Δημοφιλείς αναρτήσεις

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Από το μυθιστόρημα: Παιδί ονειροπόλο Απόστολος Βεργής

Δώρα, δώρα, δώρα... Δώρα που έρχονται και που την καθημερινότητα αλλάζουν· που περνάνε και που πηγαίνουν μακριά... Και ύστερα γίνονται όλα παρελθόν· γίνονται αναμνήσεις.
Οι αναμνήσεις, είναι δυνάμεις διαρκών επιστροφών πέρσι πρόπερσι, πριν από δέκα χρόνια... Αυτή ειν' η ζωή αυτοί είναι οι δρόμοι της γυρίζουν προς τα πίσω, περνούν μέσα από την μοναξιά απαιτούνε δάκρυα, για να πιαστούν πάνω τους τα χαμόγελα, και να επιβιώσουν.
Και δώρα, δώρα, δώρα: ένα πανέμορφο αυτοκίνητο - μινιατούρα, ένα κουκλάκι που μιλούσε, ένα τρενάκι, ένα χρυσό βραχιολάκι - ταυτότητα αυτό δεν άρεσε στον Βασιλάκη...
«Δεν το θέλω..» - είπε ο μικρός, κοιτάζοντας τον πατέρα του...
Εκείνος πλησίασε· κάθισε δίπλα του...
«Μα γιατί; Είναι χρυσή, ειν' όμορφη, ειν' ακριβή αυτή η ταυτότητα» - του είπε.
Ο μικρός πήρε στο χέρι του το αυτοκινητάκι. Το έκανε να τσουλάει.
«Κοίτα μπαμπά πως τσουλάει. Η ταυτότητα δεν μπορεί... Η ταυτότητα ειν' άχρηστη» - απάντησε και τα ματάκια του γινήκανε υγρά.
Υγρά· όπως στις μέρες των πυρετών, όπως στις μέρες της εξάντλησης.
«Όμως ειν' ακριβή, είναι χρυσή, ειν' όμορφη» - επανέλαβε ο πατέρας.
«Όμως μπαμπά δεν τσουλάει, δεν έχει ούτε χάρτες σαν τον Άτλαντα» - απάντησε ο μικρός· έβαλε στο χέρι του πατέρα του το βραχιολάκι και γύρισε στο παιχνίδι του ξανά, και γύρισε στ' αυτοκινητάκι.
Ο πατέρας έβαλε την χρυσή ταυτότητα στην τσέπη του. Ύστερα πήρε στα χέρια του το μικρό κουκλάκι. Ήταν λευκό με λούτρινη επένδυση. Έμοιαζε με χιονάνθρωπο. Στο κεφάλι του φορούσε ένα κόκκινο σκουφάκι. Το πρόσωπό του ήτανε χαμογελαστό. Ο πατέρας άρχισε να κουρδίζει τον χιονάνθρωπο...
Γύρισε στον Βασιλάκη...
«Τον λένε Μπούμπη» - του είπε.
Ύστερ' ακούμπησε στο έδαφος τον Μπούμπη άφησε και το κουρδιστήρι.
Το κουκλάκι άρχισε να χοροπηδά και να φωνάζει:
«Ho! Ho! Ho! Merry Christmas! Ho!Ho! Ho! Happy New Year!»
Ο μικρός άρχισε να παρατηρεί τον Μπούμπη. Ύστερα έμπηξε τα κλάματα και μ' ένα «χοπ», όρμησε κι αγκάλιασε το κουκλάκι.
«Είναι δικός μου ο Μπούμπης» - φώναξε, κι έσφιξε το κουκλάκι δυνατά, ενώ συνέχιζε να κλαίει...
Στον Μπούμπη έβλεπε κάθε τι που ήτανε μικρό και απροστάτευτο έβλεπε τα σπουργιτάκια, τον κοκκινολαίμη, τα γατάκια, τα μικρά παιδιά,... τον εαυτό του...
Έβλεπε μέσα σε κείνο το κουκλάκι το μικρό, τον ίδιο του τον εαυτό· το ονειροπόλο και ευαίσθητο παιδί, με την ψυχούλα του την τρυφερή, με τα όνειρα που έβλεπε μπροστά του διαρκώς, με τα μονίμως δακρυσμένα μάτια, με τις διπλές εικόνες που 'βλεπε στους δρόμους της ζωής.
Ο πατέρας τον πήρε  αγκαλιά, ενώ εκείνος στη δική του αγκαλιά κρατούσε το κουκλάκι...Ναι, όλοι οι ονειροπόλοι άνθρωποι χρειάζονται κατά βάθος μία αγκαλιά μια αγκαλιά απο κάτι μεγαλύτερο, από κάτι που να τους ξεπερνάει, από κάτι που να μπορεί να τους παρέχει, πρώτα απ' όλα μια προστασία, και ύστερα αγάπη και στοργή.
Πόσοι άνθρωποι στ' αλήθεια είναι έτσι; Πόσοι;

Από το μυθιστόρημα: Παιδί ονειροπόλο
Απόστολος Βεργής

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΠΟΥ ΖΟΥΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΠΟΥ ΖΟΥΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ
Υπάρχουν αρώματα που ζουν παντοτινά, όπως και οι Χριστουγεννιάτικοι διάκοσμοι των παιδικών μας χρόνων. Δυο άνθρωποι περπατούν αντίθετα στο πεζοδρόμιο δυο άνθρωποι απογειώνονται σαν λόγια που αναφέρονται σε πεθαμένων τις ψυχές. Ένας Θεός γνωρίζει τι ζητούσανε οι Αργοναύτες, και στρέψαν το καράβι τους ξανά προς την Κολχίδα.
Τα ξέρει όλα ο Θεός; Παρ' όλ' αυτά, έχει τον τρόπο του και αποσπά πληροφορίες, από των άστρων τις κινήσεις, και από τα δημοτολόγια επαρχιακών και κοσμικών δυνάμεων, που φτάνουν απ' το σύμπαν. Αυτές τις μέρες οι δρόμοι ειν' ακάθαρτοι δεν χιόνισε ακόμη στα βουνά.
Μουδιάζουν οι ιδέες. Τα πέντε βήματα αρκούν για να επιτευχθεί μια τέλεια εκτέλεση... Φοβάμαι! Τρέμω! Τρέμω σαν τον τερματοφύλακα, πριν απ την τελευταία του βουτιά, πριν απ' το τέλος μιας καριέρας.
Υπάρχουν αρώματα που διαρκούν παντοτινά υπάρχουν και Χριστούγεννα που ζουν ανάμεσά μας.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

ΜΑΤΙΑ ΚΛΕΙΣΤΑ


Μάτια κλειστά
Μάτια κλειστά μάτια που βλέπουν
Στο σκοτάδι την αγάπη.
Βλέπουν τον έρωτα, την αμαρτία
Το φως από δυο σώματα
Που έλκονται μες στην ομίχλη.
Από τα χείλη της ακούω την κραυγή
Μιας ύστατης στιγμής
Ενός θολού κι απέραντου χειμώνα,
Φτιαγμένου από μικρά
Έντονα απογεύματα,
Που τελειώνουν μ' οργασμούς,
Με μάχες και με όπλα:
Χάδια, φιλιά, και ποίηση, 
Κι απρόσμενες εκπλήξεις.
Μάτια κλειστά μάτια
Που δεν χρειάζονται το φως
Για ν' αγαπήσουν
Που δεν χρειάζονται το φως

Για να αγαπηθούν.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΡ.1

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΡ.1
1
Μόνος σε άδειο γήπεδο. Μόνος και οι υγρές κερκίδες προειδοποιούν αθώους κι ενόχους, σπίτια και συνοικίες. Μόνος στο καταχείμωνο τον αιώνα δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω καν, και βρέθηκα να ταξιδεύω στην κοιλιά του τέρατος, παρέα με τον Ιωνά, παρέα με τους τελευταίους Αργοναύτες.
Κρατώ ένα μεγάλο σπίρτο αναμμένο, και μοιάζω χαρωπός από μια αντανάκλαση του ρολογιού της Times Square μέσα στα μελαγχολικά μου μάτια, τα στεγνά. Κρατώ ένα μεγάλο σπίρτο αναμμένο, και κάνω διαρκώς ευχές για να μη σβήσει· να μη βρεθώ σ' επείγουσα ανάγκη κι εγώ, να προσπαθήσω ν' αναμετρηθώ ξανά στ' αλώνια με το χάρο.
Μόνος σε άδειο γήπεδο, κάνω διασταυρώσεις υλικών, που έρχονται από ψηλά με τη βροχή, κι αποτελούν μια πρόταση για έλεγχο του χρόνου.
Καταγράφω τις γραμμές, καταργώ διαδρομές, και υπογράφω θέσεις μάχης, μα και πηγές μ' αθάνατο νερό, που ομορφαίνει και παιδεύει τους ανθρώπους. Υπάρχουν όμως και στιγμές που υστερώ. Υπάρχουν και στιγμές που 'ρχονται πάντα ώρα ακριβώς και με σκοτώνουν.
Κάποτε επισκέφτηκα μια πυραμίδα, που 'χε στηθεί πάνω σ' ένα τετράγωνο βουνό, πάνω σε μια τετράγωνη αλήθεια, μια αλήθεια χιλιοειπωμένη, μέσα σε αίθουσες, σε εντευκτήρια και σ' αμφιθέατρα κλειστών, απ' όλες τις πλευρές, σχολών ─ κτιρίων που τα ζώνανε τα φίδια των στολών, των πειρατών, μα και των πιερότων.
Ίδιος και τότε, όπως και τώρα, προχωρούσα. Αγνάντευα το δειλινό πάνω απ την Ακρόπολη, και υπολόγιζα μέρες μισές ─ τις άλλες τις μισές τις αφιέρωνα στον ύπνο.
Ίδιος τότε εγώ, ίδιος κι ο πόνος, μα και τα σπίτια του χωριού, μαζί με την πλατεία. Την πλατεία με τις δύο εκκλησιές∙ πάντα μου άρεσε να εκκλησιάζομαι στην δυτική ─ στην άλλη πηγαίναν οι αρτιμελείς, όμως εγώ ήμουν κομμένος σε δυο μέρη...
Είχα κοπεί ─ αιμορραγούσα. Έκανα τις μετακινήσεις μου περπατώντας με τα χέρια ─ τι όμορφο κανείς να είναι ακροβάτης! Η ειλικρίνεια δεν περπατά ποτέ μαζί μ' ακροβασίες, ή από το μηδέν, δεν γράφονται τα όνειρα ξανά ─ τι όμορφα που έδυε ο ήλιος!
Συγνώμη  δεν ζήτησα ποτέ μου! Δεν ζήτησα, ούτε και μου  ζήτησαν, και όταν κατατάχτηκα στη λεγεώνα των πιστών, μ' έκλεισαν άμεσα μέσα σ' ένα κελί, και μ ' έβαλαν να ανακρίνομαι μονάχος, ρωτώντας κι απαντώντας, φυσικά, πάντα το ίδιο πράγμα.
Μόνος σε άδειο γήπεδο. Μόνος, χωρίς αγάπη, χωρίς ρυθμό. χωρίς τα πανωτόκια∙ κι ο Χριστός είναι ξανά απέναντί μου σταυρωμένος, τα μάτια έχοντας κλειστά, και λυπημένος από τα είδωλα των λόφων, και λυπημένος απ' τα λόγια μιας καρδιάς. όπου δεν μπόρεσα ν' αντισταθώ και να φωνάξω, και να βρίσω, και να χτυπήσω με κλωτσιές ανδρείκελα, τα ξόανα και τα κακά τα νέα.
Το κόκκινο το χρώμα, τα κόκκινα φτερά, τ' απωθημένα μου από τα καλοκαίρια... Θυμάμαι τις μεγάλες λιτανείες ─ θυμάμαι συναυλίες στο Ηρώδειο και κάποια Σαββατόβραδα που μ' έχουνε πληγώσει.
Ομολογώ το βάπτισμά μου. Ομολογώ ότι χρησιμοποίησα τα μέταλλα αλλιώς. Ομολογώ πως κάλυψα τα πλουμιστά φτερά μου με νερό, για να αντέξουνε του ήλιου τις ακτίνες.
Βοά ο τόπος! Τίποτα δεν τελείωσε ─ τίποτα δεν τελειώνει. Ζω ανάμεσα σ' ένα θρόνο και σε μία καταχνιά. Ζω μες στις ύστερες στιγμές ενός τεράστιου γαρίφαλου , που έφτιαξαν οι βόμβες.
Τίποτα δεν τελείωσε ─ τίποτα δεν κατάφερε ν' αντισταθεί στις ηλικίες. Εγώ δακρύζω, εγώ πεινώ, εγώ χτυπάω τις περήφανες καμπάνες!

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

ΜΕΤΑ - ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ


ΜΕΤΑ - ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Με γέννησ' ο Θεός για να 'μαι λεύτερος·
Με γέννησε για να του μοιάζω.
Ο Αύγουστος μαρτύρησε όλα τα μυστικά,
Το βράδυ του το πιο ζεστό, κάπου μες στις Κυκλάδες.
Κι εγώ φαντάρος στη σκοπιά, κοίταζα το φεγγάρι·
Το κοίταζα και άκουγα στ' ακουστικά Πυξ - Λαξ
Κι άκουγα Παύλο Σιδηρόπουλο και Στράτο Διονυσίου.
Όμως πρωί - πρωί αρχίζαν τα γυμνάσια
Και παρελάσεις κάναμε στο πουθενά, μαζί με ταξιτζήδες
Εφαρμόζοντας φυσικά επακριβώς
Τα όσα γράφαν στις σελίδες τους
Τα εγχειρίδια σωστών επιλογών
Και τρέμαν απ' το φόβο τους Τσιλέρ και χίλιοι άλλοι
Ήμαστε όμως όλοι τότε νεαροί
Ξεχνούσαμε τα πάντα.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ