Δημοφιλείς αναρτήσεις

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

Να προσέχεις

(Να προσέχεις)
Φορτωμένος με τις σκέψεις μου
Άδειος απ' τα παλιά τα όνειρά μου
Το μέλλον προσκυνώ κι αναρωτιέμαι:
Τόσες οκάδες πίστη άχρηστη;

Απέναντι οι αχθοφόροι ξεφορτώνουν
Τα σακιά με τον καφές
Σακιά γεμάτα με διαταγές
Μ' αρώματα της πίκρας.

Mon amour, όταν βραδιάζει να προσέχεις
Να προσέχεις τις επιγραφές
Με τα ονόματα των δρόμων -
Δεν ντρέπονται και ανασταίνονται
Και σημαδεύουν τις εισόδους των χωριών
Με κόκκινο μελάνι.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ
https://m.youtube.com/watch?v=uX_zhrEFvXw
            

Σάββατο 25 Μαρτίου 2017

Απόσπασμα από το μυθιστόρμα: Οι απαντήσεις


Απόσπασμα από το μυθιστόρημα: Οι απαντήσεις
Σήμερα ξύπνησα νωρίς. Παράξενο, μα, τελευταία, ακόμα και ο ύπνος με κουράζει• και το γιατί δεν ξέρω. Έχω ξύσει τα μολύβια μου αρκετές φορές και περιμένω. Και περιμένω τι; Εσένα; Την αύρα σου; Κάποιες εικόνες; Ή, μήπως, μια κούπα με καφέ; - Tres banal. Μα, όπως ο καθείς μαθαίνει: Κάποτε γνώρισα μια γηραιά κυρία που 'ψαχνε για να βρει χαρούπια για να τα αγοράσει. Χαρούπια σε τούτους τους καιρούς; Κι όμως, Τίνα μου, εκείνη η γυναίκα είχε επιβιώσει κατά την κατοχή τρώγοντας χαρούπια και 'κείνη η συνήθεια της ανάγκης, επέκεινα, της έγινε συνήθεια καθημερινή κι έτρεχε στα μανάβικα και έδινε παραγγελίες.
   Όπως ο καθείς μαθαίνει, κι εμείς ακόμα, όπως μάθαμε. Όπως μας μάθαν, όπως αλλάξαμε μετά, όπως διαμορφωθήκαμε. Σκέφτομαι πολλές φορές ότι πια τι μοναδικό μου μέλλον είναι να ψάχνω για να βρω την γνησιότητα. Να βρω την γνησιότητα. Πού να την βρω; Να την βρω στις παλαιολιθικές κουβέντες των δήθεν προοδευτικών πολιτικών; Να την βρω στις φιλτραρισμένες εκατό φορές ειδήσεις; Να την βρω στους πεθαμένους φιλοσόφους; Στους πεθαμένους ποιητές; Στις ουτοπίες τις οποίες διαρκώς εκμεταλλεύονται τα κόμματα και οι θρησκείες; Ο φίλοι πλέον λιγοστεύουν, στενεύουν και τα περιθώρια για έρωτες πραγματικούς και νέες σχέσεις, οι τέχνες έχουνε βιομηχανοποιηθεί, ο χρόνος τρέχει. Μόνο τα παιδικά μας χρόνια προσπαθούνε κάτι να μου πουν κάθε φορά που ανοίγω κάποιο άλμπουμ με παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Μόνο τα παιδικά μας χρόνια και εσύ. Ναι εσύ Τίνα. Εσύ, μα να μην έχεις ενοχές ή για εμένα κάποιο μίσος: Ότι δεν έγινε - δεν έγινε και ότι μένει - μένει... Και, ευτυχώς που μένει, γιατί αρχίζω να πιστεύω ότι μέσα σε αυτό υπάρχει η όποια γνησιότητα γίνεται να υπάρχει.
   Τελευταία έχω αρχίσει να χαλάω: Ακούω Μόνικα, Μπομφίλου και Νταλάρα, βλέπω Pazolini και Godard, μαθαίνω μαντολίνο, γράφω για ανέραστους δολοφόνους που η στάση της ζωής τους είναι: να εκδικούνται, αγοράζω και διαβάζω μόνο ποίηση - συν κάποια άλμπουμ με εικόνες από πίνακες ζωγραφικής κάποιων από τους σουρεαλιστές που τις χαζεύω τα απογεύματα κάθε που κάποιος σταυρωτής καρφώνει δυνατά στου κόσμου την καρδιά ένα καρφί ακόμα. Σαν είμαι μόνος μου μένω γυμνός, μέσα στον κόσμο μασκαρεύομαι - όχι , δεν μασκαρεύομαι, με ντύνουν μασκαρά οι νόμοι, οι θεοί, τα πρέπει, όλα τα μείον τα οποία δεν τα έφτιαξα εγώ.
   Έρχονται μέρες γιορτινές, αναρωτιέμαι:αν κανείς αξίζει να γιορτάζει κάτι πέρα από την τραγωδία. Την τραγωδία που 'χει πάντα πρόσωπο και που περιλαμβάνει και τον έρωτα που στην πραγματικότητα είν' ένας θρήνος• κι η μοναξιά, αχ αυτή η μοναξιά, να συμβολίζει τους καιρούς μας. Αχ, συνηθίζουμε, προσαρμοζόμαστε. Αχ πόσο εύκολα προσαρμοζόμαστε στο ψέμα• ύστερα, άλλοι ψάχνουνε για την μετά θάνατο ζωή, άλλοι ιερουργούν έναντι αργυρίων, άλλοι κουνούν σημαίες, άλλοι δολοφονούν στο όνομα μιας πατρίδας ή ιδέας, άλλοι καταστρέφονται, εξορίζονται, πεθαίνουν. Κι εντέλει, δεν ξέρω πώς, αυτοί που αντιστέκονται πρέπει να θεωρούν την εξορία δεδομένη• τώρα, αν θα εξοριστούν σε ένα ξερονήσι ή σε ένα μπαλκονάκι πολυκατοικίας κι εντός μονίμου ανεργίας, τι σημασία έχει;
   Βεβαίως, συνεχίζουν να βαδίζουνε οι εποχές• δεν είν' καθόλου μακριά το καλοκαίρι• ούτε καν ο επόμενος χειμώνας• και οι εφημερίδες καθημερινά ν' αποθηκεύονται δε διάφορα αρχεία, αναμένοντας τους απολογητές και τα αντικειμενικά Θηρία της Αποκαλύψεως. Γιατί, Τίνα μου, αντικειμενικά ειν' μόνο τα Θηρία και οι Ερινύες•  κι όλοι εμείς αδύναμοι και τραγικοί απέναντί τους. Γιαυτό σου λέω: αξίζει να τιμάται με γιορτές μόνο η τραγωδία.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ "ΣΑΝΤΡΑ"


"Από το μυθιστόρημα Σάντρα"
Σαν τέλειωσε κείνο το παιχνίδι της με τη μνήμη, κατάλαβε πως για το Πάσχα που πλησίαζε δεν θα της έμενε κι εκείνης τίποτα πέραν της μοναξιάς της ή και της εργασίας της. Ούτε καν ένας πόνος που να την τσιγκλάει  και που να της δημιουργεί μια προσμονή τερματισμού του, ούτε βεβαίως και φίλοι που με τα τηλεφωνήματά τους να της αναστατώναν τον ρυθμό. Κοίταξε τον Αλέξη μες στα μάτια, ίσως σ' αυτά είδε κάτι από τον δικό της εαυτό. Εκτίμησε τη θέση του, μέτρησε και τη θέση τη δικιά της. Πήρε μία βαθιά ανάσα:
《Τι θα 'λεγες να το περάσουμε μαζί αυτό το Πάσχα;》 του είπε.
《Και δεν εννοώ μόνο τη Λαμπρή μα όλες τις ημέρες》 συμπλήρωσε.
《Μα πώς;》είπε απορημένος ο Αλέξης.
《Να, θα βγαίνουμε μαζί:   για καφέ, για φαγητό, για ότι άλλο. Θα πάμε σινεμά, θα παίξουμε, θα περπατήσουμε παρέα. Αν θέλεις μπορείς να έρχεσαι στο σπίτι μου και να μιλάμε》του αποκρίθηκε η Σάντρα.
Ο Αλέξης γέλασε. Γέλασε πιο πολύ με τον τρόπο που του μιλούσε και του παρουσίαζε τις προτάσεις της, ο οποίος έμοιαζε με τρόπο μιας παιδούλας. Γελούσε, είχε γοητευτεί από εκείνη. Βέβαια του χαλούσε τα μοναχικά του σχέδια. Από την άλλη όμως ήτανε η προτάσεις της μία απρόσμενη διέξοδος προς μια συντροφικότητα, έστω και πρόσκαιρη, έστω και με την ύλη της να είναι περιορισμένη.
《Γιατί όχι》της απάντησε κι ύστερα άρχισε να μονολογεί:
《Δεν είμαι από δω. Όχι, δεν είμαι από δω κι εγώ. Και αν γεννήθηκα, κι αν κατοικώ εδώ, αυτός ο τόπος με μισεί, δεν με χωράει. Δεν ξέρεις πόσο όμορφα είν' όταν φεύγω. Όμως δεν γίνεται να μη γυρνώ, να μην επιστρέφω. Παλιά πονούσα κάθε φορά που συναναστρεφόμουν ντόπιους  -  ύστερ' απομονώθηκα, έφτιαξα τον προσωπικό μου κόσμο. Γνώρισα μέσω διαδικτύου ανθρώπους από μακριά, ανθρώπους αξιόλογους, ανθρώπους με τους οποίους επικοινωνώ και αδιαφορώ για όσους αδιαφορούν για μένα κι ας είναι ντόπιοι. Έτσι, συνήθως, σε περιόδους εορτών μένω μονάχος  -  οι λιγοστοί κοντινοί μου φίλοι έχουν υποχρεώσεις》
Ακούγοντάς τον η Σάντρα έκανε μία σύγκριση της ζωής του με την παρελθούσα της ζωή. Διαφορές και ομοιότητες μονομαχούσαν: Το οικειοθελές του κλείσιμο με τα ανοίγματά της λόγω της ιδιότητας της πόρνης, η μοναξιά του με τη μοναξιά της, οράματα που ήτανε και για τους δυο κοινά και προς το τέλος:   η πραγματικότητα, η ποιότητα, οι αντιστάσεις και των δυο με την προστυχιά της σύγχρονής μας, υποτίθεται, κοινωνίας.
《Δηλαδή είμαι στην είσοδο τους προσωπικού σου κόσμου;》τον ρώτησε κοιτάζοντάς τον μες στα μάτια.
《Ύστερ' από πολλές συμπτώσεις》της αποκρίθηκε, με τη φωνή του να 'χει αποκτήσει μία βελούδινη χροιά.
《Θέλεις να περπατήσουμε λιγάκι;》του πρότεινε.
《Γιατί όχι》 της αποκρίθηκε και έκανε να σηκωθεί.
Τον ακολούθησε. Βρεθήκανε να διασχίζουν την πλατεία, να βλέπουν να 'χουν σχεδόν ολοκληρωθεί οι ζωγραφιές  που κάναν στην πλατεία τα παιδιά κι απέναντι, από την εκκλησία να εξέρχεται πλήθος από ανθρώπους.
Περπατώντας  ένιωθαν και οι δυο διαφορετικά κι αυτό τους έκανε να βλέπουνε διαφορετικά τον  κόσμο. Η ύπαρξη του ενός δίπλα στον άλλο εξουδετέρωνε τις όποιες αρνητικές θύμισες υπήρχανε στις ψυχές τους  οι οποίες προέρχονταν από δρόμους  κι από αντιπαθητικούς ανθρώπους που είχαν στις ζωές τους συναντήσει.
《Όταν κανείς έχει στο πλάι τους κάποιον που γίνεται δικός του, όλα αλλάζουν, όλα περνούν σε μιαν άλλη διάσταση  -  γίνονται διαφορετικά, εξουδετερώνονται αρνητικές δυνάμεις και επιδράσεις, γίνεται πιο ωραία η ζωή》 σκέφτηκε ο Αλέξης.
Ίσως, μόλις τότε, είχε αρχίσει να κατανοεί την αξία της συντροφικότητας, ίσως, μόλις τότε, είχε αρχίσει να ορίζει το τι είναι ομορφιά. Σκέψεις παρόμοιες έκανε και η Σάντρα  -  αν και εκείνης οι αναζητήσεις αυτού του τύπου είχανε ξεκινήσει πιο νωρίς. Πιο νωρίς γιατί, δουλεύοντας ως πόρνη και συναναστρεφόμενη αστούς είχε αρχίσει να ζηλεύει. Εκείνη ήτανε πάντοτε η άλλη, η “εταίρα”, το συμπλήρωμα, το υλικό για να ξεσπά επάνω του κάθε τυχαίος άνδρας - κι οι συντροφιές τους ήτανε, εκ των πραγμάτων, πάντοτε πρόσκαιρες με όριό τους να 'ναι το κρεβάτι•   ένα κρεβάτι, ένα οποιοδήποτε κρεβάτι, έναν θεσμό φτιαγμένο για πουτάνες.
Καθώς περπατούσαν, εκείνη κοίταζε τους ανθρώπους οι οποίοι βρισκότανε τριγύρω. Κοίταζε αν την κοίταζα, παρατηρούσε πώς την κοίταζαν, το έψαχνε καλά. Το έψαχνε, το τολμούσε. Το τολμούσε, ξεπερνώντας παρελθοντικές της στιγμές κατά τις οποίες η ντροπή για ότι έκανε δρούσε εντός της αποτρεπτικά, ως κλείσιμο ή ως αποφυγή.  Θα μπορούσε κανείς να πει ότι μια αίσθηση ελευθερίας είχε μπορέσει να διαπεράσει την ψυχή της, επουλώνοντας κάποια από τα τραύματά της. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ένιωθε κάποια περηφάνια γιατί βρισκόταν δίπλα σε έναν άνδρα χωρίς την ιδιότητα της πόρνης, δίπλα σε έναν άνδρα σοβαρό και δύσκολο, και επιτέλους δίπλα σε έναν άνδρα ο οποίος ήτανε αδέσμευτος κι έδειχνε για εκείνη κάποιο ενδιαφέρον.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Τετάρτη 15 Μαρτίου 2017

Κράτημα απ' το χέρι


(Κράτημα απ' το χέρι)
Κράτημα απ' το χέρι
Περπάτημα σε λασπωμένο δρόμο
Φόβητρο ο καπνός, το λάθος κι ο ελέφαντας
Ως σκήνωμα που σέρνεται από την πίστη.

Ασκήσεις γύμνιας
Του έρωτα αισθήσεις σιγουριάς
Ας γνωριστούμε και ας συγκριθούμε:
Χέρια με χέρια, μάτια με μάτια
Όνειρα μ' όνειρα, ψυχή με ψυχή.

Άσπιλα χρόνια στα συντρίμμια
Δεκέμβρη με Ιούλη η ζωή
Ζωή για εραστές και κάπρους
Ζωή για επιδέξιους τοξότες
Που χτυπούν την κρίσιμη την ώρα.

Κράτημα απ' το χέρι - το βέλος είναι στην καρδιά
Κράτημα απ' το χέρι - χαιρετίσματα απ' το σχολείο
Κράτημα απ' το χέρι - η χαμένη ανταπόκριση
Κράτημα απ' το χέρι - μία κλοπή με σύμβολο το δύο.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ


Σάββατο 4 Μαρτίου 2017

ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗ


ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗ
《Μόνοι μας σε  μια πίστα. Αυτό ήταν το ένοχό μας μυστικό. Αυτό; Μόνο αυτό; Μα ήταν δύο - ποιο από τα δύο; Ήταν το “μόνοι μας” ήτανε και η “πίστα” . Σ' αφήνω να διαλέξεις. Άλλωστε τότε ο έρωτας ήσουν εσύ - εγώ απλώς σε παρακολουθούσα.
》Ήσουν τα στήθη σου, ήσουν η μυρωδιά σου, ήσουν η ξενική σου προφορά, ήσουν εκείνη η ελιά, η τελευταία πριν απ' το ακρογιάλι. Ήσουν η ποίηση ή η εκκίνηση ενός  βελούδινου ονείρου γεμάτου σάλιο, σπέρμα, ξενοδοχείο, θάλασσα, βροχή, πικές κουβέρτες και βαθιές αναπνοές. Βαθιές, όμοιες ακριβώς με τη θάλασσα. Βαθιές και ο αόριστος να τις τραβά προς το αιδοίο σου - και οι πληγές στην πλάτη μου θα με πονούν για πάντα.
》Θα με πονούν γιατί θα σε θυμάμαι, θα με πονούν όπως κι εσένα θα πονάνε οι πληγές  που 'χουν απ' τα φιλιά μου οι μηροί σου: Πληγές  ερωτικές, αθάνατες, μυστήριες όπως ο Άδης και ποθητές όπως το αίμα του Χριστού, όπως κάθε γερή μεταλαβιά που προεκτείνει το ταξίδι.
》Μόνοι μας σε μια πίστα, σ' ένα επίπεδο κρεβάτι• κι απ' το παράθυρο η θέα προς το πέλαγο να είναι βρόχινη, μεγαλοβδομαδιάτικη, θλιμμένη, όπως τελευταίος ο κοινός μας οργασμός, όπως οι τελευταίοι ασπασμοί μας, όπως τα δάκρυα την Παναγιάς που επαναλαμβάνονται στα μάτια κάθε μάνας που πονάει》.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ