Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

O ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ

      Έξω κρύο πολύ· ένα μικρό αγόρι μονάχο του στεκότανε μες το δωμάτιο του· χειμώνας. Έξω, ένα ημίφως μελαγχολικό κυριαρχούσε καθώς νύχτωνε. Τα μάτια του, ήταν πρησμένα απ’ το κλάμα· δεν το είχε κανείς μαλώσει. Εκείνο το απόγευμα αισθανόταν κάτι να αλλάζει μέσα του. Ίσως να έφταιγε που ήτανε χειμώνας· ίσως να έφταιγε κι η μοναξιά· ίσως… Στο σπίτι δεν υπήρχε κανείς άλλος. Αυτή η μοναξιά το έκανε να ψάχνει με το βλέμμα του να δει την άλλη όψη της ζωής και των ανθρώπων. Από εμπρός του άρχισαν αμέσως να περνούν, αυτά που το αρέσανε: εικόνες από μια εκδρομή σ’ ένα λιβάδι, μια όμορφη συμμαθήτρια, μια βουτιά μέσα σε θάλασσα ζεστή, μια βόλτα με κάποιον από τους γονείς του, μια κινηματογραφική ταινία  να προβάλλεται σε μια αίθουσα σκοτεινή· κι εκείνο να κοιτάζει στο πανί, τις έγχρωμες εικόνες.  Τα όνειρα του είχανε χρώμα· είχανε μέσα τους μια ομορφιά χρωματιστή. Μιλούσε με τα όνειρα του· τα ήθελε για φίλους του. Κάποιες στιγμές, τους έλεγε και τα παράπονα του· κάποιες άλλες, τα έβλεπε σαν μια παρηγοριά. Ζητούσε από κείνα να ναι σύμμαχοι του, κάθε στιγμή που ήταν μοναχό. Κάθισε στο κρεβάτι που υπήρχε στο δωμάτιο· κοίταξε προς το παράθυρο, απ’ όπου έμπαινε το λιγοστό το φως του απογεύματος. Είδε εμπρός του να ναι καλοκαίρι· είδε να ειν’ εμπρός σε μια θάλασσα. Δίπλα του μια  ώριμη και όμορφη γυναίκα απ’ τη μια και η αγαπημένη συμμαθήτρια του απ’  την άλλη. Ο ελαφρύς αέρας που ερχόταν απ’ την θάλασσα, του δρόσιζε, ενώ ο ήχος απ’ τα κύματα που είχαν σηκωθεί, ήτανε συνοδοί τους. Η συμμαθήτρια ήταν κι εκείνη ένα παιδί· ένα κοριτσάκι όμορφο με τα μαλλάκια του να κρέμονται, φτιαγμένα κοτσιδάκια· και το κορμάκι του να είναι νεαρό και άγουρο. Από την άλλη, η ώριμη γυναίκα, είχε πανέμορφα ξανθά μαλλιά και ένα σώμα μεστό, καλοφτιαγμένο, με ελάχιστο τμήμα του, να ειν’ κρυμμένο  μέσα σε ένα  κομψό, ολόσωμο μαγιό. Δεν ήξερε ποια να πρωτοκοιτάξει. Το κοριτσάκι του χαμογελούσε  και του ζητούσε να πάνε για παιχνίδι. Η ώριμη γυναίκα, απλά το κοίταξε, στέλνοντας πάνω του μια ενέργεια  αόρατη και προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να το κρατήσει κοντά της. Το αγόρι σκεφτόταν μια τον γυναίκα και μια το κορίτσι. Η ζωηράδα και το παιχνίδι της νεότητας, η σιγουριά της ώριμης  εμφάνισης, η προστασία και η σκέψη. Ταλαντεύτηκε το αναποφάσιστο παιδί κι εκεί το όνειρο αυτό τελείωσε. Ξάπλωσε στο κρεβάτι· έξω είχε πια νυχτώσει. Έβαλε το κεφάλι του κάτω απ’ την κουβέρτα. Άρχισε το μυαλουδάκι του ξανά να ταξιδεύει μακριά. Μέσα σε μια αίθουσα χειμερινού κινηματογράφου· μια αίθουσα σκοτεινή· μια αίθουσα ένιωσε να το απομονώνει απ’ τους γύρω του. Το αγόρι κοίταξε το πανί, που πια δεν ήτανε λευκό· που πλέον πάνω του προβάλλονταν  οι πρώτες οι εικόνες της ταινίας. Ένα τρένο έφτανε σε ένα χιονισμένο σταθμό· άνθρωπου βαριά ντυμένοι να περιμένουν. Μόλις σταμάτησε το τρένο, είδε μια ξανθιά γυναίκα, ντυμένη μ’ ένα γούνινο παλτό να κατεβαίνει· ήτανε πιθανών κάποια πριγκίπισσα ή μια βασιλοπούλα. Τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα. Πίσω απ’ το σταθμό, υπήρχε μια πόλη, χαμένη μέσα σ’ ένα μεγάλο, χιονισμένο δάσος. Η γυναίκα μπήκε μέσα σε μια μεγάλη άμαξα, που άρχισε να κινείται προς την πόλη. Πια το αγόρι, δεν το ενδιέφερε καθόλου η υπόθεση που είχε η ταινία, αλλά η πρωταγωνίστρια με τα ξανθά μαλλιά και τα γαλάζια μάτια και τα υπέροχα χιονισμένα τοπία του βορρά. Η φύση και η γυναίκα· τα δυο πράγματα που πιο πολύ απ’ όλα, κέρδισαν το ενδιαφέρον του. Έπειτα η σκέψη του παιδιού πήγε σε μια σχολική εκδρομή· μια εκδρομή, στα όρια της πόλης· ανάμεσα σε φρεσκοσκαμμένα φθινοπωρινά χωράφια. Υγρός και κρύος ο αέρας που κατέβαινε απ’ τα βουνά. Οι δρόμοι ανάμεσα στα χωράφια χωματένιοι· και στις άκρες τους αυλάκια. Η αγαπημένη του συμμαθήτρια ήταν κοντά του. Η καρδιά του αγοριού, άρχισε να χτυπάει γρήγορα· ήταν η πρώτη του φορά, που ένιωθε αυτό το πράγμα. Περπάτησαν τα δυο παιδιά, από τα άλλα ξέχωρα. Του έδειξε ένα μικρό πουλί, όπου πετούσε χαμηλά και έψαχνε να βρει στο μαύρο χώμα  σπόρους, που είχαν ξεχαστεί εκεί από το καλοκαίρι. Της έδειξε ένα κιτρινισμένο φύλλο, που έμοιαζε να ειν’ πλατάνου, με τα νεύρα του να είναι ξασπρισμένα. Έσκυψε, το πήρε στα χέρια του και της το χάρισε. Για τα παιδιά που ονειρεύονται, τα πιο ασήμαντα στον κόσμο πράγματα, είναι τα πιο μεγάλα δώρα. Γύρω τους τα σύννεφα είχαν κατέβει  και ο φόβος της βροχής, έδωσε τέλος πρόωρο σ’ εκείνη την μικρή τους εκδρομή. Το αγόρι έμεινα όλο το απόγευμα κάτω απ’ την κουβέρτα του· εκεί το βρήκε και το βράδυ. Τριγύρω του ήτανε πια παντού σκοτάδι. Έξω ξεκίνησε να βρέχει. Ώρες πολλές αργότερα, θα ξημέρωνε ημέρα Κυριακή· θα έβλεπε εμπρός του νέα όνειρα· θα έχτιζε στο μυαλό του ένα κόσμο, που θα ΄τανε διαφορετικός, θα τον ονόμαζε δικό του.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΉ ΠΕΖΏΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ " ΕΙΚΟΝΕΣ" ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ "ΣΑΝ ΜΕΣΑ ΣΕ ΟΝΕΙΡΟ"


Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ

      Η ζωή ακόμη και του πιο απλού ανθρώπου, είναι μια περιπέτεια· και στα παζάρια των λαών, τότε υπάρχει μόνο χάος.                                     
     Από το μαντείο των Δελφών μέχρι την Νέα Υόρκη, στριμώχνονται οι εποχές· κλείνω τα μάτια και τις ζω.
      Ένα μεσημέρι Κυριακής, ένα πρώτο άνθος μιας αμυγδαλιάς και μια σταγόνα από κόκκινο κρασί, δημιουργούν τον πόνο μιας καινούριας γέννας.
    Η συνέχεια είναι θέμα ενός σχήματος και μιας περιστροφής του μες τον χώρο- το λες και μαθηματικά.
      Και άλλοι γράφουν ποίηση, χωρίς καμία σκέψη- άντε να συνεννοηθείς.
    Στην τελική ευθεία, εντός κάποιων ορίων, θα κριθούν τα πάντα- κι εκεί το μέτρημα θα δείξει: ετοιμότητα, πιθανότητας, ουσία.
   «Εκμεταλλεύσου κάθε μέρα, που από πάνω σου περνά και γίνε πιο σοφός· σκεπτόμενος ασύμβατα».
 ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ "ΜΠΑΧΑΡΙΚΑ"

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

ΜΠΑΧΑΡΙΚΑ


      Στην αγορά ο κόσμος συνεχώς λιγόστευε- έπειτα κάποιες στιγμές, τα καταστήματα θα έκλειναν για τις γιορτές. Όμως οι μυρωδιές μπαχαρικών, είχαν ποτίσει τα ντουβάρια. Οι λίγοι όψιμοι πελάτες των καφενέδων, μιλούσαν μόνο με τα τελευταία τους ποτά· και φυσικά είχανε αποστρέψει την ματιά τους από αυτούς, που ξεστράτισαν και πρόδωσαν την επανάσταση εκείνου του χειμώνα.
      «Μα δεν το έμαθες ακόμα, ότι οι επαναστάσεις γίνονται χειμώνα και οι δικτατορίες, άνοιξη;» με ρώτησε ο γέρο- βετεράνος· κι εγώ διαφώνησα αμέσως, χτυπώντας δυνατά το χέρι μου απάνω στο τραπέζι.
      Ποιος νοιάζεται… Οι μέρες είναι τώρα πια διαφορετικές και η σοφία είναι να μην ενδίδει κανείς σε πειρασμούς ενός συστήματος χυδαίου.
      Κρατώντας ένα σακουλάκι με πιπέρι, περπάτησα πάνω στο καλντερίμι. Γνώριζα πως ήμουν  προϊόν· σαν προϊόν μιλούσα και έκλαιγα σαν προϊόν- δεν μου έπεφτε και λόγος, αφού σε μια στιγμή θα έφευγα.
      Πίσω απ τα ψαράδικα, τυφλώθηκε παλιά ο μάντης· πίσω απ’ τα κρεοπωλεία στοιβάχθηκαν τα πλούτη- μόνο τα καφενεία ακόμη τότε, μπορούσανε να πουν τα λόγια μιας παρηγοριάς, ανάμεσα σε ζάρια και φύλλα μαύρης τράπουλας.
      Υπήρξα όμως πάντα αφελής, μα το έκρυβα καλά- ακόμη κι από μένα· η λευτεριά είναι κι αυτή μια εξουσία και φυσικά δεν είναι πάντα προφανείς οι στόχοι που χει βάλει.
      Άρπαξα τότε ένα δαυλό, που ήταν αναμμένος· ένα τσίγκινο άγαλμα, που παρίστανε κάτι προφανώς αόριστο, μου τον έδωσε με ευχαρίστηση μεγάλη- το καλντερίμι ήταν πολύ βρεγμένο και γλιστρούσε.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ- ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΗ ΜΠΑΧΑΡΙΚΑ

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ



Είναι βιβλία που διαβάζονται σειρά- σειρά και λέξη- λέξη.
Είναι βιβλία που κυλάνε μονομιάς μες το μυαλό.
Τα τελευταία εκατό μέτρα είναι τα δύσκολα,
Οι τελευταίες οι στιγμές, πριν από κει που βρίσκεις την αγάπη.
Θέλουν ωραία λόγια να ακούν οι άνθρωποι·
Τους τα λέω.
Θέλουν λόγια αλήθειας να ακούνε οι θεοί.
Δυναμώνει κάποτε το φως και οι φάλαγγες των πεινασμένων, χάνουν το όμορφο τοπίο.
Τότε οι τύψεις ζώνουν του Κυρίου το μυαλό,
Γιατί δεν μπόρεσε ποτέ του να θυμώσει
Και άφησε το άδικο να ζει.
Μια νύχτα του αιώνα, μια τόση δα στιγμή,
Ένα παραμύθι, που μοναχά εγώ ήξερα να διηγηθώ
Ή ένας τρόπος άλλος, που όλα της ζωής τα μυστικά αλλάζει· αναγέννηση.
Αναγέννηση, ανάγκη, άνθιση!
Ένα λουλούδι όμορφο στην μέση ενός Μάη, ένας ωραίος Άγγελος στην μέρα του Ευαγγελισμού,
Ένας άνθρωπος. Ναι! Ένας άνθρωπος απλά.
Τα πουλιά κάθε που χειμωνιάζει, γίνονται πιο μικρά·
Αλλάζει η αρχιτεκτονική του κόσμου όλου.
Την απληστία σου την δείχνω σαν κρυμμένη αρετή.
Στα πλουμιστά ανθρώπων τα κοσμήματα, σου δείχνω ματαιότητα
Κι αν δεν καταλαβαίνεις φίλε ποιητή,
Το όνειρο που έζησες δεν ήταν ο Παράδεισος που περιμένεις.
Στην άγρια την δύση της Ευρώπης, όλη η σημασία κρύβεται στην αγορά.
Στην αγορά κάθε ανατολής, στο τέλος κρύβεται η δύση.
Μην εξαπατάσαι, μην οργίζεσαι· μα μάθε.
Μάθε και σαν θα βγεις ξανά στην αγορά φυλάξου.
Πίσω απ’ την στολή του κάθε προφανούς επαναστάτη, κρύβεται ένας Τσάρος.
Ψάξε για το γνήσιο.
Για να μπορέσεις να αναγεννηθείς, πρέπει να μάθεις πρώτα να γνωρίζεις.
Σε κάθε γωνιά, σε κάθε μέρος άγνωστο, παραμονεύει και μια τραγωδία· πρόσεχε!
Μετά ο κάμπος είναι ανθισμένος, αρκεί μα ξέρεις ότι ειν’ αυτός που τώρα ψάχνεις.
Με βρήκες μόνη μου να είμαι, ψηλά σ’ ένα κρεβάτι ξαπλωμένη, συμβάσεις  να υπογράφω, κάποιου έρωτ’ από κούραση γεμάτο,
Με βρήκες να χορεύω σε ρυθμούς ανατολίτικους, εγώ που τόσα χρόνια έψαχνα την δύση.
Όλα είναι ένας μύθος· να το γνωρίζεις αυτό καλά: «Οι μύθοι, συντηρούν την περηφάνια»
Κι ας κρύβουν πίσω τους την φτώχεια , το ψέμα και την άμυνα στην πρόοδο.
Κάπου βόρεια στον πόλεμο του κόκκινου με το λευκό, νίκησε κάποιο μαύρο.
Κάπου σε ένα κόσμο άλλο κυβερνάει ο χρυσός.
Ναι, η ματαιότητα του Μίδα , άρχισε να κυβερνά ξανά φτωχούς ανθρώπους.
Κι εγώ στα δείχνω όλα αυτά, ελπίζοντας να αναγεννηθείς, να γίνεις ήρωας- προφήτης.
Υπάρχουν ήρωες όπου δοξάζονται από την πρώτη τους ζωή· το ξέρουν μοναχά οι ίδιοι.
Γι αυτό πρώτα να μάθεις ν’ αγαπάς τον εαυτό σου
Κι εγώ θα είμαι για εσένα πάντα δω.
Σαν έρωτας, σαν αναγέννηση και σαν γυναίκα.
Αξίζει η πορεία σου μες την ζωή να είναι αναγέννηση,
Αξίζεις μια ευκαιρία δεύτερη, μια προσπάθεια, μια αγάπη.
AΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΡΙΑΔΝΗ






Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΜΑΓΟΣ


Η πολιτεία, είχε αρχίσει να αχνοφαίνεται μακριά μες το σκοτάδι. Οι σύντροφοι του και αυτός, είδανε φώτα, να λαμπυρίζουν, πάνω στα μεγάλα τείχη της. Ανέβηκαν στις καμήλες τους και άρχισαν να προχωρούνε προς τα κει, με γρήγορο ρυθμό. Εκείνη την στιγμή, δεν ξέρανε το που πηγαίναν. Η καρδιά τους έδειχνε τον δρόμο. Ερχόταν απ την έρημο, πηγαίνανε στο θαύμα. Μπήκε μπροστά. Εκείνη την βραδιά έκανε κρύο κι ο ουρανός ήτανε ξάστερος. Ταξίδεψε στο παρελθόν· είδε τον εαυτό του στην Περσία, να μαθαίνει να διαβάζει τ άστρα· είδε τον εαυτό του στις Ινδίες, να μαθαίνει να διαβάζει το κενό. Κοίταξε τον ουρανό· αστερισμοί, πλανήτες, γαλαξίες. Προσπάθησε ενώνοντας πορείες, να σχηματίσει όνειρα, να φτιάξει την σοφία. Ο κρύος άνεμος, που φύσαγε από την έρημο, τον έκανε να ανατριχιάσει. Έσφιξε πάνω του τον κόκκινο μανδύα που φορούσε. Από την πόλη ακουγότανε φωνές και κλάματα. Έκανε νόημα στους συντρόφους του να σταματήσουν. «Όχι μέσα στην πολιτεία» είπε. Όλοι τους ένιωσαν αμηχανία. Ερχόταν μες απ την ιστορία και γύρευαν το θαύμα. Ποιο θαύμα; Κοίταξε τους συντρόφους του· προσπάθησε να μπει μέσα στις σκέψεις τους. Ο ένας σκεφτότανε την θάλασσα, τα λιμάνια, τις βάρκες, τα καράβια· σκεφτόταν τους ψαράδες, σκεφτόταν τους εμπόρους· αναζητούσε το θαύμα, μέσα στα πλούτη, μέσα στην ζωή των νομισμάτων, μέσα σε πράξεις ανταλλαγών περιουσίας. Γι αυτό και πάνω στην καμήλα του είχε φορτώσει τον χρυσό. Ο άλλος έψαχνε στα όνειρα το θαύμα. Έψαχνε τον τρόπο να τα κάνει να γεννούν αλήθεια. Γιατί τα όνειρα, βγαίνουνε μες απ τους μύθους τους αρχαίους, μες από σκέψεις και σοφία. Γι αυτό και την καμήλα του, την είχε φορτωμένη μα λιβάνι· για να μπορεί να εξαγνίζει το μυαλό· να σκέφτεται διαφορετικά και να πορεύεται αλλιώς. Ήλθε και κείνου η σειρά. Εκείνος μια ζωή ζητούσε την αγάπη· εκείνος μια ζωής μιλούσε με τα λόγια της καρδιάς. Γι αυτό και στην καμήλα του κουβαλούσε σμύρνα, για να καθαρίζει με εκείνη την καρδιά. Έκλεισε τα μάτια· μετά τα άνοιξε. Κοίταξε ξανά τον ουρανό· ένα αστέρι άρχισε να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, να μεγαλώνει συνεχώς. Ένα αστέρι άρχισε να τους καλεί· άπλωσε το χέρι του, έδειξε το αστέρι. Το είδαν και οι σύντροφοι του. «Εκεί είναι το θαύμα! Πάμε!» φώναξε και αμέσως άρχισε η καμήλα του να τρέχει· ξεκίνησαν να τον ακολουθούν και οι άλλοι δυο, προσπαθώντας να πιάσουν το αστέρι. Προσπέρασαν την πολιτεία· πέρασαν χωματόδρομους, χείμαρρους, δύσβατα μονοπάτια. Πλησίασαν κοντά στο αστέρι. Εκείνο πήγε και στάθηκε πάνω από μια φάτνη. «Εδώ γίνεται το θαύμα’ φώναξε. Κατέβηκαν· έδεσαν τις καμήλες τους σε μια ελιά. Μπήκαν στην φάτνη· ανάμεσα στα ζώα, είδαν μια μελαχρινή γυναίκα, να θηλάζει ένα αγόρι, που μόλις είχε γεννηθεί και δίπλα της ένα μεσόκοπο άνδρα να την φροντίζει. « Αυτό είναι το θαύμα· και λέγεται γέννηση» είπε στους συντρόφους του. Βγήκανε έξω και οι τρεις τους. Πήραν ο ένας ο χρυσό, ο άλλος το λιβάνι και εκείνος την σμύρνα και πήγαν και τ απόθεσαν εμπρός σ εκείνη την γυναίκα, που είχε μες την αγκαλιά της, το νεογέννητο παιδί. Γύρισε στους συντρόφους τους: «Γεννήθηκε η αγάπη» τους είπα. «Γεννήθηκε το μέτρο και η ομορφιά» του απάντησαν. Βγήκανε έξω από την φάτνη· ήτανε πια ελεύθεροι για να διαδώσουνε αυτά τα νέα, τα χαρμόσυνα μηνύματα! ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Η ΜΙΚΡΟΥΛΑ ΜΕ ΤΑ ΚΙΤΡΙΝΩΠΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ


Το βράδυ, ήταν πασπαλισμένο με ίχνη, που έδειχναν πως ήτανε γιορτές. Τα μαγαζιά ήτανε ανοικτά. Μέσα στα ρούχα, που της είχε χαρίσει ένας ιερέας ταπεινός, προσπαθούσε να κρυφτεί, από τους πυροβολισμούς ενός αέρα κρύου. Τα ποδαράκια της είχαν παγώσει ήδη· μα εκείνη συνέχιζε να χαμογελά. Δυο τρεις περαστικοί της είχανε δώσει λίγα μικρά κιτρινωπά νομίσματα. Κάποιοι δεν είχανε κι εκείνοι να της δώσουν. Άλλοι την κλότσησαν να πάει μακριά τους. Περπατώντας και απλώνοντας το μικρό χεράκι της, ταυτόχρονα κοίταζε και τις πολύχρωμες βιτρίνες. Όμορφα ρούχα, γλυκά, φαγητά κι άνθρωποι με πρόσωπα χαμογελαστά. Μέσα σε ένα τέτοιο κόσμο είχε κι εκείνη γεννηθεί· μα η ζωή της γύρισε από νωρίς την πλάτη. Ο πατέρας της πέθανε και η μητέρα της έμεινε άνεργη. Έτσι έμειναν μόνες οι δυο τους, με ένα σύστημα ζωής, να δείχνει και τις δυο με το δάχτυλο. Φτάσανε στο τίποτα, στο πουθενά και βγήκανε και οι δυο στους δρόμους. Δυο άστεγες ψυχές, δυο άστεγα χαμένα όνειρα, μέσα σε μια εποχή επέλασης νεοβαρβάρων, όπου ελάχιστοι πια ήθελαν και μπορούσαν να προσφέρουν στους φτωχούς. Και κείνοι κάτι λίγο, κάτι πιο πολύ συμβολικό. Οι άλλοι κρατούσανε τον πλούτο για τους ίδιους· νιώθανε πίσω του ασφάλεια κι αυτό τους έκανε να είναι πιο ωμοί, πιο άγριοι. Έτσι έβρισκαν τρόπους εύκολους, για να αποφεύγουν να βοηθούν τους ταλαιπωρημένους (π.χ. όταν έβλεπαν να χάνονται από το κρύο άνθρωποι, έλεγαν ότι αυτό είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό, γιατί δεν είμαστε όλοι το ίδιο). Μα το μικρό το κοριτσάκι, ήταν ακόμη ζωντανό. Το ζέσταιναν τα όνειρα μονάχα. Αυτά τα όνειρα, όπου τα έβλεπε ακόμη κι όταν περπατούσε, βλέποντας τις βιτρίνες και όλο τον κόσμο γύρω του. Κάποτε είχε ονειρευτεί πως ζούσε μέσα σε ένα μεγάλο πύργο. Κι εκεί περίμενε, ζώντας μονάχη, τους δικούς της. Μα εκείνοι δεν ερχόταν· και όσο κι αν ζούσε πλούσια, ήταν και πάλι λυπημένη. Πάντα τα όνειρα που έκανε είχανε τέλος λυπημένο. Έτσι συνέχιζε να περπατά, απλώνοντας εδώ- εκεί το χέρι. Μια ευτραφής γυναίκα, ντυμένη με ρούχα και παπούτσια πλούσια, την χτύπησε με μια ομπρέλα. Ναι, πόνεσε από το χτύπημα εκείνο· μα πιο πολύ πόνεσε από εκείνης της γυναίκας την ματιά. Προχώρησε ανάμεσα στον κόσμο· οι βιτρίνες της θαμπώνανε τα μάτια· οι ήχοι από τα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια της τρυπάγανε τ αυτιά. Στην πλατεία, μια γιορτή ετοιμαζότανε για τους λίγους. Αγοράκια και κοριτσάκια, ντυμένα με ζεστά ρούχα, χαμογελαστά, βρισκότανε εκεί· θα πρέπει να ήταν από κάποια χορωδία. Και γύρω τους επίσημοι· και γύρω τους πολλοί επίσημοι· και γύρω τους επίσημοι μονάχα. Εμπρός στα μάτια της μικρούλας, ήταν στημένο ένα έλατο τεράστιο και δίπλα ήταν στημένη μια εξέδρα, που πάνω της ανέβαιναν διάφοροι και έκαναν ομιλίες, δίνοντας στο τέλος όλοι τους ευχές για χαρούμενα Χριστούγεννα. Στο τέλος ο δήμαρχος πάτησε ένα κουμπί και το έλατο φωτίστηκε από ατέλειωτα, πολύχρωμα φωτάκια. Πήγε να χειροκροτήσει, μα ένας αστυνομικός την έσπρωξε με δύναμη. «Στην πάντα να περάσει ο δήμαρχος» φώναξε. Κι ευθύς εμπρός της πέρασε ο δήμαρχος και η ακολουθία του, ντυμένοι με μαύρα, ακριβά, δερμάτινα παλτά. Στο χέρι της είχε τα μικρά κιτρινωπά νομίσματα. Είδε μια παράγκα, που πούλαγε μικρά γλυκά. Πήγε κοντά και έδειξε τα νομίσματα που είχε μέσα στο τρυφερό της το χεράκι· αυτός που είχε την παράγκα όρμησε απάνω της φωνάζοντας και την κυνήγησε. Όταν γύρισε στην θέση του, στην παράγκα του έφτασαν δυο παιδιά καλοντυμένα· άρχισε να τα εξυπηρετεί αμέσως. Η μικρούλα έφυγε μακριά. Περιπλανήθηκε στους δρόμους της παγωμένης πόλης. Έξω από κάποια σπίτια, υπήρχανε στολίδια φωτισμένα, ενώ η οσμή καμένου ξύλου, είχε απλωθεί παντού. Σταμάτησε μπροστά σε μια εκκλησία· περπάτησε μέχρι την είσοδο της. Εκεί δίπλα σε μια κολόνα , που στήριζε τον πρόναο, κάθισε στην πιο απάνεμη πλευρά. Ένα μικρό σκυλάκι την πλησίασε· το πήρε στην αγκαλιά της. Έκλεισε τα μάτια της. Άρχισε να ονειρεύεται άλλους τόπους· μοναχικούς· χωρίς ανθρώπους. Αλλά τόπους όμορφους· με δάση, με ποτάμια, με παραδείσια πουλιά, να πετάνε από δέντρο σε δέντρο κελαηδώντας· και με μικρά ζωάκια, να είναι γύρω της παντού. Μετά είδε να εμφανίστηκε εμπρός της ένας άνδρας· ήτανε γύρω στα τριάντα και είχε μάτια γαλανά και λίγα γένια. «Έλα μαζί μου», της είπε και της έδωσε το χέρι του· η μικρούλα, του έδωσε και το δικό της. Ένιωσε το τράβηγμα του, σαν ένα χάδι κι άρχισε μαζί του, να ταξιδεύει. Το πρωί όταν χτύπησαν οι καμπάνες, ένα σκυλάκι γαύγιζε εμπρός στην εκκλησιά όλο χαρά, κουνώντας την ουρά του και δίπλα από μια απ τις κολόνες της εισόδου, κάποιος ζητιάνος, βρήκε μαζεμένα λίγα μικρά κιτρινωπά νομίσματα. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΕΡΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ


Κάποια πράγματα μέσα στη ζωή μας, θα έπρεπε να μην τα είχαμε κάνει πράξη ποτέ. Κι όμως, αυτά είναι, που πολλές φορές αποτελούν κάποιες από τις πιο ευτυχισμένες μας στιγμές. Γιατί; Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω, είναι, ότι ήταν τρεις από τις πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής μου, που θα τις κουβαλάω πάνω μου για πάντα. Κι ας έβρεχε συνέχεια· κι ας έκλαψα πολύ για κείνη την γυναίκα. Σίγουρα την αγάπησα πολύ· την αγάπησα από την πρώτη φορά, που μου διηγήθηκε την ιστορία της ζωής της. Βέβαια το πιο πιθανό ήταν ότι μου είχε πει ψέματα· όμως με συγκίνησε και τελικά με κέρδισε. Μια τυχαία γνωριμία, που έγινε έστω και για λίγο καιρό, ένα μεγάλο πάθος. Θυμάμαι, που την περίμενα στα ΚΤΕΛ και όταν ήλθε και μου χαμογέλασε, μου κοπήκανε τα γόνατα. Έβρεχε· θυμάμαι, που μέχρι να φτάσουμε στο αυτοκίνητο μου, είχαμε γίνει μούσκεμα και οι δυο. Και μετά στο ξενοδοχείο, που σκούπιζε τα μακριά της καστανά μαλλιά, με μια λευκή πετσέτα. Για να μείνουμε τελικά μόνοι· για να κερδίσουμε μια μοναξιά, παρέα. Συνέχεια χαμογελούσε· συνέχεια με πείραζε και στο δωμάτιο κυκλοφορούσε με ένα μαύρο, γυαλιστερό κομπινεζόν. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και την κοίταζα, θαυμάζοντας το δυνατό της το κορμί. Έπειτα φοβόμουν ότι θα ήμουνα ελάχιστος απέναντι στην ομορφιά της· μα στο τέλος και πάλι νίκησε το ρίσκο· κι έτσι έμεινα εκεί. Όταν ήτανε στο μπάνιο, άκουγα από δίπλα το νερό από το ντουζ, που έπεφτε απάνω της και χαμογελούσα. Σαν βγήκε από κει, ήλθε και κείνη στο κρεβάτι. Με τα νύχια της, άρχισε να γρατσουνά το στήθος μου, σχεδόν μέχρι να τρέξει αίμα. «Ερεθίζεσαι;» μου ψιθύρισε. Έκλεισα τα μάτια και δεν μίλησα καθόλου, ενώ εκείνη, μετέτρεψε τις γρατσουνιές σε χάδια. Με μια κίνηση τότε, έβγαλε το κομπινεζόν, που φορούσε, δείχνοντας μου, το στήθος της. Το στήθος της, που ήταν όμορφο διπλά. Είχε την ομορφιά του στήθους μιας μητέρας και την συμμετρία απ ένα έργο τέχνης. Η γεύση του, θύμιζε την γεύση του νερού της θάλασσας. Την φίλησα στο στόμα, όπως δεν ξαναφίλησα ποτέ άλλη φορά. Κι αφέθηκα στα χέρια της· κι αφέθηκα στη ομορφιά, που κρύβει μερικές φορές εντός της η μοίρα- το λες αυτό και ευκαιρία. Κάτι τέτοιες στιγμές, γίνεται ο έρωτας ιδανικό. Εγώ ξαπλωμένος κι κείνη να ναι από πάνω μου· τι πιο απλό· τι πιο ουσιώδες. Στο τέλος έβαλε πάνω στο στήθος μου, τον όμορφο κεφάλι της. Και έξω, έβρεχε ακόμη· και μέσα μου ένα κομμάτι εαυτού, μόλις είχε αλλάξει. « Εσύ πρέπει να γίνεις άγιος, δεν έχεις αντοχές για τούτη την πικρή ζωή», μου είπε γελώντας δυνατά· δάκρυσα· δεν μίλησα· τον κόμπο που είχα στο λαιμό μου, τον κατάπια. Σηκώθηκα· φόρεσα κάτι πάνω μου και βγήκα στην βεράντα. Η βροχή είχε δυναμώσει κι εγώ άρχισα να κλαίω. Τα δάκρυα μου, ενώθηκαν με το νερό απ τη βροχή. «Άγιος εγώ; Ο αμαρτωλός; Ο λίγος; Ο ελάχιστος;»… Γύρισα το πρόσωπο μου προς τον ουρανό· το νερό καθώς έπεφτε, μου ξέπλυνε τα δάκρυα. Όταν γύρισα στο δωμάτιο, την βρήκα ξαπλωμένη. Προσπάθησα να την ακουμπήσω, μου τράβηξε το χέρι. Προσπάθησα να την φιλήσω, έκλεισα το στόμα της. Ξάπλωσα από την άλλη πλευρά του κρεβατιού, περιμένοντας να τελειώσει το τριήμερο… Μερικές έξοδοι για φαγητό, διέκοπταν την συνεύρεση δυο ειδών μοναξιάς, που ζούσε το ένα πλάι στο άλλο. Συνέχιζε να βρέχει· συνέχιζε μια θάλασσα φουρτουνιασμένη, να στέλνει στην ακτή με δύναμη τα κύματα της. Όταν έφτασε η ώρα του αποχωρισμού, βρεθήκαμε στα ΚΤΕΛ και πάλι. Τότε με φίλησε με ένα πάθος, που δεν έλαχε ξανά ποτέ να νιώσω στην ζωή μου. «Σ αγαπώ, μα πρέπει να μια μακριά σου…» μου είπε κι εξαφανίστηκε. Κάποτε έμαθα για κείνη, ότι ξενιτεύτηκε, πηγαίνοντας μακριά, σε ξένους τόπους. Κάποτε έμαθα για κείνη πράγματα άλλα… Όμως άξιζε· όμως εκείνες οι λίγες οι στιγμές, που ζήσαμε μαζί, ίσως δεν θα πρεπε να υπάρχουν στη ζωή μου· μα όμως ναι, κρύβανε μέσα τους μια ευτυχία· και μια αγάπη, που είναι για εμένα και παντοτινή. Καλά Χριστούγεννα Σ. !ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ


Βγήκε απ το μικρό καφέ· απόβροχο· βαθύ απόγευμα· χειμώνας. Ένας παγωμένος άνεμος φυσούσε. Πριν ξεκινήσει, σημείωσε κάτι, στο ημερολόγιο- τσέπης του, με ένα μικρό μαύρο μολύβι. Χαμογέλασε, κούνησε το κεφάλι του και άρχισε να περπατά. Ναι, είχε τελειώσει όλες του τις δουλειές. Άφησε πίσω του την μικρή πλατεία και τον κόσμο της. Μπήκε στον μεγάλο δρόμο με τις φωτεινές επιγραφές και τις τεράστιες βιτρίνες των πολυκαταστημάτων. Στάθηκε μπροστά σε δυο- τρεις από αυτές. Μία ήταν γεμάτη από είδη για χιονοδρόμους: μπουφάν, σκούφους, γάντια, μπότες, πέδιλα· μια άλλη, είχε μοναχά φωτογραφίες· μια Τρίτη είχε μόνο τα φώτα της αναμμένα. Εκεί έμεινε να κοιτάζει πιο πολύ. Προσπαθούσε να την γεμίσει με προϊόντα, βγαλμένα απ την φαντασία του: πότε με παιχνίδια, πότε με μπουκαλάκια, γεμισμένα με ακριβά αρώματα, πότε με καφετιέρες και πότε με μποτίλιες ακριβού ουίσκι. Μια ριπή παγωμένου αέρα, τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Άρχισε να περπατά και πάλι. Οι βιτρίνες διαδεχότανε η μια την άλλη. Ανάμεσα τους κι ένας κινηματογράφος. Σταμάτησε και κοίταξε τα προσεχώς. Καμία ταινία δεν τον έκανε να ενδιαφερθεί· προχώρησε προς την μεγάλη πλατεία. Ομάδες από παιδιά γεμίσανε τον δρόμο. Κοίταξε το ρολόι του: οκτώ και δέκα. «Θα τελειώσανε τα μαθήματα τους, στα φροντιστήρια», σκέφτηκε· θυμήθηκε και παιδικά τα χρόνια, τα δικά του· τις δικές του σκυταλοδρομίες, από μάθημα σε μάθημα. Όταν αναπολούσε εκείνες τις εποχές, αισθανότανε πιο όμορφα. Δυο άνθρωποι, που τον γνωρίζανε, του είπαν καλησπέρα· ανταπέδωσε. Η επόμενη βιτρίνα, ήτανε ενός βιβλιοπωλείου. Στάθηκε εκεί για αρκετή ώρα. Κλασσικοί τίτλοι στολίζανε τον χώρο της: «Ο Κόμης Μόντε Κρίστο», «Ο Πύργος», «Πόλεμος και ειρήνη »… Μπήκε μέσα στο κατάστημα· περιπλανήθηκε στα ράφια· περιπλανήθηκε στο παρελθόν. Θυμήθηκε που πήγαινε με τον πατέρα του στα πανηγύρια κι εκείνος του αγόραζε βιβλία, από παράγκες υπαίθριων βιβλιοπωλείων. Άλλες εποχές· άλλοι τρόποι. Διάλεξε ένα βιβλίο. Το πήρε και πήγε στο ταμείο. «Για δώρο;», ρώτησε η πωλήτρια. «Για μένα», της απάντησε ευγενικά. Η πωλήτρια το έβαλε μέσα σε μια σακούλα· εκείνος την πλήρωσε. Πήρε την σακούλα με το βιβλίο, ευχαρίστησε και βγήκε ξανά στο δρόμο. Λίγα βήματα πιο πέρα, ήταν η μεγάλη η πλατεία. Ήταν στολισμένη. Σειρές από φωτάκια διαφόρων χρωμάτων και σε διάφορα σχήματα, υπήρχανε πάνω σε στύλους, σε δεντράκια, σε μπαλκόνια. Στον κέντρο της πλατείας, όμορφα, νέα και ομοιόμορφα ντυμένα κορίτσια, μοιράζανε καραμέλες, σοκολάτες και άλλες λειχουδιές στους περαστικούς, διαφημίζοντας κάποιο μεγάλο ζαχαροπλαστείο. «Μια μεγάλη καραμέλα από μένα» του είπε ένα χαμογελαστό μελαχρινό κορίτσι και του πρόσφερε μια μεγάλη καραμέλα, που πιο πολύ έμοιαζε με ένα τεράστιο ξερολούκουμο. Ευχαρίστησε· πήρε την καραμέλα, την ξετύλιξε και την έβαλε στο στόμα του. Το άρωμα του τριαντάφυλλου και η γλυκιά γεύση της ζάχαρης, τον έκανε να αισθανθεί πολύ όμορφα. Θυμήθηκε και πάλι τα πανηγύρια που πήγαινε μικρός. Θυμήθηκε τώρα τις παράγκες με τους χαλβάδες, που από πάνω τους είχαν εκείνη την τραγανή, την νόστιμη την κρούστα, με τα σουτζούκ λουκούμια και με τους πωλητές και τις πωλήτριες, να χτυπάνε τα μαχαίρια στα ταψιά, για να αποσπούν την προσοχή και το ενδιαφέρων των περαστικών, πολλές φορές κερνώντας τους ολόκληρα κομμάτια. « Έχουν και οι πωλήσεις την τεχνική τους», σκέφτηκε. Στάθηκε στην μέση της πλατείας. Ένα στολισμένο δέντρο και μια φάτνη, προϊδεάζανε κάθε περαστικό στο ποιες θα ήταν οι επόμενες ημέρες. Πήγε πιο πέρα. Έστριψε δεξιά· μπήκε σε ένα δρόμο πιο στενό· πιο βρεγμένο· πιο έρημο· πιο δικό του. Περπάτησε στο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο· αισθάνθηκε να κρυώνει. Κάπου εκεί ήταν στο σπίτι, όπου έμενε τελευταία· ένα μικρό δυαράκι. Δίχως τις πολυτέλειες του παρελθόντος, δίχως ανθρώπους γύρω του. Ανέβηκε την μικρή σκάλα· ξεκλείδωσε την πόρτα. Μέσα ήτανε απόλυτο σκοτάδι· άναψε ένα πορτατίφ. Είπε καλησπέρα στον πατέρα, στην μητέρα, στην γυναίκα, στα παιδιά του· άνοιξε και το ραδιόφωνο· αμέσως ακούστηκε η φωνή του Τζειμς Μπράουν, να τραγουδάει κάτι ρυθμικό. Κάθισε στην πολυθρόνα. Έβγαλε από την σακούλα, το βιβλίο που είχε αγοράσει. Το άνοιξε και άρχισε να διαβάζει. Μετά κάποιες ημέρες, αυτοί που άνοιξαν το σπίτι, βρήκανε μόνο: ένα αναμμένο πορτατίφ, μια πολυθρόνα, ένα βιβλίο και ένα ραδιόφωνο να παίζει. Σε δυο μέρες θα ήτανε Χριστούγεννα. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΙΝΗΣ

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

Ο ΗΡΩΑΣ


Και η βάρκα έφευγε, μακριά απ την ακτή, σαν ένα κίνητρο για μια αλλαγή. Εκείνος πάνω της κοίταζε μια δεξιά και μια ζερβά, ανησυχώντας. Έβλεπε μπρός του να περνά, όλο τα παρελθόν του. Παιδί, έφηβος, ενήλικος. Νήπια, σχολείο, πανεπιστήμιο και δυσκολίες της δουλειάς. Από την παραλία, κάποιοι του έκαναν νοήματα και κάτι του φωνάζαν· δεν τους άκουγε. Γύρω του μόνο νερό και πίσω ένας κομμένος- σαπισμένος κάβος, να μαρτυρά, μια τιμωρία άδικη, για μια παράβαση κάποιου, που ήθελε να γίνει εξερευνητής, για μία μέρα μόνο. Άρχισε να γελάει! Κι ο Κουκ κι ο Μαγγελάνος, πίσω δεν γύρισαν ποτέ. Μα ταξίδεψαν σχεδόν στον κόσμο όλο· κι εκείνος θα πρεπε λέει να εξαφανιστεί σε μια λιμνούλα τόση δα… Το γέλιο του, ένιωσε πως ακούστηκε παντού. Μια θλίψη γέμισε τότε την ψυχή του. Σε μια τόση δα λιμνούλα… Όλος ο κόσμος του, μια λιμνούλα τόση δα· κάγχασε… Κοίταξε τον ορίζοντα. «Ε, όχι!», φώναξε δυνατά. Επικέντρωσε την προσοχή του μες την βάρκα. Στους αρμούς των ξύλων της, στους πάγκους, στο κόκκινο της χρώμα. Κάτω από τον ένα πάγκο της, είδε να προεξέχει μια λαβή. Την έπιασε· την τράβηξε· ένα μικρό κουπί, ευθύς εφάνηκε εμπρός του· κόκκινο κι αυτό, καλοβαμμένο και με υπέροχο φινίρισμά. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά. «Ε, όχι!», φώναξε ακόμη μια φορά. Κοίταξε μέσα στο νερό. Ήταν ακόμη σε μέρος αβαθές. Πήρε το κουπί, το έμπηξε με δύναμη στον λασπωμένο πάτο της λίμνης. Η πορεία προς τα ανοικτά, σταμάτησε αμέσως. Μπήκε επιτέλους ένα φρένο, σε μια πορεία προς το άγνωστο, ενώ ταυτόχρονα ξεκίνησε μια αντίστροφη, προς την σιγουριά, όπου την έλεγαν ακτή. Μια μπήγοντας το κουπί μέσα στον πάτο και μια σπρώχνοντας το, άρχισε να δίνει ώθηση στην βάρκα και μαζί της το ταξίδι μίας επιστροφής. Μιας επιστροφής ενός ήρωα, μιας καλοκαιρινής- όμορφης μέρας. Χαμογελούσε· όσο πλησίαζε προς την ακτή, τόσο και πιο μέγάλη, ήταν η δύναμη, που έβαζε. Όταν ο φόβος φεύγει μες από την ψυχή, όλες οι δυνάμεις, που χει μέσα του ο άνθρωπος, γίνονται ισχυρότερες. Στην ακτή πια αυτοί που είχαν μαζευτεί, τον επευφημούσαν και τον φωτογράφιζαν. Κι εκείνος χαμογελούσε κι αισθανόταν περηφάνια. Ήταν ο ήρωας εκείνης της ημέρας· ήταν ο ήρωας εκείνης της Οδύσσειας· έστω κι αν είχε εκείνη, διάρκεια ελάχιστη. Στόχο του είχε την ακτή· στόχο του είχε κάθε ακτή· ακόμη και εκείνες τις ακτές, που δεν υπάρχουν. Έτσι γεννιούνται τελικά, οι ήρωες του κόσμου τούτου, στοχεύοντας κάποιες ακτές. Στον φίλο Νίκο Γκαμαλέτσο. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ


Χειμώνας· απόγευμα βροχής· εποχή άλλη, σίγουρα πριν από τον μεγάλο πόλεμο. Πόλη μεγάλη, παραποτάμια, πιθανώς το Παρίσι. Καφέ εποχής· με μια τεράστια ξυλοσόμπα στο κέντρο, μαρμάρινα τραπέζια και πολυθρόνες από δέρμα. Έξω η βροχή δυναμώνει· κάθομαι σε μια πολυθρόνα. Ο καφές είναι πικρός κι όμως μου αρέσει. Διαβάζω κάποιο μυθιστόρημα· σίγουρα ο συγγραφέας που το έγραψε είναι Γάλλος· και μόνο από την γραφή μπορώ και το καταλαβαίνω. Που και που κοιτάζω έξω. Λίγοι άνθρωποι κυκλοφορούν. Χάνομαι για λίγη ώρα στις σελίδες του βιβλίου που διαβάζω. Μια βασιλοπούλα ή κάτι παρόμοιο, κάποιος που προσπαθεί να την ελευθερώσει από κάπου ή από κάτι και μια υπόθεση που ουσιαστικά δεν έχει σημασία. Ξαφνικά ένας ήχος στην πόρτα του καφέ, με προκαλεί. Σηκώνω τα μάτια από το βιβλίο, πίνω λίγο καφέ. Τότε εμφανίζεται στην πόρτα μια όμορφη μελαχρινή κοπέλα με μακριά μαλλιά. Φορά ένα αδιάβροχο. Όταν το βγάζει, γυρίζουν και την κοιτάζουν με θαυμασμό όλοι οι θαμώνες. Γυρίζει προς τα εμένα. Την κοιτάζω· με πλησιάζει. Στέκεται εμπρός μου· σηκώνομαι όρθιος. «Είσαι εσύ;», μου λέει, «μάλιστα», της απαντώ, γνέφοντας την να καθίσει. Βγάζει τσιγάρο, το ανάβει, κάνει μια δυο ρουφηξιές· το σβήνει. «Φέρνω ένα μήνυμα απ τον πατέρα σου», μου λέει. «Μα είναι νεκρός» της απαντώ. «Δεν έχει καμία σημασία αυτό», μου απαντά και συνεχίζει, «θέλει να σε δει». «Μα πώς;» την ρωτάω. «Είναι απλό» μου απαντά και με τραβάει απ το χέρι. Ντυνόμαστε, πληρώνω και βγαίνουμε στο δρόμο. Η βροχή δέρνει τα σώματα μας, «Από δω», μου λέει. Προχωράμε δίπλα στο ποτάμι. Κάπου υπάρχει μια μεγάλη πόρτα· με τραβάει προς τα κει· ανοίγουμε την πόρτα· μπαίνουμε μέσα. Μια σειρά από σκαλοπάτια είναι ακριβώς εμπρός μας. Βγάζει από την τσάντα της ένα μεγάλο φακό, τον ανάβει. «Έλα» μου λέει· και αρχίζουμε να κατεβαίνουμε· και να κατεβαίνουμε· και να κατεβαίνουμε. Κατεβαίνοντας αρχίζω να χάνω την αίσθηση του χρόνου· εκείνη με κρατάει πάντοτε απ το χέρι. Τώρα εμπρός μου βλέπω φως. «Η έξοδος», μου λέει με φωνή αισθαντική. «Πάμε» της απαντώ και κατεβαίνω τα τελευταία σκαλοπάτια, σχεδόν τρέχοντας. Τώρα είμαι εγώ που την τραβάω. Φθάνουμε στην έξοδο· βγαίνουμε στο φως· εμπρός μου μια μεγάλη εκκλησία και κάποιοι μιναρέδες γύρω της. Κοιτάζω μια ταμπέλα. Επάνω της γράφει «Κωνσταντινούπολή». Μα ο πατέρας μου δεν είναι πουθενά. Γυρίζω και την κοιτάζω μες τα μάτια. «Που είναι;» την ρωτάω. Εκείνη με το χέρι της μου κλείνει τα μάτια, με φιλάει τρυφερά, δίνοντας μου τα δυο της χείλη, σαν μια αντιπαροχή εμπιστοσύνης, ενώ ακούγεται από το βάθος ο ήχος ενός καραβιού, που διασχίζει με ορμή τον Βόσπορο, πηγαίνοντας προς μια άλλη Οδησσό, ενός πλανήτη άλλου. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΕΖΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ "ΕΙΚΟΝΕΣ"