Δημοφιλείς αναρτήσεις

Σάββατο 26 Αυγούστου 2017

Από το μυθιστόρημα : Αόρατες συνομιλίες


Από το μυθιστόρημα: Αόρατες συνομιλίες
(Επιστολή αρ.29)
Σπανίως σου μιλώ για άλλες - ετούτη όμως η δροσιά δεν αντιμετωπίζεται  χωρίς ανακατεύθυνση στον κόσμο των γραφών. Δροσιά, δροσιά γεμάτη ζάχαρη, λευκό ερωτικό πανί. Ψυχή; Υπάρχει κι εκείνης η ψυχή: από την ύπαρξη ως τη συνεύρεση, παρεμβάλλονται μίλια δρόμων οι οποίοι είν' γεμάτοι με στροφές και αρκετές (για όσους είναι μύστες) ανηφόρες - περνώ την πρώτη ανηφόρα, περνώ τη δεύτερη, βρίσκω κάτι ταλαίπωρους εργάτες να υψώνουν ένα άγαλμα: αντί για μία Αφροδίτη, ένας (λέει) ήρωας από αυτούς με τα τεράστια μουστάκια. Βεβαίως, εγώ, τούτη την άγια στιγμή, έχω στο πλάι μου μια (υποτίθεται) κοινή θνητή που όμως είν' κι αυτή μιαν Αφροδίτη - οι εργάτες δεν μας δίνουν σημασία• και το μ αυτό; - Το μεροκάματο τυφλώνει και απ' την ομορφιά πιο δυνατά, οι μάνατζερς το ξέρουν.
   Μαζί της και προς τη διάρκεια• όχι, μη μ' απαντάς ότι ζηλεύεις: Η ζήλια για να είναι δημιουργική προϋποθέτει πίστη κι ανοικτά χαρτιά• κι εγώ απ' τα δικά σου τα τετράδια, το μόνο που γνωρίζω, είν' τα πολύχρωμα εξώφυλλά τους - και ότι είναι αποθηκευμένα σε μεγάλα χαρτοκιβώτια: Σε χαρτοκιβώτια, σ' ένα υπόγειο - κόλαση, μια κόλαση χωρίς αγγέλους: Τώρα οι άγγελοι συχνάζουν σε μεγάλα σπήλαια και για παρέα, μου 'χουν αφήσει τούτη δω την Αφροδίτη, το δέρμα της που το χαϊδεύω ως αν υποκατάστατο του δικού σου δέρματος - σε τίποτ' άλλο δεν της μοιάζεις.
   Το δέρμα της, το εξωτερικό περίβλημα κάθε αφέλειας καθώς αυτή εκφράζεται στην καθημερινή ζωή. Το δέρμα της που είναι μόνιμο κι αργότερα θε να γεράσει και αυτό - σαφώς διαφορετικό από το δέρμα των φιδιών: δέρμα παράδεισου που ρέει σαν νερό από πηγή, δέρμα που αγωνίζεται ο έρωτας να κατακτήσει. Ο έρωτας - δηλαδή εγώ, κι ο χρόνος - δηλαδή εγώ και πάλι. Εσύ άλλωστε πια απουσιάζεις• μαζί της θα αντιμετωπίσω πάλι όλες τις λεγεώνες: τις λεγεώνες της σιωπής, τις λεγεώνες των επιλογών, των πιο μοιραίων οργασμών τις λεγεώνες: Με ανοικτά χαρτιά τις πολεμούσα μια ζωή αυτές τις λεγεώνες - με ανοικτά χαρτιά και τώρα.
   Χαϊδεύω το δέρμα της, γίνεται η αναπνοή της πιο βαθιά, σαν γάτα απ' τις φρόνιμες στα μάτια με κοιτάζει - εσύ, ποτέ σου δεν με κοίταξες μ' αυτόν τον τρόπο, ποτέ σου δεν την πρόταξες την αφοσίωση• έστω και αν αυτή ήτανε της στιγμής, έστω και αν αυτή η αφοσίωση σου φλέρταρε με αυτό που λένε προδοσία. Ναι, για σήμερα προτιμώ τη  άλλη: Είν' αμαρτία τη προτίμηση; Είν' μονιμότητα; Είν' μια βολή με στόχο το κενό; - Ο χρόνος δείχνει άλλα.
   Χαϊδεύω το δέρμα της, χαϊδεύω την κοιλιά της άλλης - μοιάζει με τη δικιά σου την κοιλιά, με τη διαφορά ότι: εκείνης η κοιλιά έχει δρόμο πιο πολύ να διανύσει, εντός μου μέλλοντος, εντός του μέλλοντός της, εντός του μέλλοντός μας. Ίσως και να γεννήσει κάποια μέρα - εσύ το μόνο που γεννάς είναι ο εαυτός σου. Δε λέω, έχεις ωραίο εαυτό ( να με πιστέψεις) - όμως, πάντα ξεχνούσες και ξεχνάς τ' αγγίγματα και διαρκώς παλιώνεις.
   Ξέρω, θα μου πεις πως είμαι άπιστος. Δεν θα σου απολογηθώ: Η αδιαφορία του ενός, δημιουργεί του αλλουνού την απιστία, την κάνει: πέρασμα προς τη λευτεριά, την κάνει: μια διέξοδο, την κάνει: μια οδό συνέχειας στο χρόνο. Δεν θα σου απολογηθώ καλοκαιριάτικα, θα αρνηθώ των βάλιουμ τον κόσμο, θα μείνω κοντά σε τούτο το κορίτσι, έστω μόνο γι' απόψε, έστω μόνο για λίγα χάδια: Η ένταση, άλλωστε, απλώνεται μέσα στη διάρκεια και να το ξέρεις: εκτός απ' την ψυχή, θυμάται και η σάρκα - αχ πώς δεν τα ξεχνώ τα πρώτα χάδια της μητέρας μου, όπως και δεν ξεχνώ τις πρώτες μου πληγές από τον πετροπόλεμο που έπαιζα παιδάκι στων σχολείων τις αυλές στα διαλείμματα: μαθαίνεται και παίζοντας ο πόνος.
   Ναι, κι εσύ έχεις πονέσει, ίσως και τώρα να πονάς, διαβάζοντας όλα αυτά που σου 'χω γράψει - δεν αδιαφορώ. Όμως δεν κρύβομαι, δεν περπατώ τις νύχτες στα στενά, δεν ταξιδεύω ύποπτα στα ψέματα των μπαρ κι όταν χορεύω: χορεύω, κι όταν πενθώ: πενθώ, κι όταν οργίζομαι: οργίζομαι• το θέατρο είν' κάτι ιερό πολύ, για να το σπαταλά κανείς στον κόσμο του Εγώ του.
   Μα, θα υπάρχεις πάντοτε - πώς γίνεται να μην υπάρχεις; - Τα μάτια σου θα νιώθω να με παρακολουθούν, τα χέρια σου θα νιώθω να με ακουμπούν σαν κάνω έρωτα μ' άλλες γυναίκες - δεν θα λυγίσω, δεν θ' απορυθμιστώ: άλλο ζωή και άλλο αναμνήσεις, άλλο ζωή και άλλο φαντασία: Τι κι αν μετατραπείς σε φάντασμα; - Τα πάθη μας σταυρώνουν, τα πάθη μας ελευθερώνουν, τελειώνοντας κάθε εγωισμός γεννά και έρωτα, γεννά καινούριους έρωτες, κάνει θυσίες και σπονδές πάνω στον βρώμικο βωμό της απιστίας.
   Χαϊδεύω  την κοιλιά της άλλης, δίνω καυτά προσωρινά φιλιά στης άλλης την κοιλιά. Πάνω στον τοίχο η σκιά σου, πίσω απ' τις κουρτίνες η μοιραία παρουσία σου - είμαστε τρεις: Ο ουρανός είναι για τους διαφορετικούς, κάθε που τον γεμίζει ο Θεός μ' αστέρια: Ο ουρανός μας, ο ουρανός και της γυναίκας που έχω τώρα αγκαλιά. Αν ήξερα να ζωγραφίζω, θα τη ζωγράφιζα σαν άγγελο της αθωότητας• αν ήξερα να ζωγραφίζω, θα σε ζωγράφιζα σαν μια γλυκιά πληγή, σαν μια γλυκιά πληγή - τατού στο μπράτσο μου• σε κουβαλώ και θα σε κουβαλώ• θα με πονάς και θα σε γλείφω, θα με πονάς και θα θυμάμαι κάποιες μας στιγμές.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ







Παρασκευή 18 Αυγούστου 2017

Δώσ' μου τη γύμνια σου


“Δώσ' μου τη γύμνια σου”
Στο αίμα σου και στο δικό μου αίμα
Είναι φορές που τραγουδούν και τα λουλούδια
Οι κεραυνοί δεν συγχωρούν
Οι κεραυνοί προσθέτουν ζεστασιά
Οι κεραυνοί προσθέτουν όση απ' την αγάπη χάνεται
Στου απογεύματος τα δάκρυα
Στης εγκατάλειψης τις πιο σεμνές εικόνες.

Απότομα κι εντός του χρόνου – νευρικότητα
Φτάνει η νύχτα
Ο χρόνος είν' ο εμπρηστής
Οι  άδειες οι σελίδες τιμωρία.

Δωσ' μου τη γύμνια σου
Χτύπησε το κουδούνι
Κι αν λείπω άφησε σημείωμα:
Είν' οι πληροφορίες που μικραίνουνε τις αποστάσεις -
Να μην προσευχηθείς, να μη δακρύσεις
Μόνο δώσ' μου τη γύμνια σου
Δεν  θα σε δει
Κανένα ξένο μάτι.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

















Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

Από το μυθιστόρημα: Αόρατες συνομιλίες


Από το μυθιστόρημα: Αόρατες συνομιλίες
(Επιστολή αρ. 30)
Νυχτώνει, πάνω από τα ερείπια πολιτισμών πετάνε κόκκινα γεράκια. Νυχτώνει, ακόμα κυβερνά ο καύσωνας τις ώρες μας και κλαίνε τα πουλιά πάνω στα δέντρα: Το τέλος μας μέσα στο καλοκαίρι - τέλος από αυτά που δεν ξεχνιούνται. Το τέλος μας μέσα στο καλοκαίρι, μέσα στην πόλη μας, στο κάστρο μας - εγώ στα τείχη έπεσα νεκρός και 'συ τυφλώθηκες πάνω σ' ένα ευάερο μπαλκόνι.
   Νυχτώνει και βλέπω σ' επανάληψη κοινές στιγμές από διαφορετικές ζωές, πάνω στη θάλασσα της ηρεμίας. Βλέπω και ζω ξανά της τελευταίες ώρες, την προδοσία με φιλί, βλέπω τη σιγουριά που δεν υπάρχει πουθενά, βλέπω και το φεγγάρι – Αύγουστος.
   Αύγουστος, πάντοτε Αύγουστος. Αύγουστος - ο νόμος του Αυγούστου, ο νόμος κάθε αποχωρισμού που επανέρχεται, που δεν μπορεί να ζει μέσα σε χαρακώματα, γιατί δεν πρέπει. Γιατί υπάρχουν σχέσεις που δεν πρέπει να ξεχνιούνται, γιατί υπάρχουνε και μέρες μπλε, μέρες που θέλει να τις ξεπερνά κανείς μονάχος του - ίσως αυτές είναι οι πιο σπουδαίες μέρες: Οι πιο σπουδαίες μέρες - όχι οι πιο ωραίες: την σπουδαιότητα την αποκτάς πρώτα απ' όλα μ' αίμα• δεν την καταλαβαίνεις όταν σου 'ρχεται• με το  καιρό μαθαίνεις.
   Γιατί, υπάρχουνε και σχέσεις που δεν πρέπει να ξεχνιούνται - Αύγουστος. Και πάλι Αύγουστος• ξανά• με κόκκινες βουκαμβίλιες να μου γυρεύουν διαρκώς νερό, να μου γυρεύουν διαρκώς νερό και να μη βρέχει• πόνοι χωρίς τα δάκρυα που τους αντιστοιχούν, κουβέντες και κουβέντες. Πρέπει, πρέπει να τραγουδώ, στης νύχτας την υποδοχή να συναντώ καινούριους χωρισμένους εραστές, δελφίνια που ξερνά η θάλασσα, θανάτους μέσα στη ζωή, ίσως και έναν μαύρο κύκνο.
   Έναν μοιραίο μαύρο κύκνο, μία γυναίκα - αποστάτη, έναν τυχαίο άγγελο που του φορτώσαν οι ημέρες του, σάκους με σκουλήκια. Θα είν' αργά, θα είν' πολύ αργά για “σ' αγαπώ”, για “μ' αγαπάς”, γεια εισιτήρια σπουδαίων εκδηλώσεων, για θέσεις κάτω από την πανσέληνο, για γλώσσες σε φιλιά, για αρωματισμένα σπέρματα – λεκέδες.
   Βλέπω σε επανάληψη στιγμές από 'να όνειρο, μέσα του ζούμε σ' άλλες συνοικίες, διαφορετικές, η μια πολύ μακριά από την άλλη: από τη μια ο έλεγχος - δημοκρατία απ' την άλλη• από τη μια οι τακτικές - φωτιά, κρασί και έρωτας από την άλλη• έρωτας και εκατοντάδες μάτια μελαγχολικά να βλέπουν κάθ' Αυγούστου τα φεγγάρια να περνούν• χιλιάδες τάματα να κουμπούν στη μοναξιά, χιλιάδες άγιοι να προσφέρουν τα κεφάλια τους στους μύλους των ανθρώπων.
   Μέχρι τα χθες είχα τα χέρια μου γεμάτα, ήτανε μια φορά κι ένα καιρό ένα χαμόγελο (από αυτά χωρίς υπομονή): Ποια μοίρα; Ποιοι συντελεστές; Ποια πάλη και ποιων τάξεων; - Τα χέρια σου, τα μάτια σου, θυμάμαι σου 'λεγα: “μη φεύγεις”. - Μου απαντούσες: “αύριο”• κι απ' αύριο σε αύριο κανείς μας δεν κατάλαβε τι μας ψιθύριζε κείνο το καλοκαίρι.
   Μου απαντούσες: “αύριο” - μέχρι που χάθηκα. Μέχρι που χάθηκα γιατί: Οδύσσεια θα πει να χάνεσαι - να χάνεσαι κι όταν γυρνάς, να 'σαι δεμένος στο κατάρτι, ν' ακούς μόνο “απαγορεύεται”, να βλέπεις και να μην ακούγεσαι: Ιδού η τιμωρία σου αν παραμένεις στο διηνεκές ερωτευμένος.
   Νυχτώνει, είναι Αύγουστος, ακούω το μερίδιό μου από τα τραγούδια των πουλιών, δε ξέρω το πού βρίσκεσαι - ή και το ξέρω. Τώρα, τώρα βλέπω τα κόκκινα γεράκια από πάνω μου - ή έχω παραισθήσεις. Ή είν' οι μέρες τόσο άγριες μα δεν το δείχνουν. Πού είναι οι Ιππείς της Αποκάλυψης; Σε ποιο συρτάρι είναι οι σφραγίδες; - Ο χρόνος που κυλά μας κοροϊδεύει - φίμωση πριν απ' το sex, παράσιτα στο ραδιόφωνο, σκιές από κινήσεις ζώων πρόστυχες, ζέστη και ζέστη.
   Τέλος με ζέστη, χιλιάδες άστεγοι ακολουθούνε μια πομπή - πέθαν' η Παναγιά μας. Πέθαν' η Παναγιά, η Παναγιά πήγε αλλού - δύσκολο να 'σαι Παναγιά αγάπη μου, δύσκολο να καταλαβαίνεις. Όχι, η Παναγιά μας ζει. Ζει, όσο υπάρχουν και παιδιά που προτιμούν να είν' παιδιά της. Ζει, όσο κι ο ήλιος βρίσκει τα κενά στις άμυνες και στέλνει φως σε κάποιους.
   Η Παναγιά μας ζει, ζει και ο ήλιος μας - συ πάτησες την πρώτη ανθοδέσμη. Νυχτώνει, οι στρατιώτες στα αμπριά, τα πρόβατα στις στάνες. Νυχτώνει, τον καταχώρισα τον χωρισμό μας, κάπου  μέσα στου χρόνου το βιβλίο
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ