Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Ζώνες ελλείψεως αγάπης


(Ζώνες  ελλείψεως αγάπης)
Η νύχτα συνηθίζει να μιλάει έντονα,
η νύχτα συνηθίζει να μου μιλά με γρίφους.
Είχα μια φίλη που τα μαλλιά της έβαφε ξανθά-
την λέγαν: Επαρχία...
Πίσω απ' τη ζωή υπάρχει ένα μαντολίνο
που δεν σταματά ποτέ να παίζει δυνατά.
Τα βράδια των παλιών καλοκαιριών,
η μαμά μου και εγώ,
πηγαίναμε και περπατούσαμε στο πάρκο.
Ήμαστε άλλοι, ήμαστε τα άτυχα αγριολούλουδα
που άνθισαν σε καρπερό βιομηχανικό χωράφι.
Μας χώρισε ο χρόνος – μας νίκησε ο χρόνος.
Έχουμε χωριστεί· όλη η γη χωρίστηκε ξανά
σε ζώνες που της φτιάξανε με έλλειψη αγάπης.

Απόστολος Βεργής

Σάββατο 25 Ιουλίου 2015

ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΕΙΣ

Δεν υπάρχει δυνατότητα αντιστροφής του πραγματικού χρόνου. Οι όποιες αντιστροφές του χρόνου συμβαίνουν ως αναδρομές ή ως προσομοιώσεις. Γεμάτη με προσομοιώσεις είναι και η ιστορία, της οποίας η υφή είναι αναδρομική και σίγουρα μη παγιωμένη. Ο χρόνος, όμως, δια της σκέψεως κι εντός της συνειδήσεως, ανακυκλώνεται, παίρνοντας άναρχη μορφή και συχνότατα λειτουργώντας συνειδησιακά ως μια υπέρ - δομή, που διαρκώς από - δομεί το σήμερα, βάζοντας μέσα του μπόλικο παρελθόν - χαρακτηριστικό παράδειγμα οι καφενειακές πολιτικές συζητήσεις που αν και αφορούν το παρόν, εμπλουτίζονται με παρελθοντικά στοιχεία (γεγονότα, πρόσωπα, αποφάσεις κ.τ.λ.).
Δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με αντιστροφές του χρόνου, αλλά και με αντανακλάσεις χρονικών στιγμών επάνω σε επόμενες... Μιλάμε, φυσικά, για υπερβατικές καταστάσεις υποκειμενικού τύπου. Ναι, υποκειμενικού, γιατί, το κάθε υποκείμενο αντιστρέφει διαφορετικά τον χρόνο, επιλέγοντας προσωπικές - δικές του στιγμές για να ανακαλεί και να αντανακλά στο "τώρα" του. Μιλάμε, δηλαδή, για την ύπαρξη ενός ακόμη είδους χρόνου: του προσωπικού χρόνου, ή του συνειδησιακού χρόνου, μιας και η συνείδηση είναι η δομή που αποθηκεύει τις στιγμές και τις αντανακλά στις σκέψεις, χρησιμοποιώντας τες ως "τώρα" (εντός των στιγμών εφαρμογής).
Επηρεάζει ο προσωπικός χρόνος της κοινωνίες; Τις επηρεάζει διττά: α) Η κάθε κοινωνία έχει τον δικό της "προσωπικό χρόνο", έχει της δικές της στιγμές που συνηθίζει να αντανακλά στο "τώρα" (εθνικές επέτειοι, ιστορικές στιγμές αναρριχήσεων σε εξουσίες, φυσικά συμβάντα κ.τ.λ.): Π.χ.: η αντανάκλαση των γεγονότων της 21/4/1967 στο χρονικό γίγνεσθαι τη ελληνικής κοινωνίας είναι συχνότατη· το ίδιο και η κατάκτηση της εξουσίας από τον Ανδρέα Παπανδρέου και το ΠΑ. ΣΟ. Κ. στις 18/10/1981... κ.ο.κ. . β) Στον επηρεασμό των κοινωνιών από αντανακλάσεις προσωπικών στιγμών μελών τους στο χρονικό γίγνεσθαι των ιδίων των κοινωνιών, οι οποίες στιγμές λειτουργούνε ως τομές: Π.χ. : η στιγμή της αυτοκτονίας του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη για την κοινωνία της Πρέβεζας και η στιγμή που ο Σπύρος Λόύης κέρδιζε τον χρυσό μετάλλιο στον Μαραθώνιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 για την ελληνική κοινωνία κ.τ.λ. ...
Ναι, έχουμε να κάνουμε με ταυτοτικές στιγμές, που καθορίζουν το Είναι προσώπων και κοινωνιών, ακολουθώντας αυτές τις δομές μέχρι τα όρια, μέχρι το τέλος.
Απόστολος Βεργής

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015

Από το το μυθιστόρημά μου: Δανάη

Γρήγορα ξεκίνησαν για το δωμάτιο του ξενοδοχείου, γρήγορα έφτασαν εκεί και γρήγορα (αφού εκείνος πρώτα τήρησε το “τυπικό” του μπάνιου) βρέθηκαν να κάνουν έρωτα – εκείνος με “την ψυχή στο στόμα” απ' το άγχος και εκείνη προσπαθώντας, κατά την διάρκεια της “πράξεως”, να τον καθυστερεί, μπας και προλάβει και γευτεί λιγάκι “γλύκα”, τελειώνοντας ταυτόχρονα την πορεία της στον χώρο της πορνείας. Εκείνος δεν άντεξε και πολύ, τέλειωσε γρήγορα. Ντύθηκε γρήγορα, πλήρωσε γρήγορα και εξαφανίστηκε, αφήνοντάς την μόνη στο κρεβάτι, γυμνή, να μην έχει νιώσει έστω κάτι  από έρωτα στο όμορφο κορμί της.
Τον λυπήθηκε. Κατάλαβε ότι αυτό τον άνθρωπο, κάτι τον βασάνιζε και του 'κανε  αγχώδη τη ζωή: Μπορεί να 'ταν ο γάμος του μια αποτυχία, μπορεί να 'χε προβλήματα με τη δουλειά του. Κι όμως, εξωτερικά έδειχνε μια χαρά άνθρωπος· μόνο που βιάζονταν πολύ για κάποιον λόγο.
Για 'κείνη βιασύνη δεν υπήρχε. Υπήρχε χρόνος αρκετός μέχρι να 'ρθει του γυρισμού η ώρα. Και ήταν μόνη της· εκείνη, το γυμνό της σώμα: ο εαυτός της... Κυλίστηκε πάνω στο άδειο το κρεβάτι, σα να 'ταν μια μικρή παιδούλα. Η τριβή με το σεντόνι του κρεβατιού την έκανε να ανατριχιάσει. Ελεύθερη πια ονειρεύονταν τον έρωτα όπως τον ήθελε, τον έπλαθε όπως τον ήθελε, τον αισθανόταν...
Ακούμπησε με τα χέρια τις θηλές της. Ένιωσε την σκληράδα απ' τις ρώγες της. Μια σκληράδα που κατά την συνεύρεση πιο πριν με τον “πελάτη” δεν είχε προλάβει να γενεί πραγματικότητα. Πια όμως υπήρχε. Υπήρχε και ερεθισμός. Κι αυτό έκανε το δεξί της χέρι να κατέβει προς τα κάτω,... να χαϊδέψει το εφήβαιο της και να οδηγηθεί πάνω και μέσα το ερεθισμένο της αιδοίο. Αισθάνθηκε την προσωπική της υγρασία, αισθάνθηκε το προσωπικό της ξέσπασμα, αισθάνθηκε το φούντωμα της κλειτορίδας της να την οδηγεί κάπου αλλού... Κι όταν τα δυο της δάχτυλα παραβίασαν την είσοδο της ομορφιάς της, είδε να είναι πάνω της, μαζί, και οι τρεις “πελάτες”, να προσπαθούνε να την ικανοποιήσουν και οι τρεις μαζί, να την τυραννούν, να μην τα καταφέρνουν. Μέχρι που είδε στην σκηνή να μπαίνει ο Αλέξανδρος γυμνός· έτσι όπως τον έβλεπε σαν ονειροπολούσε – να μπαίνει και σε μια στιγμή να χάνονται οι άλλοι. Να μπαίνει, να την αγκαλιάζει τρυφερά, να της φιλά όλο το σώμα, να της κάνει έρωτα, να της προσφέρει την αγάπη του, να της προσφέρει σαν μια λύτρωση επάνοδο στα όνειρα τα παιδικά, μέσα απ' έναν οργασμό, έναν οργασμό απόλυτο, γεμάτο με αγάπη, γεμάτο με επιστροφές, γεμάτο αμαρτίες.
Κραύγασε, ένιωσε το χέρι της να είναι μούσκεμα, είχαν βραχεί και τα σεντόνια. Ήταν μία υπέροχη στιγμή, ήταν η πιο υπέροχη στιγμή της. Αλλά και πάλι ήταν μόνη και η στιγμή ήταν μοναχική, σε ένα όνειρό και πάλι, σε μια απόσταση απ' την πραγματική ζωή. Ήτανε όμως δυνατή στιγμή. Ήταν γιατί μέσα από εκείνη την στιγμή, η Δανάη ξεπενούσε τις τρεις ερωτικές στιγμές που είχε ζήσει στην πορνεία. Γιατί, τότε, έκανε κάτι για 'κείνη, για πάρτη της, για τον εαυτό της. Ανολοκλήρωτο μονάχα με την έννοια της έλλειψης, ως οντότητα, του άλλου του μισού, ολοκληρωμένο όμως σαν συνείδηση, κι αυτό, ήταν εκείνη τη στιγμή, για την ίδια, πολύ σημαντικό, γιατί ήταν ο δρόμος της, γιατί ήταν ο εαυτός της...
Απόστολος Βεργής

Από το μυθιστόρημά μου: Δανάη


Βέβαια, κανένας εαυτός δεν έχει όρια. Αργούμε όμως να το καταλάβουμε αυτό. Ο εαυτός είναι μια μάχη διαρκής. Ειν' κάτι που χάνεται και βρίσκεται συνέχεια κι αλλάζει στη στιγμή. Ο εαυτός τα όρια τα ξεπερνάει – όταν τα ξεπερνά, πια δεν υπάρχει. Τότε είναι, που λεν: το τέλος.
Αυτά σκεφτόταν βουρκωμένη, καθώς μετρούσε, ακριβώς, το κλάμα της και τα αποτελέσματά του· κι ενώ στο βλέμμα της το παράπονο είχε πολλαπλασιαστεί και στο μυαλό της στριφογυρίζαν τα αιώνια γιατί: “γιατί σε μένα;”, “γιατί εγώ;” ...
Γιατί: μια λέξη που την λέμε όλοι μας από μικρά παιδιά: ζητώντας εξηγήσεις, για πράγματα διάφορα και απορίες. Την έχουμε πει όλοι μας. Κανένας, μα κανένας δεν ξέφυγε από αυτό τον πειρασμό. Το θέμα είναι προς ποιους την απευθύνουμε, κάθε φορά, αυτή τη λέξη· κι οι τραγωδίες έρχονται σαν δεν μπορούμε να την απευθύνουμε πουθενά, εκτός από εμάς τους ίδιους... Οι τραγωδίες είναι γεμάτες με “γιατί”. Οι τραγωδίες φτιάχνονται από “γιατί”. Τέτοια “γιατί” που δεν μπορεί κανείς να απαντήσει. Τέτοια “γιατί” που μοιράζουνε στη μέση, ακριβώς, το δίκιο και το άδικο, τη μέρα και τη νύχτα.
Ο έρωτας ειν' απ' την φύση του κάτι το τραγικό κι ο “από μηχανής του ο θεός” ειν' η αγάπη. Ο έρωτας έχει εντός του τον θάνατο, σαν αρχικό συστατικό. Αμέτρητα σπερματοζωάρια πεθαίνουνε, κάθε φορά, πάνω στην “πράξη”. Κι η “πράξη” διαρκεί ελάχιστα και η ζωή αυτών καθόλου. Είναι αυτό και μοίρα και μέσα της η τύχη ειν' αυτή που δίνει την ευκαιρία σε ένα και μοναδικό σπερματοζωάριο να επιβιώσει, να πορευτεί και να αντέξει ως την ένωση με το ωάριο για να προκύψει άνθρωπος, για να προκύψει χρόνος. 
Για να προκύψει άνθρωπος, για να προκύψουν άνθρωποι. Άνθρωποι που να μάχονται και να ηγεμονεύουν, άνθρωποι που να προσπαθούν να επιβληθούν, να φτάνουν και στο έγκλημα για κάποιο πάθος τους τρελό, για κάποιο έρωτα τυχαίο, και να μην αρνούνται την υποταγή σε ένστικτα πρωτόγονα, ζωώδη.
Κάποιοι από τους ανθρώπους γυρεύουν στην ζωή τους την αγάπη, ψάχνοντας να εκφράσουν και να εκφραστούν μέσα από αυτή και να την επιβάλλουνε, ως αγαθό, όπως πραγματικά αξίζει. Αυτοί οι κάποιοι είναι που κάνουνε το γένος το ανθρώπινο να ξεχωρίζει... Αγάπη είναι ο καλός θεός, που μάχεται ότι κακό υπάρχει κι είναι η αγάπη, μόνο, που μπορεί την θεία πράξη του έρωτα να την αναβαθμίσει και να την καταστήσει άγια, μες στη ζωή που ζούμε.
Αυτές ήταν οι σκέψεις που συντοφεύαν την Δανάη ολόκληρη εκείνη την ημέρα. Μέχρι που ήλθε η επόμενη, μέχρι που ήλθε το απόγευμα της επομένης μέρας.
Απόστολος Βεργής

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Από το μυθιστόρημά μου: Δανάη


Tο “παραμύθι” θα τελείωνε και θα 'πρεπε να ψάξει ή να φτιάξει κάποιο άλλο· μόνη ξανά· μόνη απέναντι στο μέλλον. Ίσως ν' αντάμωνε, κάποια στιγμή, στην καφετέρια του εμπορικού κέντρου που είχε αρχίσει να πηγαίνει τακτικά, τον δημοσιογράφο. Ίσως στον δρόμο της να έβρισκε κάτι καινούριο – ήθελε να 'ναι κάτι εξαιρετικό. Περνώντας το προηγούμενο απόγευμα στο κρεβάτι με τον ηλικιωμένο κι εξουσιαστικό άνδρα, είχε αλλάξει. Κατάλαβε πως έπρεπε να θέτει στόχους στο “τέλειο”, στην ουτοπία. Και, τι είναι στον έρωτα η ουτοπία; Μία φανταστική ερωτική βραδιά, δίχως συνέχεια, ή μία σχέση με τα πάνω και τα κάτω της, μα με πολλή αγάπη; 
Πιθανών για εκείνη η ουτοπία ήτανε ο Αλέξανδρος – για άλλη μια φορά ταξίδεψε ο νους της σ' εκείνον: Θυμήθηκε άλλη της μια παρακολούθηση: Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα που τον παρατηρούσε να διαβάζει πίσω απ' το παράθυρό του, έχοντας αναμμένο μοναχά  ένα μικρούλι πορτατίφ. Είχανε μεγαλώσει πλέον και οι δυο. Πηγαίνανε στο λύκειο και βρίσκανε την ολοκλήρωσή τους, ως άνθρωποι, εις την προχωρημένη εφηβεία. 
Τον κοίταζε. Είχανε μεγαλώσει τα μαλλιά του αρκετά κι ήταν στιγμές που μέσα τους χανόντουσαν οι δύο του παλάμες καθώς έκανε προσπάθειες να στηριχθεί – και κάπως να ξεκουραστεί απ' τις πολλές του σκέψεις. Κάποια στιγμή σήκωσε προς τα πάνω το κεφάλι του. 
Η Δανάη αισθάνθηκε πως την κοιτούσε, αισθάνθηκε ότι διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους. Δεν ήταν σίγουρη, το ήθελε όμως πολύ. Ήθελε από κείνον να την δει, να την ανακαλύψει, να της ξεγυμνώσει το σώμα – την ψυχή, να γίνει εραστής της, να γίνει ιδανικό, να γίνει μια κατακτημένη από κείνη ουτοπία. 
Είχε το βλέμμα του κάτι από παράπονο, κάτι από ονειροπόληση, κάτι από σοφία, αλλά, και μια μελαγχολία, που κάπως ανεξήγητα, του έδινε γοητεία πιο πολλή. Αυτό ήταν... Ήταν ερωτευμένη με εκείνον. Ήταν ερωτευμένη και θα έμενε για πάντα... Άραγε να την είχε δει, να την είχε προσέξει; Αυτό το ερώτημα είχε επανέλθει και την βασάνιζε ξανά κι ας είχανε περάσει τόσα χρόνια.
Απόστολος Βεργής

Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

Ελευθερία και κατανάλωση

Ο ορθολογισμός του σήμερα δεν είναι πραγματικά ορθολογισμός αλλά, είναι μια ψυχρή διατύπωση κανόνων, δίχως συναίσθημα, που διακρίνουν ανθρώπινες ομάδες δια της τιμωρίας, γνωρίζοντας καλά την τάση των κοινωνικών ομάδων στο να κάνουν λάθη. Ο ορθολογισμός του σήμερα έχει γίνει σαρκαστικά κι εμμονικά ρεαλιστικός, γεμάτος με κρετινισμό και μπόλικη υποκρισία. Έχουμε να κάνουμε με βαρβαρότητα; Τα διαρκή απόλυτα διλήμματα, οι πιεσμένοι χρόνοι και οι μεγάλες εξαρτήσεις των υποκειμένων από τα αντικείμενα, εκ - βαρβαρίζουν διαρκώς: νοήματα και κοινωνίες - τις σχέσεις των ανθρώπων δηλαδή, με τον περίγυρό τους.
Ο σύγχρονος κόσμος είναι ένας μονόλογος που περιέχει μόνο κατηγορίες προς τον  κάθε έναν και προς κάθε τι. Ταυτόχρονα, ο σύγχρονος κόσμος γυρεύει εναγωνίως λίγη ελευθερία παραπάνω, να αποκτήσει τον χαμένο ανθρωπισμό, να βρει ισορροπίες. Ελευθερία ή βαρβαρότητα: είναι το δίλημμα του σήμερα, που σημαίνει: την απελευθέρωση κάθε ανθρώπου από την ανάγκη της απολύτου εξαρτήσεως από ολοκληρωτικές δομές (βλέπε: κόμμα, δημόσιο, θρησκευτικό δόγμα, συντεχνία κ.τ.λ.) για να επιβιώσει.
Αν η ταύτιση (κοινωνικά) υποκειμένου - αντικειμένου έχει συνδεθεί με τον ολοκληρωτισμό, η εξάρτηση του υποκειμένου από το αντικείμενο οδηγεί σε τάσεις αυτοκτονικές, λόγω ενός πάθους αοράτου που πηγαίνω - έρχεται, σμιλεύοντας την σχιζοφρένεια της υπερβολικής καταναλώσεως των πάντων· εντέλει και του υποκειμένου.
Η ανάπτυξη (από τα κάτω) του καπιταλισμού βασίζεται στην δημιουργία ονείρων και στην, δι αυτών, παράσυρση των μαζών στην υπέρ - κατανάλωση, σε μέγεθος του φτάνει ως την κρίση - ως την καταστροφή. Γιαυτό, δεν φταίει η ελευθερία - για να δημιουργηθεί κατανάλωση χρειάζεται χειραγώγηση των μαζών και η καθοδήγηση των μελών αυτών στο να καταναλώνουν: σε εποχές ειρήνης αυτό το αναλαμβάνει η διαφήμιση και σε καιρό πολέμου (και τότε υπάρχει κατανάλωση - αυτή: των όπλων και του ανθρώπινου δυναμικού) η προπαγάνδα.

Η ελευθερία περιέχει και την ελευθερία της επιλογής· και την δυνατότητα ακολουθίας που δίδεται στο υποκείμενο· αυτό προ - υποθέτει: παιδεία και ανάπτυξη της αυτονόμου σκέψεως κάθε ανθρώπου. Είναι δύσκολο πράγμα η ελευθερία, και δεν είναι κάτι το συμβολικό που το επικαλούνται κάποιοι για να κρυφτούνε στην πραγματικότητα  πίσω από αυτό, συνεχίζοντας, ταυτόχρονα, να διατηρούν τις υποκριτικές τους θέσεις, αλλά: οι αξίες μας, οι επιλογές μας, η ίδια η ζωή.
Απόστολος Βεργής

Από το μυθιστόρημά μου: Δανάη

Αντίκρισε έναν άνθρωπο διαφορετικό απέναντί της. Έναν άνθρωπο που δεν είχε καμία σχέση με τον νεαρό που είχε συνευρεθεί πριν δυο ημέρες: Κοντά στα εξήντα, όχι χονδρός, με λίγη φαλακρίτσα και με τα λιγοστά του τα μαλλιά να 'ναι ψαρά... Φορούσε ένα πανάκριβο κοστούμι και στα χέρια κρατούσε μια τσάντα φίρμας, χρώματος καφέ: Επιχειρηματίας, τραπεζικός  ή άνθρωπος υπουργείου... Η Δανάη προσπαθούσε να καταλάβει  “τι ρόλο έπαιζε” αυτός ο άνδρας από το στιλ, από το φέρσιμό του, απ' την φάτσα. Αμέσως τον αντιπάθησε. Ακόμα και το μίλημά του είχε κάτι το απότομο μα και συγχρόνως υποκριτικό που την έκανε να ταραχθεί. Όμως έπρεπε να τον ακολουθήσει στο δωμάτιο και στις ορέξεις του να υποταχθεί ως πόρνη, ως μια γυναίκα “εξυπηρετήσεως” εκείνου. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον αποφύγει, γιατί, στην ουσία,  ήθελε να την κάνει και αυτή την δοκιμή· προσπαθώντας να εξαντλήσει ακόμα και την τελευταία της ελπίδα.
Ανέβηκαν... Εκείνος προσπαθούσε να δείχνει ευγενικός, να κρύβει ότι βαρβαρότητα υπήρχε στην ψυχή του. Οι “περιορισμοί” που έγραφε στην “αγγελία” της η Δανάη, λειτουργούσαν ως φρένο. Στο δωμάτιο εκείνος πήγε αμέσως στο μπάνιο και η Δανάη γδύθηκε, μένοντας να τον περιμένει στο κρεβάτι. Όταν εκείνος βγήκε από το μπάνιο, βγήκε γυμνός και περήφανος για τα σπουδαία του “προσόντα”, που πραγματικά, την ηλικία του την ξεπερνούσαν... Κείνο, όμως,  από επάνω του, το αποκρουστικό, δεν έλεγε να φύγει· κι ήταν και τα αγγίγματά του, αδέξια και βίαια – κάποια στιγμή η Δανάη του έκανε νόημα να μην την σφίγγει, καθώς είχε αρχίσει να πονάει.
Πραγματικά, ήταν απαίσιος. Επέλεγε “στάσεις”  που έκανα την Δανάη να αισθάνεται μειονεκτικά κι ούτε μία στιγμή δεν έδειξε να νοιάζεται για την ικανοποίηση κι εκείνης. Έπρεπε να τον υπομείνει. Έπρεπε μαζί του να κολυμπήσει σε μια λίμνη ερωτικού υποβιβασμού, καθώς τα λόγια που της έλεγε κατά την “πράξη”  ξεπέρναγαν την προστυχιά κι έφταναν ως τον εξευτελισμό της ως γυναίκα. Αυτά τα λόγια του την έκαναν τελικά να αισθανθεί την πιο μεγάλη αηδία ... Μετά κάποια λεπτά έκλεισε τα μάτια της κι άρχισε να μετράει. Να μετράει μέχρι που εκείνος τέλειωσε, βρίζοντας και προσπαθώντας να της δείξει ότι ήταν “εξουσία”. Φρόντισε δε να τελειώσει προσπαθώντας να την “βρει” στο πρόσωπο, να την “βρομίσει”, να την κάνει να αισθανθεί “μαγαρισμένη”... Και η Δανάη ένιωσε ακριβώς αυτό: “μαγαρισμένη” - αμέσως έτρεξε, για να πλυθεί, στο μπάνιο, να βγάλει από πάνω της την βρώμα... Και αν από το πρώτο της το πείραμα  είχε κερδίσει κάτι· εκείνο το απόγευμα ειχ' αισθανθεί πραγματικά το τι θα πει πορνεία...
Εκείνος, φεύγοντας, της πέταξε τα χρήματα επάνω στο κρεβάτι, αρκούμενος να πει μονάχα ένα : “καλή είσαι”... Ναι, ήταν καλή, ήταν πολλή καλή, ήταν πολλή καλή για κείνον. Τόσο καλή που δεν του άξιζε. Τόσο καλή που της άξιζε ένα μονάχα πράγμα: η αγάπη.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

Από το μυθιστόρημά μου: Δανάη


Αγάπη δεν υπήρχε πουθενά. Αυτό φάνηκε μετά το τέλος... Η χημεία που υπήρξε μεταξύ τους οφείλονταν σε ανάγκες τους κοινές και σε μια αόρατη εκτίμηση που είχε αναπτυχθεί ενστικτωδώς από τον ένα προς τον άλλο. Είχε αισθανθεί μόνο την ηδονή – πιο σωστά, είχε αισθανθεί μέρος της ηδονής, συν την επαφή της μ' ένα κορμί νεανικό, ένα κορμί που δεν τολμούσε, μέχρι τότε, ούτε καν να ονειρευτεί, όντας φυλακισμένη στις μέχρι τότε συντηρητικές επιλογές της. Η στιγμή που εκείνος “τέλειωσε” επάνω της γύριζε στο μυαλό της διαρκώς. Γύριζε και την ερέθιζε:Ένας νέος άνδρας είχε τελειώσει πάνω της, όντας ερεθισμένος από 'κείνη – από τα χάδια της, απ' τα φιλιά της.  Αυτό της έδειχνε ότι ο πειραματισμός της είχε κάποια αξία... Αυνανίστηκε σκεπτόμενη όλα αυτά, σκεπτόμενη την διαδικασία που 'χε προηγηθεί εκείνο το απόγευμα, Ο αυνανισμός της έγινε αυθόρμητα καθώς το χέρι της βρέθηκε να ακολουθεί τον δρόμο απ' τις σκέψεις της, τον δρόμο της ψυχής της. Και η ψυχή της συνέχιζε να αποζητά ελευθερία. Συνέχιζε να αποζητά ελευθερία κι ηδονή – στο βάθος αυτό που αποζητούσε ήταν η αγάπη, γιαυτό κι ο οργασμός εκείνου του αυνανισμού της, ήταν πιο ισχυρός από τον οργασμό του απογεύματος, γιατί, πια μέσα στον κόσμο του μυαλού της υπήρχε κι ελευθερία και αγάπη (αγάπη για την ίδια)· μιας και το μυαλό δεν φυλακίζεται ποτέ, αλλά, βρίσκει τους τρόπους και παράγει διαρκώς ιδανικά και όμορφες εικόνες.
Ο οργασμός της το απόγευμα, ήτανε οργασμός “επαφής”. Ο βραδινός της οργασμός ήτανε οργασμός “ψυχής”· κι αυτή η διάκριση αποτελούσε ένα από τα συμπεράσματα εκείνης της ημέρας. Πήρε στην αγκαλιά της ένα μαξιλάρι, το έβαλε ανάμεσα στα πόδια της. Γύρισε απ' την άλλη τη μεριά. Κοίταζε για αρκετή ώρα το ελάχιστο φως - υπόλοιπο από τα φώτα της πόλεως που έμπαινε από το μισάνοιχτο παράθυρο στο δωμάτιό της, τρυπώντας τις ημιδιάφανες κουρτίνες. Κοίταζε το φως κι έψαχνε μέσα του το δικό της. Έψαχνε το δικό της φως, έψαχνε την δύναμη που της έλειπε – την δύναμή της.
Η αγάπη είναι η πιο μεγάλη δύναμη που υπάρχει στον κόσμο. Ο έρωτας όταν βγαίνει μέσα απ' την αγάπη, ειν' ίσως, το πιο σπουδαίο, το πιο απόλυτο όπλο που 'χει ποτέ εφευρεθεί.: Όπλο αντοχής, όπλο δυνάμεως, όπλο μαγείας: ένα μαγικό μαχαίρι που όταν  εμφανίζεται κόβει και ακόμη και τον πλέον δυσεπίλυτο δεσμό... Σαν όμως δεν υπάρχει η αγάπη, ο έρωτας γίνεται ένα μαχαίρι δίκοπο, ένα μαχαίρι – απειλή για τις ρομαντικές κι ευαίσθητες ψυχές, ένα μαχαίρι – απειλή για τους ονειροπόλους.
Με ένα τέτοιο μαχαίρι πειραματιζόταν η Δανάη. Πάντα υπήρχε ο φόβος να γυρίσει πάνω της απ' ένα λάθος. Ένα λάθος δόσιμο ψυχής σε πελάτη, μια λάθος εκτίμηση, μια λάθος στιγμή, θα μπορούσε να φέρουνε για 'κείνη την καταστροφή. Είχε βέβαια πάρει το ρίσκο, μα , μέσα της έβραζε και είχε μοιραστεί ανάμεσα, στην  πράξη και στην αναζήτηση, ανάμεσα στο ένστικτο και την λογική, ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ανάγκη της να μάθει την  αγάπη και τον έρωτα και να τα έκανε να είναι ένα πράγμα.
Πειραματίζονταν όμως μόνο στον έρωτα και στον ερεθισμό που της προκαλούσε. Στην πορνεία ίσως είχε βρει μια λύση – δεν ήτανε όμως αυτό που ζητούσε. Παρ – όλα αυτά, όμως, συνέχιζε, και θα συνέχιζε μέχρι εντός της να αρχίσει να υπάρχει για την πορνεία μια απέχθεια – κι αυτό θα γινόταν μοναχά πηγαίνοντας απ' εμπειρία σ' εμπειρία.
Απόστολος Βεργής

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2015

Από το μυθιστόρημά μου Δανάη


Πριν λίγο είχε ανοίξει το καρτοκινητό: το καρτοκινητό του πειραματισμού, το καρτοκινητό της αμαρτίας· ή μήπως το καρτοκινητό της απευθέρωσής και της επιστροφής της. Ποιας επιστροφής; Μήπως μίας επιστροφής στα παιδικά της χρόνια. Σταμάτησε σε μια καφετέρια που ήταν στο ισόγειο ενός μεγάλου εμπορικού κέντρου. Χώθηκε ανάμεσα στους  άγνωστους. Έπιασε το πιο απομακρυσμένο απ' τα τραπέζια που βρίσκονταν μπροστά στο τζάμι. Ήξερε ότι κι εκείνη τη φορά  την ακολουθούσαν κάποια μάτια. Δεν την πείραξε. Ήδη βημάτιζε προς την απελευθέρωσή της. Φορούσε ένα μακό μακρύ φόρεμα, που είχε τεράστια σκισίματα δεξιά κι αριστερά και άφηνε να διαγράφονται επάνω του τα πάντα. Δεν φορούσε εσώρουχα. Το έκανε αυτό για πρώτη της φορά, ξεκινώντας ουσιαστικά τους πειραματισμούς της. Άραγε, παρατηρώντας την, πόσοι να καταλάβαιναν ότι δεν φόραγε εσώρουχα; Τι να σκεφτόταν; Ότι ήταν μία νυμφομανής; Ότι ήταν μια πόρνη;  Ή ότι ήτανε μια από τις καινούριες σταρ που συνηθίζουνε να κάνουν κάτι τέτοια. Μέχρι να της φέρουν τον καφέ χάζευε το καρτοκινητό.  Τον καφέ, της τον έφερε μια σερβιτόρα που ήταν κι εκείνη όμορφη – έδειχνε και πιο όμορφη  μέσα στην στολή που φόραγε εκείνη την ημέρα. Της έκανε ένα κοπλημέντο. Εκείνη την ευχαρίστησε  και έφυγε χαμογελώντας.
Βρέθηκε ξανά μέσα στην μοναξιά της. Έπεσε και πάλι στο πηγάδι με τα συναισθήματα που ήτανε ο ίδιος της ο εαυτός. Σταύρωσε τα πόδια της. Το μάκρος του φουστανιού της την προστάτευε από την άμεση έκθεση του ιερού της του σημείου. Μια διαπίστωση που είχε κάνει ήταν πως η υπόνοια στον έρωτα είναι πιο ερεθιστική από την έκθεση την απευθείας. Αυτό το λίγο που λείπει, που κρύβεται, είναι αυτό που συμπληρώνεται από την φαντασία, είναι αυτό που φτιάχνει το “ιδανικό”, είναι αυτό που βοηθάει τον ερεθισμό, είναι αυτό που προσωποποιεί το όνειρο, παράγοντας την ηδονή, παράγοντας τον πόθο. Κι έπειτα έρχεται και βρίσκεται παντού η φαντασία κορυφώνοντας την στιγμή, φτιάχνοντας οργασμούς,  ανοίγοντας τον χρόνο.
Το μεσημέρι πλησίαζε. Προσπαθούσε να παραμένει ψύχραιμη και να μη δείχνει την όποια αγωνία της – να μην την δείχνει και στον ίδιο της τον εαυτό. Πρώτη φορά είχε κάνει έρωτα μ' έναν εξ ίσου άπειρο με εκείνη νεαρό. Ήταν κάτι το στιγμιαίο σε εποχή διακοπών. Είχε νιώσει καλά μα δεν συνέχισε. Άλλωστε δεν άργησε να παντρευτεί και έκτοτε ο μοναδικός άνδρας με τον οποίο έκανε έρωτα ήταν ο σύζυγός της. Έτσι ήταν τότε... Κι ήταν σαν χθες κι ήταν σα να μην είχαν περάσει χρόνια... Ή μήπως είχαν περάσει; Ίσως.  Αισθάνονταν ότι πλησίαζε η αλλαγή – μια αλλαγή που στην αρχή της θα την έβρισκε με λίγες μόνο “εμπειρίες”.
Κοίταξε τα χέρια της. Το δέρμα της ήταν βελούδινο, είχε μια τρυφερότητα όμοια με την τρυφερότητα που την ανάγκη της την είχε η ψυχή της. Θα έβρισκε την τρυφερότητα μες στην πορνεία; Φαντάζονταν διάφορα. Φαντάζονταν πελάτες όμορφους κι ευγενικούς, νέους ή μεγαλύτερους... Μα και ο σύζυγός της ήταν ευγενικός. Ναι, ήτανε  όμως κι αδιάφορος. Αδιάφορος, όχι στο να την πάρει και να πάνε κάπου, αδιάφορος για την ίδια, για τις ανάγκες της, για τρυφερότητα, για αγκαλιά,  για την στοργή πουυ τόσο της ήταν αναγκαία, που τόσο λαχταρούσε, που τόσο ονειρεύονταν.
Απόστολος Βεργής

Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

ΑΠΕΙΚΟΝΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΘΕΙΟ

Γιατί στις μονοθεϊστικές θρησκείες ο θεός είναι απρόσωπος; Είναι απρόσωπος για τον καθένα; Τείνω προς το όχι. Δεν τείνω - είμαι σίγουρος. Σε ταξίδια μου στην επαρχία, ερχόμενος σε επαφή με λαϊκούς ανθρώπους και ειδικά με κάτι απίθανες γιαγιάδες, όταν έκανα το ερώτημα: Πώς είναι ο θεός; Λάμβανα και απαντήσεις που τον προσωποποιούσαν (και μάλιστα, συνήθως, ως άνδρα). Γιατί ως άνδρα; Μήπως ως σύμβολο δυνάμεως; Πιθανότατα γιαυτό το λόγο. Και γιατί ως πρόσωπο - ως ανθρώπινο πρόσωπο; Μήπως λόγω της διαφορετικότητας των ανθρώπων μέσα στην φύση που υπάρχει λόγω σκέψεως και λόγω αντιλήψεως; Σαφώς... Επικαλούμενος τον Κ. Καστοριάδη, συμπλέω με την ιδέα ότι ορίζουμε τα πάντα γύρω μας μέσω της φαντασίας. Και το απρόσωπο του θείου των μονοθεϊστικών θρησκειών οφείλεται στην ανικανότητα ελέγχου της φαντασίας, με αποτέλεσμα την απαγόρευση των απεικονίσεων του - αυτό οδήγησε τους Άραβες (ειδικά στην νότια Ισπανία), μη έχοντας υλικό για να απεικονίσουν, να στολίσουν τα τεμένη τους με απίθανα ζωγραφικά στολίδια βγαλμένα από την φύση, αλλά και την γεωμετρία (καθόλου τυχαίο): τα περίφημα αραβουργήματα. Θα έλεγα ότι αυτά τα σχέδια αποτελούν παράκαμψη της απαγορεύσεως κι απεικονίζουν τον θεό ως το τέλειο... όπως δηλαδή θα έπρεπε να είναι. Είναι;
Μπορεί το θείο να μην είναι το τέλειο και στην πραγματικότητα να είναι μια απεικόνιση του ανάρχου της ζωής, όμως, κανείς δεν επιτρέπεται να μας απαγορεύει να ονειρευόμαστε το τέλειο! Να ονειρευόμαστε; Κι εδώ η φαντασία; Ναι, γιατί η φαντασία είναι το έσχατο καταφύγιο της πραγματικής αλήθειας και το θεμέλιο της αντιλήψεώς μας για τα πάντα (σωστά ή λανθασμένα).
Η φαντασία των αρχαίων, ανατολικών λαών, μα και των αρχαιο - Ελλήνων, προσωποποιούσε το θείο, και μάλιστα πλουραλιστικά, έχοντας βρει και πάρει ένα άλλο δρόμο εξηγήσεων του άναρχου που διαχέεται μες στη ζωή μας. Έτσι σχεδιάστηκαν αντιφατικοί θεοί που κάλυπταν τα πάντα και προσωποποιήθηκαν (ως δομές), είτε σε απεικονίσεις (αγγεία κ.τ.λ.), είτε και ως αγάλματα κι αποδομήθηκαν με την γέννηση της τραγωδίας και την εμφάνιση όλων των αδυναμιών: Ο αρχαιο - Ελληνικός θεός στο μόνο που διαφέρει από τον ομηρικό ήρωα Αχιλλέα, είναι το ότι δεν έχει αχίλλειο πτέρνα και έτσι ειν' αθάνατος: Επέκεινα είναι αυτός που γεννά σοφία, δύναμη - γεννά και πανικό, γεννά και τέρατα, γεννά και λάθη...
Μιλώντας για το θείο και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, στην πραγματικότητα μιλάμε για τον άνθρωπο και την προσπάθεια του να αντικατοπτριστεί επέκεινα του ιδίου, την προσπάθειά του να πορευτεί στο ανεξήγητο και να εξιλεωθεί για την αδυναμία του να ξέρει, προσπαθώντας, έτσι, να καλύπτει τα κενά που υπάρχουν μέσα του λόγω μη γνώσης - καθόλου τυχαία η προσήλωση των απλοϊκών ανθρώπων στην θρησκευτικότητα (με την καλή και την κακή την έννοια), στους μύθους, στις δοξασίες, στα φαντάσματα, στα οράματα, στα παραμύθια· δεν είναι τυχαίο και το ότι στα μικρά παιδιά αρέσουνε πολυ τα παραμύθια, και δεν αρέσουνε απλώς, τα έχουνε ανάγκη.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

Από το μυθιστόρημά μου: Δανάη


Βρέθηκε κάπου στην ανατολή, βρέθηκε εκει περίπου πριν έναν αιώνα. Ήταν και πάλι ξαπλωμένη. Ήτανε ξαπλωμένη σε κρεβάτι σε δωμάτιο πολυτελούς ξενοδοχείου εποχής... Οι τοίχοι από το δωμάτιο ήτανε καλυμμένοι με ταπετσαρίες μπεζ, που είχαν πάνω τους χρυσά αστράκια χαραγμένα. Απ' έξω άκουγε αργόσυρτους αμανέδες που τους τραγούδαγαν λεπτόφωνα αγόρια. Άκουγε και λαό – και μάζα να διαβαίνει. Άκουγε και ήχους αγοράς και απ' το βάθος την φωνή ενός μουεζίνη να ξεκινά μιας προσευχή προς τον Αλλάχ, μόλις σταμάτησαν ν' ακούγονται οι αμανέδες. Στο δωμάτιο κυριαρχούσε το μετάξι και η μυρωδιά λεβάντας. Κι εκείνη αφουγκράζονταν την εξωτερική ζωή. Προσπαθούσε μόνο με την ακοή να καταλάβει τι συνέβαινε απ' έξω. Ήτανε μόνο, ήτανε μόνη στη ζωή. Ήτανε χρόνια μόνη στην ανατολή, κλεισμένη μέσα σε εκείνο το χρυσό δωμάτιο – κι ήταν δική της η επιλογή: Ήτανε η δική της η επιλογή: ο φόβος. Ο φόβος να επιχειρήσει να ανοίξει εκείνη την μεγάλη την παράξενη την πόρτα (με τα χρυσά τα πόμολα) του δωματίου. Άρχισε να τραγουδάει με βραχνή φωνή ένα δικό της αμανέ:
“Γεννήθηκα και κλείστηκα μες στη ζωή την άδεια
Δεν είδα πως αφρίζουνε και φεύγουν τα ποτάμια.
Γεννήθηκα και κλείστηκα μέσα σ' ένα δωμάτιο
Και δεν μπορώ έξω να βγω, ούτε να δω τον Άγιο.
Φοβάμαι τέτοια την στιγμή, αν θα την δω να έλθει
Φοβάμαι να βρεθώ εμπρός στα παιδικά μου πένθη.”
Τραγούδαγε και δάκρυζε – κι αυτό θα πει ανατολή: δάκρυα, απουσίες, αναθέματα και χρόνοι που αργούν. Χρόνοι που καθυστερούν, γιατί στο βάθος κάποιος χάροντας παραμονεύει  - και ευτυχής αυτός που θα αργήσει να τον δει και να τον συναντήσει. Σταμάτησε να τραγουδά. Ο μουεζίνης είχε σταματήσει να προσεύχεται κι αυτός. Ακούστηκαν ήχοι από πέταλα αλόγων και έπειτα φωνές και οιμωγές ανθρώπων. Ανθρώπων άγνωστων . Ανθρώπων που πληρώναν ένα πάθος τους – μπορεί να το 'λεγαν αυτό ελευθερία. Κι εκείνη δεν ήξερε... Δεν ήξερε, όπως δεν ξέρουν τι συμβαίνει γύρω τους δισεκατομμύρια απλών ανθρώπων... Δεν ήξερε τι συνέβαινε γύρω της, δεν ήξερε τι συνέβαινε μέσα της: αυτές οι δύο άγνοιες συνέθεταν τον φόβο. Αυτόν τον φόβο που παρενέβαινε διαρκώς και δεν την άφηνε την πόρτα να ανοίξει.
Άρχισε να κλαίει. Έκλαψε πάνω στο κρεβάτι του ξενοδοχείου, έκλαψε και πάνω στο κρεβάτι που κοιμόταν καθημερινά. Έκλαψε στην Κωνσταντινούπολη του 1915, έκλαψε στην Αθήνα του 2015. Κι ήταν η ίδια. Η ίδια και η μοναξιά που ένιωθε, η μοναξιά που την ταξίδευε, η μοναξιά που μετέτρεπε το Είναι της σε ανατολή, που την μετέτρεπε σ' αντίκρισμα του πρώτου του φωτός από κάθε πρωί, που την μετέτρεπε να μάρτυρα της στιγμής που φτιάχτηκε ο κόσμος.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Σάββατο 11 Ιουλίου 2015

Από το μυθιστόρημά μου: Δανάη


Παλιά σε τέτοιες περιπτώσεις οι γυναίκες παραιτούνταν. Κλείνονταν σπίτι. Αποδεχόταν τον ρόλο τους, περιμένοντας το τέλος... Την σήμερον ημέρα;  Σ' αυτή εδώ την εποχή τα πράγματα αλλάζουν. Αλλάζουν μεν, αλλά με σύστημα: μπρος – πίσω· και μπόλικη υποκρισία, φυσικά... Και βέβαια το να χριστεί κανείς επαναστάτης εμπεριέχει μέσα του και ρίσκο – ρίσκο προσωπικό, κι αυτό το ρίσκο όποιος επιχειρεί πρέπει να το αναλαμβάνει· διαφορετικά ειν' ένα τίποτα, μία ελάχιστη αξία. Ο επαναστάτης πρέπει να είναι έτοιμος να λοιδορείθει, να τον απαρνηθούν ακόμα και οι δικοί του ή και να τους απαρνηθεί κι αυτός· πρέπει να είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει  ακόμα και τον ισχυρότερο τον πόνο που υπάρχει· πρέπει μα ξέρει πως μπορεί και να πεθάνει – κι ίσως να μην δικαιωθεί ποτέ. Όμως αν ειν' πραγματικός οφείλει να τολμήσει. Οι τραγικοί άνθρωποι είναι συνήθως επαναστάτες που δεν τόλμησαν ή, επαναστάτες που πήραν τον αντίθετο το δρόμο τελικά. Γιατί ο  επαναστάτης, δίνει την πρώτη του μεγάλη μάχη με τον ίδιο του τον εαυτό, με την συνείδησή του. Κι επαναστάτης ειν' ο καθένας μας, κάθε φορά που έρχεται και για κείνον η στιγμή να κόψει έναν “ Γόρδιο Δεσμό” και το τολμάει – τολμάει να απαρνηθεί τα ψέματα και να δημιουργήσει την αλήθεια. Γιατί επαναστάσεις υπάρχουν και μεγάλες και μικρές – και πολύ μικρές, προσωπικές, όπως κι αντι – επαναστάσεις, που είναι καταστάσεις προσαρμογής στην ηθική και στα ζητούμενα μίας ζωής συμβατικής, μιας καταπίεσης που σου λεν : “απόλαυσέ την”, αφού να τη ξεπεράσεις δεν μπορείς...
Απόστολος Βεργής

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2015

Από το μυθιστόρημά μου: Δανάη

Από το μυθιστόρημά μου: Δανάη
Εκείνο το πρωί ήτανε μόνη. Εκείνη και το πάρκο. Εκείνη και η αντανάκλαση του ίδιου της του εαυτού. Ήξερε ότι μετρούσε σαν γυναίκα. Ήξερε ότι ήταν όμορφη. Ήξερε πως σαν έβγαινε έξω, πιο αργά,  θα κέντριζε θα βλέμματα των ανδρών με το παρουσιαστικό της. Τα όνειρά της, όμως, ήταν διαφορετικά. Είχανε μέσα τους ψυχή, ζητούσαν προετοιμασία, ζητούσαν το ταξίδι, πριν ανοίξουνε τα παράθυρά τους στη ζωή, πριν να ανοίξουνε τα παράθυρα τους  σ' έναν έρωτα που θα την τράνταζε κι ίσως σε μια αγάπη. Ήτανε μόνη και είχε αφεθεί στο χάδι της ψυχρής, της φθινοπωρινής της αύρας. Ένιωθε αναστατωμένη. Κοίταζε γύρω της, ήθελε να “πιαστεί” αλλά ντρεπόταν. Ντρεπόταν και η ντροπή της έβγαινε από την υποψία πως μπορούσε κάποιος να την δει – βέβαια τα μόνα που μπορούσαν να την δουν ήταν τα δέντρα απ' το πάρκο. Ναι, ντρεπόταν ακόμα και τα δέντρα – ντρεπόταν, πραγματικά, τον εαυτό της, και η αλήθεια η ωμή ήταν αυτή μονάχα. 
Σηκώθηκε απότομα απ' την καρέκλα που καθόταν. Πήρε στα χέρια της την κούπα με τον καφέ, ρούφηξε ως και την τελευταία την σταγόνα. Μπήκε στο σαλόνι της. Έκλεισε πίσω της την μπαλκονόπορτα – τράβηξε τις κουρτίνες. Κοίταξε όλο το δωμάτιο. Η διακόσμησή του έδειχνε πιο μουντή, μιας και μειώθηκε το φως... Τα πάντα της φάνηκαν μουντά, το δωμάτιο της θύμιζε μαυσωλείο. Και ο νεκρός; Ο νεκρός ή η νεκρή; Ακούμπησε στο σώμα της τα χέρια – ήταν ζωντανή! Ζωντανή, ως τι; Ως κορμί; Ως άνθρωπος; Μα, ειν' ο άνθρωπος μόνο κορμί; Μα ειν' ο έρωτας μονάχα επαφή της σάρκας; Ποιος το ορίζει; Ποιος το αποφασίζει; Ακουμπώντας το κορμί της το ένιωσε παγωμένο. Κρύωνε... Δεν είχε πυερετό, ούτε και η θερμοκρασία στο δωμάτιο ήταν πολύ πεσμένη... Κι όμως κρύωνε... Κι όλο αυτό το κρύο έβγαινε απ' τις αναμνήσεις της, μέσα από την καθημερινή της τη ζωή, μέσα από τις αντιθέσεις των ονείρων της, μέσα απ' την ψυχή της, δηλαδή... Γιατί αυτό είναι ψυχή: μία αποταμίευση όλων των παραπάνω: μία αποταμίευση που πρέπει να παράξει αποτέλεσμα, κι αυτό να γράφεται καθημερινά στις πρώτες μας τις σκέψεις... 
Περπάτησε για λίγο αναστατωμένη στο δωμάτιο. Ήταν αναποφάσιστη. Πήγε στην μπαλκονόπορτα ξανά. Με το δάχτυλό της έκανε στις κουρτίνες μια χαραγματιά, κοίταξε προς το πάρκο: μια τελευταία ματιά, μία αναπνοή... και πάλι πίσω στο δωμάτιο και πάλι ...πάνω κάτω... Στάθηκε μπροστά στον καναπέ. Στάθηκε μπροστά στις ενοχές της. Στάθηκε μπροστά σε ένα ιδιόμορφο εκτελεστικό απόσπασμα... Στάθηκε μπροστά σε ένα δίλημμα: από τη μια οι τύψεις της, από την άλλη το ζητούμενο μιας ολόκληρης ζωής: η ελευθερία... Ξάπλωσε πάνω στον καναπέ. Κατέβασε το φερμουάρ της φόρμας που φορούσε. Τα στήθη της ξεπρόβαλαν σαν μια αλήθεια. Κατέβασε το παντελόνι απ' την φόρμα, παραμέρισε το μικρό βρακάκι της... Το παγωμένο της κορμί απέκτησε μια παράξενη θερμότητα αμέσως. Ήταν σαν να επέστρεφε απ' την Αλάσκα ή απ' τη Σιβηρία, ήταν σαν να επέστρεφε από μια εξορία. Μια εξορία που την είχανε στείλει από όταν ήτανε μικρή, μια εξορία που τον ονόμαζαν: ηθικούς κανόνες.
Το χέρι της έγινε άνθρωπος. Το χέρι της έγινε ένας άνδρας. Άνδρας από τους δίχως πρόσωπο, κάτι που πλέον δεν την ένοιαζε – άκουγε μοναχά τα λόγια κάποιου ποιητή, λόγια που ένωναν το κορμί με την ψυχή της:
“Μουντό φως! Ρώγες που τις αγγίζει ο αέρας. Ρώγες που θήλασαν κάποτε δυο παιδιά – ρώγες που δεν θηλάσανε ερωτικά κανένα. Μουντό φως, κοιλιά που κάποτε είχε φιλοξενήσει δύο έμβρυα, κοιλιά που δεν φιλήθηκε ποτέ της. Τριχούλες  του αιδοίου κουρεμένες με μεγάλη προσοχή, έτσι που να ομοιάζουν με καρδιά, να ομοιάζουνε με την καρδιά σου, να ομοιάζουνε με τη αγάπη σου, με την αγάπη σου που έχει μαραζώσει... Τη  αγάπη σου που δεν μπόρεσες να χαρίσεις σε κανένα, έως τώρα εραστή, την αγάπη σου που επιστρέφει στην καρδιά σου, σαν ένα πελώριο και άκαμπτο καρφί, σαν μια απόλυτη απόφαση μιας θείας δίκης. Μουντό φως... η κλειτορίδα σου και τα γλυκά σου χείλη. Μουντό φως... το σημείο “τζι” και το νταβάνι από το δωμάτιο να σε πλακώνει... Ο σύζυγος, τα παιδιά, οι φίλοι, οι γνωστοί, η κοινωνία... Η παιδική σου σάκα, το τζιν που πρωτοφόρεσες και ήτανε σκισμένο. Του πατέρα σου το μαγαζί, τα μπλε τραπέζια, το μπλε το χρώμα, το νερό, η θάλασσα...η μοναξιά... Η μοναξιά – το κλάμα σου. Η μοναξιά – οι τύψεις σου. Η μοναξιά – οι εραστές που 'χουν τα πρόσωπα σβηστά. Η μοναξιά – το παράπονό σου. Η μοναξιά – τα παιδιά σου. Η μοναξιά – ο άνδρας σου. Η μοναξιά – οι νόστιμοι χυμοί του έρωτά σου. Η μοναξιά – το κενό. Η μοναξιά – το κενό. Η μοναξιά – το φως. Η μοναξιά – το μουντό φως. Η μοναξιά – οι κλειστές κουρτίνες. Η μοναξιά – ο οργασμός σου. Η μοναξιά – εσύ,  η ίδια η Δανάη... Κλειτορίδα, σημείο “τζι”: δυο ευλογίες που άργησε πολύ μα τις ανακαλύψεις... Δυο ευλογίες που σου  χαρίσ' ο Θεός, δυο  ευλογίες που 'χεις πάνω σου και που σε κάνουνε  γυναίκα.”...
Τέλειωσε την ερωτική της την στιγμή με δάκρυα στα μάτια, όντας ανακουφισμένη, όντας υγρή, όντας δυνατή, όντας ευαίσθητη, όντας απλώς...γυναίκα.
Απόστολος Βεργής

Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ



ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ
Εγώ είμαι: αυτός
Εγώ είμαι: ο άλλος
Βρίσκομαι σε μια άγνωστη πορεία αναζήτησης
Δυνάμεων επόμενων - δυνάμεων μεγάλων.
Είμαι ο εαυτός μου
Είμαι ότι μπορώ να κάνω ακριβώς -
Να κάνω και να πάθω
Να πάθω και να μάθω -
Ή «στο περιγιάλι που 'ρθαμε, ψάρι να μη βλογήσει»
Ή πιο σωστά: «στα δεξιά η θέληση, στ' αριστερά το δίκιο».
Γιαυτό κι φταίχτης ειμ’ εγώ
Όταν στον κόσμο τούτο
Χάνετ’ ένα παιδί νωρίς
Από ανθρώπων χέρια.
AΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015

Από το μυθιστόρημά μου: Δανάη


Από το μυθιστόρημά μου: Δανάη
Σεπτέμβριος. Μήνας μικρός – μεταβατικός. Το προηγούμενο το βράδυ είχε βρέξει ύστερ' από πολύ καιρό. Όμως το πρωινό ήτανε ηλιόλουστο. Βγήκε στην βεράντα του σπιτιού της. Ήταν μόνη. Οι άλλοι είχαν φύγει από νωρίς. Ο Ανέστης στο χρυσοχοείο, ο Ντίνος στο σχολείο και η Μαρία στο πανεπιστήμιο.
Μόνη της... Μόνη της μες στο πολυτελές της σπίτι. Στο σπίτι της; Στο δικό της σπίτι; Όχι. Δεν το ένιωθε πια δικό της. Αυτό που ένιωθε με σιγουριά ήταν ότι τελείωνε ένα κομμάτι της ζωής της. Ήταν σαν χθες που έμπαινε, για άλλη μια φορά, μέσα σ' αυτό το σπίτι, κρατώντας στην αγκαλιά της τον Ντίνο – βρέφος· και η μικρή Μαρία να την υποδέχεται μαζί με τον Ανέστη και ένα – δυο ακόμα συγγενείς, τρέχοντας γύρω της σαν ένα ζουζουνάκι. “Μεγάλωσαν πια τα παιδιά – την έχουν αυτή την κακή συνήθεια να μεγαλώνουν”, σκέφτηκε... Κι εκείνη, κοντά σαράντα, με παιδιά της παντρειάς. Μικροπαντρεύτηκε με τον Ανέστη. Λίγο το ότι ήταν ευκατάστατος, λίγο το ότι ήταν και γλετζές· την θάμπωσε... Θαμπώθηκε και του χάρισε τα πιο καλά της χρόνια.  “Ας είναι”, σκέφτηκε, “γίνανε τα παιδιά – δύο πολύ καλά παιδιά”...
Μόνη της στάθηκε στο μπαλκόνι και δέχθηκε την πρωινή δροσιά στο πρόσωπό της. Τα παιδιά στα μαθήματα, ο άνδρας στη δουλειά κι εκείνη μόνη της: Απόμαχη; Ταμένη; Άτυχη; Τυχερή; Δεν μπορούσε να καθορίσει το τι ήτανε αυτό που την αντιπροσώπευε εκείνη τη στιγμή. Καταλάβαινε όμως την αλλαγή: Την καταλάβαινε την μοναξιά, την καταλάβαινε από τις αποστάσεις που μεγάλωναν: Η απόσταση από τον  Ανέστη που όσο η κρίση προχωρούσε τον απορροφούσε όλο και πιο πολύ το άγχος της δουλειάς, είχαν περάσει και τα χρόνια και  απομακρυνόταν διαρκώς, παραχωρώντας απ' τον κενό του χρόνο πιο πολύ στους φίλους, στο ποτό και σε άλλες, προς εκείνη άγνωστες παρέες.... Η απόσταση από τα παιδιά μεγάλωσε τη μέρα, ακριβώς, που πέρασε στην Πάντειο η Μαρία. Η ίδια δεν είχε σπουδάσει, μιας κι έμπλεξε νωρίς – νωρίς στις οικογενειακές υποχρεώσεις. Έτσι της ήταν δύσκολο να κατανοεί τους προβληματισμούς της κόρης της· μια φορά προσπάθησε ν'  αρχίσει να διαβάζει κι εκείνη, ήτανε όμως πια αργά και τα παράτησε...
Την θαύμαζε την κόρη της, όπως θαύμαζε και όσους είχαν καταφέρει στη ζωή τους να σπουδάσουν, να μάθουν πράγματα, να γίνουνε σπουδαίοι. Κάτι που δεν έκανε η ίδια, δηλαδή... Κάτι που ήτανε αυτό που δημιουργούσε την απόσταση που 'χε απ' την Ειρήνη. Μία απόσταση που με τον καιρό μεγάλωνε και το 'χε καταλάβει. Αλλά και ο μικρός της Ντίνος πια, είχε γίνει κοτζάμ παλικάρι. Πήγαινε στο Λύκειο κι ήταν κι αυτός, τη μία στα διαβάσματά του, τη άλλη στα ποδόσφαιρα και στον αθλητισμό. Τουλάχιστον όμως της είχε αδυναμία κι εκείνα τα : “καλημέρα μαμά” ή “καληνύχτα μαμά”, συνέχιζε να της τα λέει με την ίδια τρυφερότητα που τα έλεγε μικρός. Ήτανε δε περήφανος γιατί – όπως έλεγε – είχε την πιο όμορφη μαμά μες στο σχολείο και οι συμμαθητές τον ζήλευαν γιαυτό. Ήταν απλά η ζήλια; Ή ήτανε οι εφηβικές φαντασιώσεις τους, οι πόθοι και ίσως τα υγρά τα όνειρα που έβλεπαν τις νύχτες;
Όπως και να 'χε η Δανάη ήτανε κάτι το ξεχωριστό· ήτανε όμορφη πραγματικά, πάντοτε προσεγμένη, πάντοτε μες στην μόδα, ντυμένη και χτενισμένη όμορφα, χωρίς υπερβολές, χωρίς περισσευάμενα φτιασίδια. Την φρόντιζε την εξωτερική της την εμφάνιση, της άρεσε το ωραίο και το υπερασπίζονταν με πάθος. Της άρεσε το ωραίο πάνω της, μα και στους άλλους. Έτσι είχε μάθει από μικρή, έτσι είχε μάθει απ' τη μητέρα της, που μπορεί και να  μην ήτανε και κάτι το σπουδαίο ( μία απλή νοικοκυρά), είχε όμως μες στην αισθητική της ως κάτι έμφυτο, κάτι που για να το αποκτήσουν άλλοι, έτρεχαν σε σχολές διακοσμήσεως, καλών τεχνών και άλλες τέτοιου είδους. Αυτό το κάτι  το κληρονόμησε από την μητέρα της η Δανάη και μεγαλώνοντας ήταν από τα λίγα που της είχε απομείνει και που το θεωρούσε ιδιοκτησία της. Αυτό το κάτι: το γούστο...
Αυτός ήταν ένας από τους λόγους για τους συνεχείς τσακωμούς της με τον Μαρία, μιας και εκείνη (μάλλον) είχε πάρει απ' τον πατέρα της και ήταν ένα ατημέλητο παιδί. Η Μαρία ντύνονταν σχεδόν σαν τις επαναστατημένεε κοπέλες της δεκαετίας του εβδομήντα. Μόνο αμπέχονο δεν είχε πάρει να φορέσει μέχρι τότε. Και η Δανάη απελπίζονταν κάνοντάς της συνεχώς παρατηρήσεις, τύπου: “κοιτάξου λίγο στον καθρέφτη, πώς θα βγεις έξω έτσι χάλια” και απ' την άλλη αισθάνονταν μια υπεροχή, βλέποντας , λόγω της δικής της προσεγμένης εμφανίσεως, να ελαττώνεται η απόσταση από την Μαρία, μπαίνοντας, έτσι, σε ένα ακαθόριστο και αστείο ανταγωνισμό, σ' ένα παιχνίδι που δεν ήταν η Μαρία ο αντίπαλος, που ο αντίπαλός της ήταν ο ίδιος της ο εαυτός, ήταν το ίδιο της το Είναι. Το Είναι της και ο χρόνος. Ο χρόνος και η ματαιότητα που κρύβεται εντός αυτού.
Έλειπαν όλοι... Τη έλειπαν...  Είχανε γίνει παρελθόν, έστω για λίγο. Το μεσημέρι – το απόγευμα, θα γύριζαν, όμως εκείνη την στιγμή είχανε γίνει παρελθόν. Παρελθόν ως δοκιμή – ως μια πορεία εντός το μέλλοντος, εντός της μοναξιάς, εντός της απομόνωσης λόγω φυγής των άλλων. Γύρισε στην κουζίνα της. Έπλυνε τα πιάτα από το πρωινό. Τα πιο πολλά ψωμιά, μαρμελάδες, βούτυρα είναι απείραχτα – πάνε οι εποχές που έπαιρναν όλοι μαζί το πρωινό, πια οι άλλοι τρεις (για τους δικούς του λόγους ο καθένας) έφευγαν σαν κυνηγημένοι για τους πρωινούς τους προορισμούς. Σαν κυνηγημένοι; Ή σα να ήθελαν κάτι να αποφύγουν; Ή σα να ήθελαν να αποφύγουν κάποιον από τους άλλους; Ή σα να ήθελαν να αποφύγουν και τον ίδιο τους τον εαυτό; Έτσι τον τελευταίο τον καιρό, ρουφούσαν στα γρήγορα λίγο από καφέ ή από τσάι και διασκορπίζονταν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, ή για δουλειές, ή για μαθήματα, ή για ικανοποίηση των πόθων των δικών τους. Εκείνη όμως, όπως έκανε συνεχώς είκοσι χρόνια, συνέχιζε να στήνει καθημερινά το τραπέζι που πρωινού για όλους, έτσι, για τη τιμή των όπλων... 
Τέλειωσε με το πλύσιμο των πιάτων. Ανέβηκε στα δωμάτια για να τα συγυρίσει. Του Ντίνου το βρήκε, όπως πάντα, στην εντέλεια· της κόρης της σε μαύρο χάλι. Τελείωσε και από 'κει. Το παστίτσιο το είχε έτοιμο από το προηγούμενο το βράδυ – τελευταία έπαιρναν και απ' έξω φαγητό, μιας και η οικονομική κατάστασή τους το επέτρεπε ακόμη. Εκείνης της άρεσε να μαγειρεύει, να περιποιείται την οικογένειά της, όμως, με τον καιρό, η όρεξή της είχε κάπως ατονίσει. Έτσι υπήρχαν μέρες που βολεύονταν με το “απ' έξω”  - παραδόξως, ουδείς της ζήτησε τον λόγο για αυτό, άλλωστε, οι πιο πολλοί από τους τρεις συνήθως γύριζαν απ' έξω αρκετά αργά και ήταν φαγωμένοι.
“Κρασοπουλειό είχε ο πατέρας της και ζούσε μέσα στους μεζέδες. Όμως, το φαγητό του το έτρωγε στο σπίτι πάντα. Κι ας ήτανε να κατεβεί  και πάλι στη δουλειά – άλλοι άνθρωποι και άλλες εποχές...”, είχε κάποτε σκεφτεί, καθώς βρισκόταν μόνη στο τραπέζι. Βγήκε στη βεράντα: το μέρος που τον τελευταίο τον καιρό φιλοξενούσε όλες τις σκέψεις του κι όλα τα όνειρά της. Πριν βγει, στάθηκε πίσω από την μπαλκονόπορτα. Άνοιξε τις κουρτίνες και “πρόβαρε” θέσεις πιθανές, για να υποδεχόταν την καρέκλα και το μικρό της τραπεζάκι, στις κρύες μέρες του χειμώνα που θα ρχόταν. Για ένα πράγμα αισθανόταν τυχερή: ότι απέναντι από την μονοκατοικία που διέμενε με την οικογένειά της τα τελευταία χρόνια, υπήρχε ένα μεγάλο πάρκο – η θέα του και μόνο, την ηρεμούσε, της άλλαζε διάθεση αμέσως, δεν την επέτρεπε διολισθήσεις προς την απελπισία, γίνονταν κοινωνός των σκέψεών της, γίνονταν άνθρωπος κανονικός που την συντρόφευε τις στιγμές που την ξεχνούσανε οι άλλοι. Δεν έμεινε στο μπαλκόνι για πολύ, μιας κι ανακάλυψε πως είχε ξεχάσει να πάρει την κούπα του καφέ μαζί της. “ Α, στο καλό! Ντιπ αφηρημένη είμαι πάλι”, σκέφτηκε και γύρισε στην κουζίνα. Η κανάτα με τον Γαλλικό είχε ακόμη μέσα αρκετό – δεν χρειαζότανε να κάνει άλλο... Γέμισε την κούπα της και κίνησε ξανά για την βεράντα. Σκέτο καφέ, χωρίς τσιγάρο πια... Χωρίς, γιατί μέσα του δεν έβρισκε τίποτε... Ποια παρηγοριά; Όλα ήταν  ένας μύθος, και οι μύθοι είναι κατάλληλοι μοναχά για να εξηγούν τα ανεξήγητα, εκλαϊκεύοντας τα. Η Δανάη πια, δεν ήθελε ελαικεύσεις, ήθελε λύσεις, ήθελε την αλήθεια, ήθελε την αλήθεια μιας καινούριας της ζωής, ήθελε να βρει ξανά τον εαυτό της. Και έτσι το έκοψε, “μαχαίρι” το τσιγάρο. Κάποιες από τις φιλενάδες της, της είπανε ότι μπορεί να έπαιρνε χωρίς αυτό κιλά... Μύθος... Ένας ακόμη μύθος... Η Δανάη συνέχιζε να είναι όπως ήταν...
Κάθισε... ο ήλιος είχε ανέβει  πιο ψηλά. Πριν καθίσει κατέβασε την τέντα παρακάτω, προβλέποντας την κίνησή του, φροντίζοντας να μην τον έχει μέσα στα δυο της μάτια. Χτύπησε το κινητό της. Ήταν ο Ντίνος. “Δεν πρόλαβα μαμά  σήμερα να σου πω από κοντά την  καλημέρα. Μαμά καλημέρα! Σ' αγαπώ !”, της είπε. “Κι εγώ σ' αγαπώ παιδάκι μου! Καλημέρα και να προσέχεις”, του απάντησε κι ύστερα έκλεισαν τα τηλέφωνά τους και οι δυο. Χαμογέλασε... “Τουλάχιστον το αγόρι μου ακόμα με θυμάται, έστω και τηλεφωνικά”, σκέφτηκε πίνοντας λίγο απ' τον καφέ της. Και μετά πήγε στο παρελθόν και μετά έγινε πάλι νέα. Έγινε μια μαθήτρια ξανά. Έγινε μια μαθήτρια που γύριζε απ'  το σχολείο. Όπως όταν ήτανε μικρή. Τότε, που πριν ανέβει στο σπίτι, περνούσε από του πατέρα  της το μαγαζί που ήταν στο ημιυπόγειο. Ο πατέρας της είχε στήσει  το κρασοπουλειό στο ημιυπόγειο από το πατρικό του σπίτι. Ήτανε το πιο γνήσιο κρασοπουλειό που υπήρχε στην μικρή τους πόλη. Μετά γίνανε της μόδας τα τσιπουράδικα, μα τότε ο πατέρας της ήταν συνταξιούχος.  Τα πάντα ήταν εκεί μέσα πεντακάθαρα· άλλη μία  απόδειξη  για το ότι η αγάπη της για το ωραίο και την τάξη, ήτανε κάτι γονιδιακό. Στο βάθος υπήρχαν τα δυο μεγάλα τα βαρέλια (ένα για το λευκό κρασί και ένα για το κόκκινο) – τα κρασιά ήταν δικά τους (ντόπια), κι ήταν αυτά που βασιζόταν πάνω τους του μαγαζιού η φήμη. Ναι! Το καλό κρασί και η καθαριότητα ήτανε το κεφάλαιό τους. Δίπλα από τα βαρέλια υπήρχανε δυο μικρά ψυγεία. Στο ένα ο πατέρας της έβαζε κάποια από τα άλλα τα ποτά: τσίπουρο, ούζο, μπύρες, που προορίζονταν για κάποιους της “κακογουστιάς”, όπως έλεγε όσους δεν προτιμούσαν το κρασί. Εκεί το καλοκαίρι έβαζε και καράφες γεμάτες με νερό, για να 'χει για τους πελάτες του πάντοτε παγωμένο. Δίπλα υπήρχε κι ένα άλλο ψυγειάκι, εκεί φιλοξενούνταν τα υλικά για τους μεζέδες. Πάνω από το ψυγειάκι ήταν ακουμπισμένη μία τάβλα που πάνω της υπήρχε το ψωμί, πάντοτε τυλιγμένο σε βαμβακερό πανί για να προστατεύεται και να κρατιέται δροσερό κι αφράτο μέχρι να καταναλωθεί. Και στην γωνία υπήρχε το τραπέζι  που πάνω τους έστηνε τους μεζέδες ο πατέρας της... Μεζέδες με ωμά (ζωντανά, όπως εκείνος έλεγε) τα φαγώσιμα: ελιές, τυριά, αλλαντικά, αντζούγιες και άλλα τέτοια· και φυσικά ψωμί, που το 'παιρνε από ένα ξυλόφουρνο που ήτανε στον άλλο μαχαλά και που έβαζε μέσα στη ζύμη ρεβυθάλευρο κάνοντάς το πιο νόστιμο, πιο φουσκωτό. Τους μεζέδες τους έστηνε και τους σερβίριζε επάνω σε λαδόκολλες, φτιάχνοντας πάνω στα βαμμένα σε χρώμα μπλε της θάλασσας τραπέζια, συνθέσεις με τους μαστραπάδες και τα μικρά, ελληνικά, ποτήρια του κρασιού - κάποτε είχε πάει στην πόλη τους ένας πλασιέ που πούλαγε ποτήρια. Πήγε στον πατέρα της Δανάης κάποια προς δειγματισμό. Του έδειξε ένα ποτήρι κολονάτο. Του είπε πως ήταν ποτήρι ειδικό για κρασί και του πρότεινε να αγοράσει για το μαγαζί του κάποια ίδια και σε πολλή καλή τιμή. Ο κυρ. Βαγγέλης τον κοίταξε. “Βάλε μια δωδεκάδα απλά ελληνικά! Ετούτο το κρασί για να το ευχαριστηθεί κανείς δεν ειν' ανάγκη το ποτήρι του να είναι κολονάτο. Ετούτο το κρασί μιλάει στην καρδιά και πίνεται μέσα από την ταπεινότητα ενός δικού μας ποτηριού, απ' τα απλά”, του είπε, εκφράζοντας μ' αυτό τον τρόπο μια άποψη ουσιαστικά πολιτική, για το τι είναι ηδονή ελληνική, ακόμα και στην γεύση.
Ασβέστωνε το μαγαζί δύο φορές το χρόνο. Χρησιμοποιούσε πάντοτε ασβέστη· χρησιμοποιούσε τρόπους παραδοσιακούς για να διατηρεί ωραία την εμφάνιση του μαγαζιού. Δύο φορές τον χρόνο έβαφε και τραπέζια και καρέκλες με λαδομπογιά, χρησιμοποιώντας πάντα χρώμα μπλε – χρώμα ελευθερίας. Γύρω στις δέκα γλάστρες στόλιζαν την πρόσοψη του μαγαζιού, κατοχυρώνοντας το γούστο του ιδιοκτήτη το καλό. Εκεί είχε μεγαλώσει η Δανάη, από εκεί μπροστά περνούσε με την σάκα της να κρέμεται στους ώμους, πηγαίνοντας – γυρίζοντας, σχολείο – φροντιστήριο. Πάνω από το μαγαζί ήταν το σπίτι, με την μεγάλη την βεράντα του που ήταν και αυτή γεμάτη γλάστρες με: μολόχες, γεράνια, μαντζουράνες, ορτανσίες και γαρδένιες. Εκείνη η βεράντα ήταν τα καλοκαίρια της· και η βεράντα στην οποία κάθονταν κείνη τη στιγμή ήτανε η υπόλοιπη ζωή της. Την είχε γεμίσει κι εκείνη με γλάστρες· προσπαθούσε, έτσι,  να ξαναβρεί το δημιουργικό της παρελθόν : μία τομή στο μελαγχολικό – μοναχικό παρόν της.
Το πρωινό της διάβαινε αργοπορώντας... Στροφή την στροφή, σκέψη την σκέψη. Διάβαινε αναζητώντας  την μορφή του τέλους του καλοκαιριού, αναζητώντας τον εαυτό της μες στις επόμενες δεκαετίες, ψάχνοντας μία αφορμή για να αλλάξει τη ζωή της... Και να ονειρευτεί ξανά· να επιστρέψει σε εκείνο το κορίτσι που το ψαχνε  μια ζωή ονειρική, μία ζωή βγαλμένη από τον κόσμο της μεγάλης της οθόνης.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2015

Από το μυθιστόρημα: Το ονειροπόλο παιδί

Από το μυθιστόρημα: Το ονειροπόλο παιδί
Γυρίζοντας στο σπίτι ο Βασιλάκης αναπολούσε τις στιγμές που 'χε βρεθεί μπροστά από το κινηματογραφικό πανί και τις σκηνές που είχε  παρακολουθήσει, διχασμένος ανάμεσα στο τώρα και στο όνειρο, διχασμένος – γνώστης μιας αποκλειστικά δικής του τραγικότητας, διχασμένος ανάμεσα στην υπαρκτή Ελένη  και στην ανύπαρκτη και άπιαστη Ειρήνη. 
Η τάση των τραγικών ανθρώπων (αυτή που τους κάνει τραγικούς), είναι ότι αναζητούν το άπιαστο, είναι ότι αναζητούν την ουτοπία. Και η ανάγκη εύρεσης ανορθόδοξων οδών για να το καταφέρουν, τους καταπιέζει διαρκώς και τους πληγώνει. 
Σε μία τέτοια περιδίνηση είχε βρεθεί κι ο Βασιλάκης: Ονειρεύονταν πληγώνοντας τον εαυτό του,  ονειρεύονταν  δημιουργώντας μέσα του όλο και μεγαλύτερες πληγές,  κάνοντας να τρέχει, σαν απ' αστείρευτη, πηγή το αίμα της ψυχής του. 
Στοίχειωναν μέσα του: η ύπαρξη χωρίς την ύπαρξη, ο χρόνος, που σαν υπεύθυνος ζωγράφος θα έβαφε πολύ σύντομα ξανά τα φύλλα απ' τα δέντρα κίτρινα, η αγάπη, η πίστη (και πίσω από αυτή: αινίγματα σοφών), κι η ποίηση ανθρώπων φωτεινών, να αγωνίζονται να βρουν τις λύσεις του “πώς γίνεται;”, τις λύσεις της ευθύνης.
Δίχως ανθρώπους να μετρούν, τι νόημα θα είχε, τελικά, η ύπαρξη του χρόνου ; Τι νόημα θα είχαν: οι απουσίες, οι αναμονές, οι σχέσεις, η αγάπη; Η αγάπη είναι χρόνος, είναι μνήμη, είναι και προσμονή. Είναι αυτό που λέμε ύπαρξη και γώση και ψυχή.
Και τελικά, κυλιόταν στο κρεβάτι του και προσπαθούσε κάθε σκέψη του να απλουστεύσει και να την κάνει διαχρονική κι άξια να υπάρχει. Κι ή άλλη μέρα ήταν Κυριακή – ένα κενό ανάμεσα στων ημερών τις μάχες.
Απόστολος Βεργής