Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ


Χειμώνας· απόγευμα βροχής· εποχή άλλη, σίγουρα πριν από τον μεγάλο πόλεμο. Πόλη μεγάλη, παραποτάμια, πιθανώς το Παρίσι. Καφέ εποχής· με μια τεράστια ξυλοσόμπα στο κέντρο, μαρμάρινα τραπέζια και πολυθρόνες από δέρμα. Έξω η βροχή δυναμώνει· κάθομαι σε μια πολυθρόνα. Ο καφές είναι πικρός κι όμως μου αρέσει. Διαβάζω κάποιο μυθιστόρημα· σίγουρα ο συγγραφέας που το έγραψε είναι Γάλλος· και μόνο από την γραφή μπορώ και το καταλαβαίνω. Που και που κοιτάζω έξω. Λίγοι άνθρωποι κυκλοφορούν. Χάνομαι για λίγη ώρα στις σελίδες του βιβλίου που διαβάζω. Μια βασιλοπούλα ή κάτι παρόμοιο, κάποιος που προσπαθεί να την ελευθερώσει από κάπου ή από κάτι και μια υπόθεση που ουσιαστικά δεν έχει σημασία. Ξαφνικά ένας ήχος στην πόρτα του καφέ, με προκαλεί. Σηκώνω τα μάτια από το βιβλίο, πίνω λίγο καφέ. Τότε εμφανίζεται στην πόρτα μια όμορφη μελαχρινή κοπέλα με μακριά μαλλιά. Φορά ένα αδιάβροχο. Όταν το βγάζει, γυρίζουν και την κοιτάζουν με θαυμασμό όλοι οι θαμώνες. Γυρίζει προς τα εμένα. Την κοιτάζω· με πλησιάζει. Στέκεται εμπρός μου· σηκώνομαι όρθιος. «Είσαι εσύ;», μου λέει, «μάλιστα», της απαντώ, γνέφοντας την να καθίσει. Βγάζει τσιγάρο, το ανάβει, κάνει μια δυο ρουφηξιές· το σβήνει. «Φέρνω ένα μήνυμα απ τον πατέρα σου», μου λέει. «Μα είναι νεκρός» της απαντώ. «Δεν έχει καμία σημασία αυτό», μου απαντά και συνεχίζει, «θέλει να σε δει». «Μα πώς;» την ρωτάω. «Είναι απλό» μου απαντά και με τραβάει απ το χέρι. Ντυνόμαστε, πληρώνω και βγαίνουμε στο δρόμο. Η βροχή δέρνει τα σώματα μας, «Από δω», μου λέει. Προχωράμε δίπλα στο ποτάμι. Κάπου υπάρχει μια μεγάλη πόρτα· με τραβάει προς τα κει· ανοίγουμε την πόρτα· μπαίνουμε μέσα. Μια σειρά από σκαλοπάτια είναι ακριβώς εμπρός μας. Βγάζει από την τσάντα της ένα μεγάλο φακό, τον ανάβει. «Έλα» μου λέει· και αρχίζουμε να κατεβαίνουμε· και να κατεβαίνουμε· και να κατεβαίνουμε. Κατεβαίνοντας αρχίζω να χάνω την αίσθηση του χρόνου· εκείνη με κρατάει πάντοτε απ το χέρι. Τώρα εμπρός μου βλέπω φως. «Η έξοδος», μου λέει με φωνή αισθαντική. «Πάμε» της απαντώ και κατεβαίνω τα τελευταία σκαλοπάτια, σχεδόν τρέχοντας. Τώρα είμαι εγώ που την τραβάω. Φθάνουμε στην έξοδο· βγαίνουμε στο φως· εμπρός μου μια μεγάλη εκκλησία και κάποιοι μιναρέδες γύρω της. Κοιτάζω μια ταμπέλα. Επάνω της γράφει «Κωνσταντινούπολή». Μα ο πατέρας μου δεν είναι πουθενά. Γυρίζω και την κοιτάζω μες τα μάτια. «Που είναι;» την ρωτάω. Εκείνη με το χέρι της μου κλείνει τα μάτια, με φιλάει τρυφερά, δίνοντας μου τα δυο της χείλη, σαν μια αντιπαροχή εμπιστοσύνης, ενώ ακούγεται από το βάθος ο ήχος ενός καραβιού, που διασχίζει με ορμή τον Βόσπορο, πηγαίνοντας προς μια άλλη Οδησσό, ενός πλανήτη άλλου. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΕΖΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ "ΕΙΚΟΝΕΣ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου