεται, ότι το να ελπίζεις, πουλάει πιο καλά από το να δημιουργείς. Κάθεται σ΄ ένα παγκάκι. Βγάζει μολύβι και χαρτί· και γράφει μοναχά αυτά, που του υπαγορεύει ο ζεστός αέρας, που φυσά.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΓΡΑΜΜΑ
AΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ


ΜΙΑ ΠΗΓΗ


τα περάσματα
προσφέρουν  στις πορείες
τις πλέον
συναρπαστικές στιγμές
προσωρινοί τερματισμοί
προσωρινοί έλεγχοι
και εκκινήσεις
σε κάθε πέρασμα
υπάρχει πάντα
μια πηγή
που τρέχει συνεχώς
μια πηγή
που ξέρει
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΔΕΝΤΡΑ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ




      Στην μικρή πλατεία, απομείνανε μοναχά οι πέτρες από το άγαλμα, που στόλιζε το κέντρο της. Γύρω, πάνω στους άσπρους τοίχους των σπιτιών, είναι γραμμένα άπειρα συνθήματα. Είναι· υπάρχουν· φαίνονται. Απέναντι υπάρχει μια εκκλησία, μουντή, χλωμή, παλαιωμένη. Όμως εκεί μεγάλωσα κι όχι μόνο εγώ· κι όχι μόνο ένας κόσμος. Στα πεύκα, ένας μικρόκοσμος από εκατοντάδες κάμπιες επιζεί· μου είχε διαφύγει. Τις είδα να περπατούν η μια πίσω απ’ την άλλη. Με ένα- δυο πατήματα· μπορούσα να τις εξαφανίσω· δεν το έκανα. «Θέλει να χεις καρδιά μεγάλη, για να μπορείς να δίνεις στους αδυνάμους έλεος», σκέφτηκα και πήγα προς το συνοικιακό παντοπωλείο. Ένα πακέτο μακαρόνια, ένα μπουκάλι λάδι, μια κονσέρβα με χυμό ντομάτας- δεν ήθελα και τίποτ’ άλλο. Όμως αγόρασα και χαρτομάντιλα- πάντοτε αγοράζω χαρτομάντιλα από την γειτονιά μου. Σαν γύρισα στο σπίτι μου, έκλαψα μαγειρεύοντας. Σαν ήταν έτοιμο το φαγητό, το χάρισα στις γάτες. Έπειτα κλείδωσα την πόρτα· κατέβηκα στο υπόγειο· εκεί ήτανε από ώρα περιμένοντας με, ο άλλος ο δικός μου εαυτός. Χαμογελούσε κι έπινε· εγώ όμως το αλκοόλ μισούσα· κι έτσι διαφωνώντας μελαγχόλησα.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

ΦΡΟΝΤΙΔΑ


αγιάτρευτη αρρώστια
ειν’ η ποίηση
για όσους αγαπάνε
και τα βιβλία
ειν’ τα τελευταία
αποκούμπια των ονείρων
όσο υπάρχουνε
στην γη ονειροπόλοι
καθόλου δεν ανησυχώ
απλά φροντίζω
να υπάρχουν
 ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΔΕΝΤΡΑ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

ΤΕΡΜΑΤΙΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ


   Αλλάζει, βράδυ με το βράδυ η πορεία της σελήνης. Δυο φίλοι συνεχίζουνε να κουβεντιάζουν περπατώντας. Δεν τελείωσε ποτέ εκείνη η αμυντική περίπολος τους. Περπατούν, γιατί αν τρέξουνε, δεν θα μπορούν να βλέπουνε τους δρόμους προς την πολιτεία. Δεκαετίες πριν μέσα στο δάσος είχε γίνει κάποιο έγκλημα· οι αποστάτες το εμπορεύτηκαν αμέσως, δίνοντας το όνομα του σκοτωμένου, στις πιο μεγάλες τους πλατείες. Από τότε οι περίπολοι γίνονται συνεχώς· εθιμοτυπικά κι ασταμάτητα· μα φυσικά σαν ένα άλλοθι των νικημένων νικητών, για να επιβάλουνε όρους σκληρούς στους νικημένους νικημένους. Οι φίλοι αδιαφορούν για τα συμβαίνοντα. Περπατάνε μόνο για το βάδισμα· μιλάνε μόνο για την ομιλία. Το φεγγάρι αλλάζει· το  φεγγάρι τα αστέρια προσπερνά · αδιαφορούν. Τερματικός σταθμός τους είναι το άπειρο· οι δύο φίλοι περπατάνε προς το άπειρο· οι δυο φίλοι έχουνε πεθάνει προ πολλού.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ ΚΟΣΜΟΙ


αποστάσεις μεταξύ στιγμών μεγάλων
το φεγγάρι απόψε βασιλεύει
ραντίζοντας τον κόσμο αγιασμό
κοιτάζεις
των χωριών τα φώτα
στα βουνά
κοιτάζω ένα ποίημα
που έγραψα
πάνω σε ένα ροζ
φθηνό και ταπεινό χαρτί
για σένα
 AΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ : ΔΕΝΤΡΑ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

ΣΥΓΝΩΜΗ


      Όταν κοιτάζω τ’ αναμμένα φώτα της πολιτείας, σε θυμάμαι. Και η θύμηση διακλαδίζεται όταν ακούω τις καμπάνες να χτυπούν. Αν οι προθεσμίες μας κάποτε τελείωσαν, τα όσα ζήσαμε, δεν σβήστηκαν ποτέ. Έτσι βλέπω υα μάτια σου, στα μάτια κάθε γυναίκας νεαρής· και είναι για μένα αυτό μια νέα άνοιξη, γιατί, μπορεί και σε κρατά κοντά μου. Συλλαβίζω τα’ όνομα σου: συλλαβές δύο. Δύο· εμείς οι δύο. Στα δύο κόβω το φεγγάρι πάλι σήμερα. Βάφω τα κομμάτια: το ένα μαύρο, το άλλο άσπρο· ύστερα τα αναμιγνύω· τα κάνω και πάλι ένα. Από μια βρύση τρέχει άφθονο νερό· ο δρόμος έξω μούσκεμα· ίσως να πέρασε και κάποιος άγγελος πιο πριν· ίσως εσύ. Αυτό που διακρίνει τους ερωτευμένους τελικά, είναι πως βλέπουνε παράξενα σημάδια ακόμη και εκεί που δεν υπάρχουν· δυστυχώς σε λίγο δεν υπάρχουν. Ανάμεσα σε ένα τρίγωνο, που σχηματίζουνε μεγάλοι δρόμοι, έχει φυλακιστεί το όνειρο, που έκανα μικρός. Να ερωτευθώ, να με ερωτευθούν. Μισό όνειρο· μισοί έρωτες. Ευτυχώς, που τελικά τις νύχτες η πολιτεία δείχνει λίγο όμορφη· είναι, που την ασχήμια, την καλύπτει το σκοτάδι. Γύρω από τις εκκλησίες, υπάρχουνε μεγάλα δέντρα. Δέντρα σεμνά, ντροπαλά· δέντρα, που θέλουνε να δείξουν στους ανθρώπους το σωστό· αφού οι άνθρωποι, υπήρξαν πάντα αρνητές και αποστάτες. Απέναντι απ’ την αγάπη, έχει στήσει η σιγουριά ανταλλακτήριο, θέτοντας συνεχώς διλλήματα. Γιατί ο Θεός, έκανε να ζει εντός του ρίσκου η αγάπη· να ζει εντός μίας ξεχωριστής ημέρας, που είναι ένα δώρο αναφοράς, σ’ όσους μπορούν και δίνονται και ζουν κι επιβιώνουν. Στις διασταυρώσεις της ζωής, περνάνε ασταμάτητα ελπίδες. Στον ουρανό, τ’ αστέρια, ζηλεύουνε τα βραδινά, τα φώτα των ανθρώπων, που φωτίζουνε αχνά τα αστικά τοπία του χειμώνα. Και συ; Σε φαντάζομαι να στέκεις, να μετράς τα δάχτυλα σου, πίσω απ’ ένα κρύο τζάμι και να κοιτάζεις μέσα του, γυρεύοντας ένα «γιατί», που ν’ απαντά στα πάντα. Σε φαντάζομαι ν’ ακούς μια μουσική, όπου να ξεπερνάει την μοντέρνα· να γυρίζεις μες τα νεύρα· να κλείνεις το ραδιόφωνο· να βρίσκεις ηρεμία στο κρεβάτι. Και ειν’ πολύ νωρίς για ύπνο, για όσους βασανίζονται απ’ την αγάπη· και ειν’ πολύ νωρίς να γίνεις κάρβουνο, ενώ μπορεί να είσαι θαύμα. Σου χα χαρίσει κάποτε ένα λουλούδι· το πέταξες το λουλούδι· το λουλούδι έκλαψε· κι εγώ το ίδιο. Τόσο απλά και τόσο διαχρονικά  και τόσο πρόστυχα, γιατί ειν΄ πρόστυχη κι η ζωή μας και ζητάει προστυχιά, για να παράξει ευτυχία· δεν το χω. Οδυνηρά ειν΄ τα σημερινά μου όνειρα· κι η πολιτεία γύρω μου τεράστια και τόσο όμορφα παράλογη, όπου στο τέλος θα μου ζητήσει, να της πω και μια συγνώμη. Και θα ζητήσω συγνώμη κι απ’ την πολιτεία κι από σένα, που γεννήθηκα τόσο μικρός και τόσο ταπεινός· και που δεν έκανα για άρχοντας και για πολιτικός. Νταν νταν νταν… χτυπάει η καμπάνα της μεγάλης εκκλησίας, αλλάζοντας την ώρα, αλλάζοντας την σκέψη. Στο δρόμο κάποια παιδιά, πηγαίνοντας στα σπίτια τους, κρατώντας τα βιβλία στη μασχάλη· θα τέλειωσαν από το φροντιστήριο. Στην βεράντα μου, η ψύχρα δυναμώνει. Στην ψυχή μου η άβυσσος μεγάλωσε· τώρα χωρά εντός της, ολάκερο τον μέγα κόσμο· ολάκερη εσένα.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΓΡΑΜΜΑ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

ΑΣΤΡΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ


κι αν κάτι έμεινε στον κόσμο
είναι μονάχα σκόνη
αλλά τα μάτια σου 
μια όαση
στον κόσμο που υπάρχει
ζητώ από το άρωμά σου
κάποιο έλεος
όμως η νύχτα είναι πάθος
κι εσύ πετάς ψηλά στον ουρανό
ψάχνοντας για αστερισμούς
και ουτοπία
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΔΕΝΤΡΑ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ