Δημοφιλείς αναρτήσεις

Σάββατο 22 Αυγούστου 2015

Τα βήματα προς την ελευθερία


- Τα βήματα προς την ελευθερία -
Κόκκινο ειν' απόψε το φεγγάρι,
τ' άστρα θα αργήσουνε να βγουν, 
έχοντας ξεχαστεί σε στολισμούς 
άγνωστων γάμων.

Θυμάμαι το χθες, ακολουθώ το τώρα
- το τώρα είναι ήδη χθες, 
υπάρχοντος του αύριο,
υπάρχοντος του χρόνου.

Το τοπίο είναι όμορφο,
η αψίδα του θριάμβου περιμένει.
Δάσος απέραντο η μοναξιά
και μέσα του πουλιά να τραγουδούν
και μέσα του να ταξιδεύουν οι νεράιδες.

Επέκεινα η μοναξιά  δημιουργεί τα θαύματα 
που μας χρειάζονται για να εξαγνιστούμε.

Τελειώνοντας τους λόγους μου,
αρχίζω να μετρώ τις απουσίες,
αρχίζω μα μετρώ τα βήματα
προς την ελευθερία.
Απόστολος Βεργής

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2015

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ

-Ελευθερία και ηθική-
Η τάση των ανθρώπων προς την αυτοσυντήρηση τους οδηγεί στο να καθορίζουν μεν ηθικές αξίες και αρχές, να της επανα - καθορίζουν, όμως, δύσκολα, ακόμη κι όταν είναι αναγκαίο. Στην πραγματικότητα οι ηθικές αξίες σχετικοποιούνται από άτομο σε άτομο, αναλόγως τα προτάγματα του καθενός. Τα βιώματα παίζουν σημαντικό ρόλο - δεν είναι, όμως, το παν. Υπάρχουν και: η βούληση, η φαντασία, ο χρόνος, η ζωή, ο εσωτερικός κόσμος, η υποκριτική διάθεση, ο αριβισμός, που μετέχουν στις διαδικασίες δημιουργίας των ηθικών αξιών κάθε ανθρώπου χωριστά και με την λογική του μέσου όρου, και των κοινωνιών. Η κωδικοποίηση δε, των ηθικών αξιών, παράγει τις ηθικές αρχές και τους κανόνες που ακολουθούν (ιστορικά) τις κοινωνίες, γενόμενες πότε πιο φιλελεύθερες (Αναγέννηση) και πότε πιο στενές (Μεσαίωνας).
Απέναντι στην ηθική βρίσκονται τα ένστικτα των ανθρώπων που όντας απείθαρχα, καταπιέζονται από αυτή ή, επαναστατούν. Ηθική σημαίνει πειθαρχία - σημαίνει αναγκαία πειθαρχία, που όμως, δεν είναι πάντα αναγκαία και που η κατάχρησή της εξυπηρετεί, απλώς, κάποιες κοινωνικές δομές και την επιβολή αυτών στις κοινωνίες (πχ: θρησκείες, ιδεολογίες, ακόμα και συμφέροντα πολυεθνικών).
Η ηθική, συνήθως, λένε, στηρίζεται στην λογική - στην λογική εκείνου που την καθορίζει. Αυτή η μερικότητα δημιουργεί στην ηθική στενώσεις, ενίοτε τόσο μεγάλες που την καθιστά: οριακά ή εντελώς ανήθικη - ειδικά όταν στο εσωτερικό της κυριαρχεί η υποκρισία. Αποτελούσαν ηθικές αξίες και αρχές αυτά που πρέσβευαν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι ή τα όσα πρέσβευε ο Ναζωραίος; Ο Νίκος Καζαντζάκης στο έργο του: "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται" μας δίνει παραδειγματικά την διαφορά της ηθικής από την δήθεν ηθική, αντιπαραβάλλοντας δυο ιερείς: τον ιερέα του "καθώς πρέπει" χωριού και τον ιερέα των καταδιωκόμενων προσφύγων: Από τη μια υπάρχει ο δημιουργικός ορισμός "καλού - κακού" κι από την άλλη υπάρχει η πραγματικότητα, όπως μας την δείχνουν οι ανάγκες - η επίπλαστη και υποκριτική ηθική, μερικοποιεί της ανάγκες, δεχόμενη της ανάγκες των "δικών..." και αγνοώντας προκλητικά τις ανάγκες "άλλων", τους οποίους και καταπιέζει.
Δεν υπάρχει βίαιο, απολυταρχικό, ολοκληρωτικό καθεστώς που να μην προτάσσει την ηθική (την υποκριτική, συνήθως, ηθική) ως επιχείρημα για ότι κάνει: Από την ψευτο - χριστιανική ηθική της ελληνικής επταετίας (με τα τάματα...), μέχρι τον μεσαιωνικό πουριτανισμό του καθεστώτος Φράνκο. Όντως! Η ηθική είναι σπουδαίο εργαλείο για όσους βρίσκονται απέναντι από τις αρχές της πραγματικής ελευθερίας, παρεξηγώντας κάποιους από τους συμβιβασμούς που κάνουμε ως άνθρωποι για να ισορροπούμε, κάνοντας (αυτούς τους συμβιβασμούς) απόλυτους θεσμούς, καλύπτοντας με την χρήση τους αδυναμίες τις οποίες, μάλιστα, ωραιοποιούν παρουσιάζοντάς τες ως αυθεντίες.
Το πραγματικό πρόταγμα δεν είναι οι συμβιβασμοί - στην πραγματικότητα αυτοί είναι τα εργαλεία... Το πραγματικό πρόταγμα για τον άνθρωπο πρέπει να είναι η ελευθερία, πρέπει να είναι η βούληση για για δημιουργικότητα εντός ελεύθερων πεδίων, πρέπει να είναι η βούληση για ύπαρξη ποιότητας παντού, πρέπει να είναι η έξοδος από την λογική των ορίων και η είσοδος στην λογική της μεταμορφώσεως του κόσμου μας - στην λογική μιας διαδικασίας εξελίξεως και αλλαγών, δίχως απολυτότητες, δίχως ομοιομορφίες.
Η θρησκειακή σύζευξη πίστεως και ηθικής υπήρξε (και ακόμη υπάρχει) το ισχυρότερο ολοκληρωτικό μοντέλο που 'χει εμφανιστεί σ΄ αυτόν εδώ τον κόσμο, ειδικά όταν αυτός μαζοποιείται. Η ταύτιση υποκειμένου και αντικειμένου κυριαρχει, ελέγχοντας τις μάζες συνειδησιακά, απομακρύνοντας τες απ' την ανάγκη αυτονομήσεως κι ελευθερίας.
Η αυτοκτονική συμπεριφορά του αρχαίου Σωκράτη αποτελεί μνημείο αυτο-καταστροφής και χρήσης μιας υπερ-λογικής που πάντα οδηγεί σε αδιέξοδα· μιας υπερ-λογικής που μόνο η ελευθερία: απορρίπτει, ξεπερνάει, καταργεί. Η ελευθερία, εκτός από αρετή και τόλμη (Κάλβος), θέλει και δύναμη για να σταθεί και να αντισταθεί σε υπερ-λογικές, σε ολοκληρωτικές δομές και να ανοίξει τους ορίζοντες των κοινωνιών και των ανθρώπων που την επιθυμούν, που την υπερασπίζονται, που την πιστεύουν, κάνοντάς την πρόταγμα, κάνοντάς την τρόπο σκέψεως και ζωής.
Η άμυνα απέναντι στην υπερ-λογική της πίστεως και της κατευθυνόμενης ηθικής, είναι η κριτική δια της σκέψεως. Είναι η σύγκριση δομών που μας επιβάλλονται ή μας προσφέρονται ως μοναδικά, με δομές ελεύθερες που βρίσκουμε, που μας προτείνονται, που τις δημιουργούμε... Την δύναμη της κριτικής μπορεί να την ανακαλύψει κανείς από τις αντιδράσεις "μηχανικά πιστών" σαν επικρίνεται κάτι στο οποίο πιστεύουν: η έξοδος του ρεβόλβερ είν΄ δεδομένη...
Μια κοινωνία ρέουσας κριτικής, αν κάποτε υπάρξει, θα είναι κρίσιμης σημασίας ύπαρξη, με τις σχέσεις των μελών της να αποκτούν πραγματική διάσταση στιγμών , με τις επιλογές τους να γίνονται υπεύθυνα και να αντέχουν. Αλήθεια, αντέχουν οι αγέλες την ύπαρξη τέτοιων κοινωνιών; Φυσικά, όχι! Όχι, γιατί οι αγέλες αποζητούν απόλυτες και κυριαρχικές λύσεις· και η κριτική είν' ένα φάντασμα που βρίσκεται παντού κι αναμοχλεύει κάθε τι, ζητώντας το καλύτερο.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015

Από το μυθιστόρημά μου : Δανάη

Από το μυθιστόρημά μου: Δανάη
Το ημίφως, τα τρυφερά του λόγια, οι στιγμές, η αναπόληση... Η λούτρινη κούκλα, η μοναξιά, ο έρωτας, η οπτασία. Ο νους της βρέθηκε σε μια κατάσταση χαοτική. Ευτυχισμένη, δυστυχισμένη,  ζωντανή, ερεθισμένη και ταυτόχρονα νεκρή: κατάθλιψη, σε ένα στάδιο ακριβώς μετά το 'έπειτα' - κι ύστερ' : αγάπη και αγάπη και αγάπη... Και η ζωή μία κλεψύδρα, και η ζωή μονάχα χρόνος. Τα ψέματα κινούνται πάντοτε οριακά - οι είσοδοι της κολάσεως ειν' ανοιχτές για πάντα. Ευτυχώς το παράθυρο θρυμμάτιζε την ομοιομορφία - ευτυχώς,  γιατί διαφορετικά θα ήταν γεγονός μια ψυχική της πυρκαγιά. Κοίταζε το νταβάνι, τα μάτια της παρέμεναν υγρά, τα μάτια της γινόταν διαρκώς και πιο μεγάλα. Έγειρε στο πλάι, κρατώντας τον 'αρκουδίτσο' της ακόμη αγκαλιά: Ήταν χρονών δεκαοκτώ, τριάντα και σαράντα. Ήταν κραυγή μιας μοναξιάς χωρίς καθόλου θάρρος.
Απόστολος Βεργής

Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

Είσαι ερωτευμένος


- Είσαι ερωτευμένος -
Δες το βράδυ: έχει αλλόκοτο το σκηνικό.
Βρες τις σωστές κινήσεις.
Αποτελείς μια μαρτυρία·
απελευθερώσου από αόρατα δεσμά.

Δεν φτάνει να τηλεφωνείς,
δεν φτάνει να πιστεύεις.
Προσδιορίζεσαι από τα δάχτυλά σου,
απ' την κατεύθυνση που δείχνουν.

Είσαι σκιά, είσαι 

το όνειρο ερωτευμένου κοριτσιού
που μαθαίνει να διαβάζει συναξάρια
και ευχές αγίων και ηρώων. 
Έτσι σε ονειρεύονται 
ο ήλιος σαν τη βρίσκει,
έτσι σε ανασταίνει
δίνοντας σου μυστική
εκείνη την αισθαντική πνοή
που σ' ανεβάζει στα ουράνια.

Ζεις - δε ζεις· δεν τρέχει τίποτα:

είσαι ερωτευμένος!
Απόστολος Βεργής

Σάββατο 15 Αυγούστου 2015

ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ


- Αφορισμοί -
  • Για τον άνθρωπο, τα πάντα ξεκινούν από την σκέψη, από μια σκέψη, από μία ιδέα, από μια φαντασίωση - ακόμα και από κάποιο λάθος...
  • Ζεις όπως σκέφτεσαι - κατάλαβέ το.
  • Μάθε να βάζεις στόχους, και μακροπρόθεσμους και βραχυπρόθεσμους. Ύστερα φτιάξε τα βήματα που θα σε οδηγήσουν σε αυτούς. Φτιάξε! Και όχι ψάξε...
  • Η αποτυχία είναι μια δεδομένη ύπαρξη - αναθεώρησε και αναπροσαρμόσου.
  • Και η απόρριψη είναι μια δεδομένη ύπαρξη - ειν' έυκολο να την παρακάμψεις και να την αντικαταστήσεις με την έννοια: ευκαιρία.
  • Οι στόχοι σου δεν πρέπει αν ειν' αοριστίες, πρέπει να έχουν σώμα και φωνή.
  • Μάθε να χαρτογραφείς τη ζωή σου, την κοινωνίας μέσα στην οποία ζεις, τους ανθρώπους... Έτσι, θα ξέρεις, εκτός από το τι ζητάς - το πού κινείσαι, με ποιος συναναστρέφεσαι, ποια τα κοινά χαρακτηριστικό σου με αυτούς...
  • Προσπάθησε να ανακαλύπτεις διαρκώς - αρχίζοντας από τον εαυτό σου.
  • Εχθροί και μάλιστα μεγάλοι, είναι και οι άσκοπες αρνητικές οι σκέψεις - αφαίρεσέ τες...
  • Αφαίρεσε και τους κακής ποιότητας εχθρούς, Μόνο ποιοτικοί εχθροί μπορούν να σ' ανεβάσουν.
  • Ο δικαιολογίες όταν παραμένουν δικαιολογίες, είναι φρένα.
  • Μαθαίνοντας τις λέξεις: 'ευθύνη', 'επιλογή', 'πράξη', 'κίνηση', έχεις ήδη κάνει το πρώτο ηγετικό σου βήμα - αγνοώντας τες, θα παραμένεις λίγος.
  • Οι άλλοι είναι 'θέσεις', εσύ είσαι 'δημιουργία' και 'επιλογή'.
  • Μάθε να διατηρείς τον αυτοέλεγχο, μάθε να προχωρείς.
  • Γίνε στρατηγός του εαυτού σου. Δημιούργησε τακτικές, αναθεώρησε κάποιες άλλες· η ζωή δεν βγαίνει δίχως προγραμματισμό και δίχως πράξεις.
  • Για τα λάθη σου θα τιμωρηθείς - τα λάθη είναι τιμωρίες από μόνα τους,
  • Αναθεώρηση θα πει: νέες επιλογές και ανακατατάξεις. Να ξέρεις, όμως, ότι ταυτόχρονα με σένα αναθεωρούν και άλλοι...
  • Ευθύνη και έλεγχος είναι δομές που αλληλο - εξαρτιούνται.
  • Αν σκέφτεσαι το μέλλον, θα ηγεμονεύσεις.
  • Αν δημιουργείς πλάνα στόχων, έχεις ήδη βρει κάποιους από τους δρόμους που θα σε οδηγήσουν στην επιτυχία. Εάν, ταυτόχρονα, δημιουργείς και εφεδρείες, οι πιθανότητας για σένα ειν' ακόμα πιο πολλές.
  • Αφαίρεσε περιορισμούς, συμβιβασμούς και ανελεύθερες δομές - οι στόχοι σου είναι εκεί και περιμένουν.
  • Αφού σκεφτείς καλά και σχεδιάσεις: κάνε πράξεις, δημιούργησε, διατηρήσου...
  • Πρώτα είσαι εσύ στα πράγματα και ύστερα οι γνώμες.
  • Είσαι, έχεις, πιστεύεις, επιθυμείς, πράττεις, απολαμβάνεις, επιστρέφεις...
  • Η ισορροπία είναι η αρχή - μοιραία είναι και το τέλος.
ΑΠΌΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

Από το μυθιστόρημά μου: Δανάη


Από το μυθιστόρημά μου: Δανάη
Το γκρι συνέχιζε να κυριαρχεί στον ουρανό, αγγίζοντας τον ορίζοντα απ' άκρη σ' άκρη. Το γκρι ήταν το χρώμα που μετέτρεπε τα πάντα σε μελαγχολία, καθώς το μεσημέρι ήτανε πλέον γεγονός. Στο πρόσωπό της επέστρεψε ένα αχνό χαμόγελο, βλέποντας να γυρίζουνε από τον αγορά τα τελευταία τα παιδιά που κρατούσανε στα χέρια τους βιβλία. Κοιτάζοντάς τα ένιωθε πιο νέα - ένιωθε πιο καλά. Ένιωθε στα ματάκια της να εμφανίζεται η νύστα. Γύρισε στο σαλόνι και έκλεισε το ραδιόφωνο. Έβαλε το παστίτσιο που πια είχε κρυώσει στο ψυγείο  - όποιος από την οικογένεια θα γύριζε στο σπίτι θα έβρισκε φαγητό πολύ. Η ίδια, όμως, δεν πεινούσε. Έφαγε ίσα - ίσα για να δει αν το μαγείρεμα που έκανε στέφθηκε με επιτυχία.
“Καλό έγινε”, σκέφτηκε και πήγε στο δωμάτιό της, νυστάζοντας όλο και πιο πολύ. Γδύθηκε και ξάπλωσε αμέσως. Ακόμη κι εκείνο το γκρίζο κομματάκι ουρανού που φαίνονταν από το παράθυρό της, δρούσε επάνω της κατασταλτικά. Κοιμήθηκε μη αντέχοντας άλλο αυτού του γκρίζου τον υπνωτισμό. Κοιμήθηκε και βρέθηκε αλλού: σε μία έρημο γεμάτη με αμμόλοφους και κάκτους, να περπατά, φορώντας μόνο μία πουκαμίσα μπεζ, που έφτανε ως το γόνατό της. Ο ήλιος ήταν έντονος, ήτανε κόκκινος, πλησίαζε στη δύση. Περπατούσε πάνω στην άμμο που ήτανε ευχάριστα θερμή και που της έδινε ενέργεια για να μπορεί να προχωρεί και παραπέρα. Παρατηρούσε τους κάκτους. Πάνω σε κάποιους απ' αυτούς φύτρωναν μεγάλα κι όμορφα λουλούδια που ήταν βαμμένα με μια μίξη των χρωμάτων: κόκκινο, κίτρινο και μπλε. Προσπάθησε να κόψει κάποια από αυτά - δεν μπόρεσε καθώς την εμπόδιζαν του κάκτου τα μεγάλα τα αγκάθια. Απογοητεύτηκε, βλέποντας πως τα χέρια της ήταν πολύ τρυφερά για να αντέξουν τα τσιμπήματα από των κάκτων τις βελόνες. Ύστερα,  άκουσε καλπασμούς αλόγων. Σήκωσε το κεφάλι της και τα είδε να έρχονται από μακριά και να 'χουνε κατεύθυνση τη δύση. Ήταν ολόλευκα, ήταν τεράστια και κάλπαζαν σηκώνοντας τα πόδια τους ψηλά - φτάνοντας σχεδόν ως τα ουράνια. Κάθισε κάτω μένοντας με το στόμα ανοικτό , έχοντας εντυπωσιαστεί από εκείνα τα μεγάλα ζώα. Μόλις την πλησιάζανε, αλλάζανε πορεία ένα - ένα· σχημάτισαν γύρω της ένα κύκλο, έναν κύκλο τεραστίων διαστάσεων και στην περίμετρο αυτού άρχισαν να κινούνται. Κάλπαζαν με τρόπο θεαματικό· κάποια από αυτά σηκώνονταν στα δύο πόδια. Στην αρχή φοβήθηκε. Έφερε την μία της παλάμη, μπροστά στο στόμα της που ήταν ανοικτό. Μετά άρχισε να συνηθίζει και μάλιστα να της αρέσει να τα βλέπει να κινούνται περιμετρικά της, μ' εκείνον τον τον τρόπο τον δυναμικό - μ' εκείνον τον τρόπο που ' δειχνε αρχοντιά και περηφάνια. Άρχιζε να χειροκροτεί. Σηκώθηκε και πάλι όρθια και κοίταζε τον κύκλο των αλόγων. Πια ένιωθε ότι την προστάτευαν, πια ένιωθε άνετα ανάμεσά τους. Μέχρι ξεκίνησε η διάλυση εκείνου του κύκλου με τα άσπρα άλογα και ένα - ένα απογειώνονταν κι ανέβαιναν στον ουρανό και γίνονταν τεράστια ολόλευκα πουλιά όπου πετούσαν προς την δύση. Όταν ανέβηκε στον ουρανό το τελευταίο, ο ήλιος είχε πια χαθεί κι εκείνη πια ήτανε πάλι μόνη και αντιμέτωπη με τις σκιές των κάκτων.
Ξύπνησε· στριφογύρισε λιγάκι στο κρεβάτι. Σηκώθηκε με αργές κινήσεις, έχοντας το βλέμμα της στραμμένο στο παράθυρο, προσπαθώντας να έχει υπό έλεγχο το φως που έμπαινε στο δωμάτιο από εκεί, προσπαθώντας να μαντέψει  το αν έβρεχε ή, αν η βροχή είχε σταματήσει.
Απόστολος Βεργής

ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ (Από το μυθιστόρημά μου : Μαρίνα)


ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ (Από το μυθιστόρημά μου : Μαρίνα)
Δεκαπενταύγουστος. Μέρα αργίας· μέρα που πάντοτε επάνω της κουβαλάει μια παραξενιά. Για μένα, από παιδί, η μέρα αυτή ήταν ένα όριο. Ίσως ήταν το όριο κάθε χρονιάς. Κάποτε είχα σκεφτεί ότι αυτή η μέρα, ίσως θα έπρεπε να αντικαταστήσει την Πρωτοχρονιά.
Θυμάμαι, ότι έτσι δεν ένιωθα μόνο εγώ, αλλά και άλλα από τα παιδιά, που μεγαλώναμε μαζί - και πρώτα από όλα τα παιδιά η Μαρίνα.
Δεκαπενταύγουστος: ημέρα στο μεταίχμιο μιας συνολικής αλλαγής διάθεσης, προσδοκιών, καθημερινότητας, ονείρων. Το καλοκαίρι, τα όνειρα βλέπουν μπροστά· μετά τον Δεκαπενταύγουστο, τα όνειρα αποκτούν ένα ρόλο αναδρομικό και αναφέρονται πιο πολύ στις όμορφες στιγμές του παρελθόντος.
Για μας τότε ήταν μια μέρα άδεια - η τελευταία άδεια μέρα. Οι διακοπές μας τελειώνανε εκεί. Και από την επόμενη ημέρα, μια αντίστροφη μέτρηση και μια πορεία άλλη ξεκινούσε: εγγραφές στα φροντιστήρια, πρώτα μαθήματα εκεί, αγορές τετραδίων, μολυβιών, βοηθητικών βιβλίων. Συναντήσεις με συμμαθητές, που ένας - ένας γύριζαν απ' τα χωριά τους,ανταλλαγές εμπειριών: "πώς πέρασες;" - "πώς πέρασα"· σήμερα πράγματα ίσως κάπως βαρετά, μα τότε για εμάς, πράγματα σπουδαία, πράγματα που από μέσα τους ουσιαστικά διαμορφώνονταςνη κοινωνική μας ολοκλήρωση.
Όμως η μέρα του Δεκαπενταύγουστου ήταν κενή, όπως κενή είναι και κάθε μια αργία. Κάθε ημέρα, όπου οι άνθρωποι απέχουν ουσιαστικά από την λειτουργία της. Και πιο πολύ κενή, όταν οι πιο πολλοί από τους ανθρώπους απουσιάζουν, όπως ακριβώς σ' αυτή εδώ τη μέρα, που βρίσκει εντός της πόλης ελάχιστους, και που οι πιο πολλοί από αυτούς, ειν' μες στα σπίτια τους κλεισμένοι - οι άλλοι έχουνε διασκορπιστεί σε θάλασσες, βουνά και πανηγύρια...
Εμείς ήμαστε πάντοτε εδώ τέτοια ημέρα. Μικρά παιδιά σαν ήμαστε, μας κέρδιζαν τα παιχνίδια - τα δίναμε όλα, μέχρι εξάντλησης, μέχρι της ύστατης πνοής. Μετά μας κέρδιζαν οι συζητήσεις, ένας απογευματινός περίπατος και στο τέλος ένα βραδινό σινεμαδάκι, στον θερινό τον κινηματογράφο, όπου βρισκόταν στην ταράτσα ενός από τα μεγάλα κτίρια που ήτανε στην γειτονιά - τώρα πια εκεί δεν είναι τίποτα...
Τα λέγαμε. Υπήρχαν και στιγμές όπου μελώναμε - και να τα πείσματα και να οι ζήλιες. Μια φορά δεν της μιλούσα. Είχα πεισμώσει. Πίστευα ότι με παραμελούσε· ήταν η εποχή, που η Μαρίνα είχε αρχίσει να ανοίγεται προς όλους τους αρσενικούς, που έβλεπε τριγύρω - ή έτσι πίστευα εγώ. Περπατούσαμε· κάναμε τον απογευματινό, Δεκαπενταυγουστιάτικο περίπατο μας. Κάπου κοντά στο γήπεδο και μπρος σε έναν φρεσκοποτισμένο κήπο , σταμάτησε.
"Γιατί δεν μου μιλάς", μου είχε πει.
"Έτσι...", της είχα απαντήσει, με ύφος όλο πείσμα.
Άρχισε να κλαίει. Την κοίταζα μ' απορία. Ξαφνικά μου έδειχνε την αδύνατη πλευρά του χαρακτήρα της. Όχι, δεν ήταν αυτό ένα κλάμα διεκδίκησης. Ήταν ένα κλάμα όλο παράπονο, μπορεί και τύψεις.
Την είχα πιάσει, θυμάμαι, από τους ώμους.
"Μην κλαις", της είχα πει.
Τότε εκείνη με πλησίασε, ένιωσα την αναπνοή της. 'Ητανε και πολύ ζεστή η μέρα. Ήτανε ίσως μία από τις πιο ζεστές στιγμές της ζωής μου. Ήταν ένα φιλί - ήτανε το φιλί...
"Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, σ΄αγαπώ...", έλεγε και ξανάλεγε, όσο δεν με φιλούσε, σαν να ήθελε να επικυρώσει εκείνο το "για πάντα", που μου είχε πει, όταν και οι δυο μας ήμαστε μικροί.
Κι όμως, δυο - τρία χρόνια μετά εκείνον το Δεκαπεντάυγουστο είχαμε πια χαθεί. Ήμαστε πια αλλού, τραβώντας ο καθένας μας μια γραμμή διαφορετική - μία γραμμή δική του.
Σήμερα ξύπνησα νωρίς. Έκανα ένα ντουζ. Η μέρα έδειχνε ότι θα ήτανε ζεστή απ' το πρωί. Έκανα καφέ. Βγήκα στο μπαλκόνι. Στην αγορά, τα πάντα νεκρά, κενά· σκεπασμένα μ' ένα αόρατο πέπλο μίας μελαγχολίας. Μόνο η κυρία Βαγγελιώ και η κυρία Θεοδώρα, οι θεούσες της γειτονιάς, γυρίζανε από την εκκλησιά, έχοντας τα χέρια τους, μ' αντίδωρα γεμάτα: για τους συζύγους, για τα παιδιά, για τα εγγόνια. Είχαν φροντίσει να πάρουν αντίδωρα για όλους, δρώντας ουσιαστικά ως αντιπρόσωποι των οικογενειών τους, στον οίκο του Θεού.
Τις χαιρέτησα. Μου ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό. Προσφέρθηκαν να δώσουν και σε μένα ένα αντίδωρο. Η κυρά Θοδώρα μου το έφερε στις σκάλες - την ευχαρίστησα.
Δεν θα μπορούσα να το αρνηθώ. Αυτός ο κόσμος των γιαγιάδων, είναι το κάτι άλλο. Τα εξηγεί όλα με μέτρο τον Θεό. Συχνά μπορεί από το στόμα τους να ακούσει κανείς αφορεσμούς τύπου: "απ' τον Θεό να το βρει..." ή "έχει ο Θεός...". Αφορεσμούς όμως ειπωμένους με τόση γλύκα, που τελικά γίνονται κάτι το αγαπητό, μα στην ζωή μας σπάνιο.
Ήταν και η κυρία Δέσποινα, από το διπλανό το διαμέρισμα, που βγήκε στο μπαλκόνι της κάποια στιγμή, και μαζί με τα χρόνια πολλά, μου έτεινε ένα πιατάκι με γλυκό του κουταλιού.
"Καρυδάκι αγόρι μου! Μόλις το έφτιαξα για τα εγγονάκια μου. Πάρε και συ να δοκιμάσεις· έτσι, για το καλό".
Πήρα το πιατάκι, δοκίμασα.
"Γεια στα χέρια σου κυρία Δέσποινα. Να είσαι καλά και να σε χαίρονται τα εγγονάκια σου", της είπα και της επέστρεψα το πιατάκι, για να δεχθώ από τα χείλη της έναν καταιγισμό ευχών και φράσεων όλο γλύκα.
Αυτός είναι ο όμορφος ο κόσμος. Αυτόν τον κόσμο αγαπώ. Κατάφερα την κυρία Δέσποινα και μου πόζαρε όλο χαρά κρατώντας ένα από τα βαζάκια με το γλυκό στα δυο της χέρια.
Ύστερα μπήκα μέσα. Ξάπλωσα και άρχισα να καταστρώνω σχέδια για το απόγευμα - για το βραδάκι. Ο περίπατος που θα κάνω, οι φωτογραφίσεις, η ώρα, η διαδρομή, ήτανε μέρη των σκέψεών μου. Πήρα τις αποφάσεις μου, και να 'μαι τώρα, με ένα μικρό τσαντάκι στον ένα μου τον ώμο, και στο ένα μου το χέρι την φωτογραφική μου μηχανή.
Είναι αρχή απογεύματος. Κάνει πολύ ζέστη. Φοράω μια βερμούδα κι ένα μπλουζάκι· στα πόδια μου παπούτσια αθλητικά. Έχω το κεφάλι ξέσκεπο έχοντας αφήσει τον όποιο ρόλο προστασίας στα μαλλιά μου και έχω κατέβει... Όλα τα μαγαζιά στην αγορά είναι κλειστά - ακόμη και τα πιο πολλά απ' τα φαγάδικα, μα και τα καφενεία. Είναι η απόλυτη μέρα αργίας. Σκέφτομαι ότι οι αργίες, είναι ίσως οι μέρες, που λειτουργούν μόνο τα πνεύματα· τα πνεύματα τα ελεύθερα· τα πνεύματα αυτών που βλέπουνε τον κόσμο μ' άλλα μάτια.
Παίρνω τον δρόμο προς την κεντρική πλατεία. Οι πιο πολλές από τις βιτρίνες των μαγαζιών, είναι σκεπασμένες με τεράστια πανιά. Προφανώς οι μαγαζάτορες πρόβλεψαν την ζέστη την πολλή και θέλουνε με τα πανιά να προστατέψουν τα εμπορεύματα, που 'χουν εκτεθειμένα.
Αυτό όμως κάνει την διαδρομή για μένα να είναι τελείως αδιάφορη. Μα δεν αργώ και φτάνω στην πλατεία. Η περιφερειακή ύπαρξη των δέντρων και το πλακόστρωτο στο κεντρικό της το μέρος, κάνουν την ζέστη που υπάρχει, να γίνεται πιο μεγάλη.
Σώζεται όμως η κατάσταση από το συντριβάνι. Ένα συντριβάνι παράξενο, όμοιο με τάφο από κάποιον Φαραώ. Παλιά ήταν διαφορετικό, απλό, στρογγυλό - γύρω του παίζαμε κυνηγητό με την Μαρίνα, πότε πέφτοντας εγώ και πότε εκείνη, ακούγοντάς τα από τους δικούς μας, μα συνεχίζοντας· και συνεχίζοντας, μέχρι να φτάσουμε στα σπίτια μας γεμάτοι αίματα και σκόνες. Κοιτάζω το συντριβάνι Θυμάμαι. Μπορεί να 'χει αλλάξει, αλλά για μένα συμβολίζει ακόμη και σήμερα, την εποχή εκείνη την καλή.
Υπάρχουν γύρω από το συντριβάνι αρκετά περιστέρια. Με τις μυτούλες τους προσπαθούν να υποκλέψουν κάποιες από τις σταγόνες που πετάγονται εδώ - εκεί. Δείχνουν να τα καταφέρνουν. Η ζέστη δημιουργεί συχνά τριγύρω σκηνικά όμοια με αυτό.
Πλησιάζω τον συντριβάνι πατώντας στις μύτες. Καταφέρνω και το φωτογραφίζω. Το φωτογραφίζω να έχει επάνω του τα περιστέρια κρεμασμένα. Κρεμασμένα σαν κάποιους φυγάδες, που 'χουνε κρεμαστεί στο τελευταίο τρένο, στην γραμμή της σωτηρίας.
Κοιτάζω τις καφετέριες. Τραπέζια και καρέκλες είναι εμπρός τους, σε σειρές. Είναι εκατοντάδες, είναι τα πάντα σχεδόν άδεια. Στην μια γωνία της πλατείας, κάτω από τα πλατάνια, εκεί που ειν' η πιάτσα των ταξί, ειν' αραγμένοι τρεις ταξιτζήδες, που κάνουνε ίσως μία από τις πλέον βαρετές τους βάρδιες.
Από την άλλη μεριά ειν' μια σειρά από αγάλματα. Γύρω από τ' αγάλματα υπάρχουνε λουλούδια και γρασίδι· και στις δυο πλευρές απ' την πλατεία, που ουσιαστικά συμβολίζουν: η μία την ανατολή και η άλλη την δύση, ειν΄ τα μεγάλα δέντρα φυτεμένα.
Όταν τα είχανε φυτέψει, ήμουν παιδί, ήμουνα στο δημοτικό. Σήμερα ειν' τεράστια, είναι ψηλά, σχεδόν όσο ο τρίτος όροφος από τις πολυκατοικίες. Τις πολυκατοικίες, που τα κυκλώνουν, τις πολυκατοικίες που κυκλώνουν την πλατεία, που μας κυκλώνουν όλους, που κυκλώνουν τις ζωές μας, που μας πνίγουν.
Ο ήλιος είναι ακόμη ψηλά. Αποφασίζω να πιω έναν εσπρέσο. Αφού βγάζω κάποιες φωτογραφίες: τις καφετέριες, τα δέντρα, τα αγάλματα, τα λουλούδια, και την πλατεία όλη - επιλέγω μια καφετέρια και κάθομαι... Επιλέγω την θέση, ώστε να μπορώ να βλέπω από εδώ την πλατεία σχεδόν στο σύνολό της. Παραγγέλνω ζεστό εσπρέσο. Ζεστό, κι ας είναι καλοκαίρι· έτσι, σαν μία πρόκληση, ίσως σαν κάποιο ξόρκι.
Απέναντί μου η πολυκατοικία με τα τζάμια. Θυμάμαι σαν την φτιάξανε, που φιλοξενούσε γραφεία από μεγάλες εταιρίες - στα παιδικά μας τα μάτια, τότε, ήτανε κάτι το εντυπωσιακό αυτό το χτίσμα με τα τζάμια· κοιτάζαμε την πολυκατοικία με δέος όταν περνούσαμε από κάτω. Σήμερα οι μεγάλες εταιρίες έχουν φύγει. Πάνω της, τα πιο πολλά από τα γραφεία είναι κενά. Μόνο κάποια φροντιστήρια έχουνε απομείνει εκεί να λειτουργούν και κάτω, καφετέριες...
Φωτογραφίζω την πολυκατοικία με τα τζάμια. Φωτογραφίζω και τις άλλες. Εκείνες παρότι όταν γίνανε, δεν ήτανε τόσο εντυπωσιακές, δεν έχουν παρακμάσει όσο ετούτη.
Ο καφές έρχεται , μαζί και το ποτήρι με το νερό. Τα καταναλώνω σχετικά αργά, παρακολουθώντας τις σκιές από τα κτίρια, τα δέντρα, τα αγάλματα, να μετακινούνται, να μεγαλώνουν, να γίνονται πιο σκούρες, και πιο έντονες.
Κάτι με ενοχλεί. Ψάχνω να βρω κάποια σημάδια, κάποιες δικαιολογίες. Πώς αναπτύχθηκε ο πόλη τόσο λάθος; Αναπτύχθηκε η πόλη λάθος; Ή δεν υπήρχανε διαφορετικές επιλογές; Πάντα υπάρχουν και διαφορετικές επιλογές· και πάντοτε πίσω ο χρόνος δεν γυρίζει. Πληρώνω τον καφέ και παίρνω τον πεζόδρομο τον κεντρικό - στόχος μου η άλλη η πλατεία και το πάρκο.
Ο ήλιος έχει λιγάκι χαμηλώσει. Και στον πεζόδρομο τα πιο πολλά τα μαγαζιά ειν΄ καφετέριες. Η άλλη η πλατεία ειν' αρκετά κοντά. Φτάνω. Γύρω και απ' αυτή υπάρχουνε πολυκατοικίες - ο θρίαμβος της αντιπαροχής. Στο δεξί μου χέρι ειν' το μεγάλο άγαλμα του ήρωα. Στα γρήγορα το φωτογραφίζω. Τα παρτέρια με το γκαζόν, που υπήρχανεπαλιά, και παίζαμε και κυλιόμαστε εκεί μαζί με την Μαρίνα, πια δεν υπάρχουν. Κι εδώ υπάρχουνε πλάκες, τσιμέντο και τραπεζοκαθίσματα παντού - εδώ επικρατούνε τα φαγάδικα των καφετεριών, ίσως λόγω του πάρκου.
Φωτογραφίζω τις πολυκατοικίες, που ειν' από τις πρώτες που 'γιναν στην πόλη και που μοιάζουν με κουτιά, φωτισμένα εντελώς παράξενα από το φως του ήλιου, που έρχεται από χαμηλά - ειν' πιο σκληρό, αυξάνοντας τις αντιθέσεις.
Γυρίζω αριστερά, περνώ μέσα στο πάρκο. Από τα πυκνά φυλλώματα των δέντρων, ακούγονται οι φωνές από αμέτρητα πουλιά να κελαηδούν. Θυμάμαι, πως έτσι κάνανε και τότε τα πουλιά κάθε απόγευμα· λίγο πριν φτάσει η νύχτα, μαζευόντουσαν πάνω στα δέντρα και κελαηδούσαν συνεχώς μέχρι να σκοτεινιάσει. Το είχε παρατηρήσει πρώτη η Μαρίνα - της άρεσε ο θόρυβος αυτός πολύ, γιαυτό και με παράσερνε σε βόλτες τ' απογεύματα στο πάρκο.
Κάποιες μητέρες σέρνουνε καροτσάκια παιδικά. Κάποια παιδιά πηγαίνουν προς την παιδική χαρά, κάποια που έχουν ήδη φτάσει, παίζουν. Φωτογραφίζω τα δέντρα, τα λουλούδια, τα παγκάκια. Βλέπω το παλιό, το μικρό άγαλμα του τοπικού ήρωα· σε αντίθεση με το μεγάλο της πλατείας, που είναι πεντακάθαρο και φωτισμένο, να είναι βρώμικο, να είναι βαμμένο· να είναι βαμμένο με μπογιές, να έχει πάνω του γραμμένα πάνω του, κάθε λογής συνθήματα. Αυτό θα πει αντίθεση, αυτό δείχνει πως η ζωή είναι διπρόσωπη, και μοιάζει με τον Ιανό, ή με κάποια από τις μορφές της τράπουλας. Από την μία η δόξα, από την άλλη η χλεύη· κι ανάμεσά τους να ειν' ο χρόνος που κυλά.
Φωτογραφίζω και κάποια από τα δέντρα· ορισμένα από αυτά ειν' τυλιγμένα με κισσούς και με άλλα αναρριχώμενα φυτά.
Μια γυναίκα περνάει. Είναι μεταξύ τριάντα πέντε και σαράντα ετών. Ειν' όμορφη, όμως η ομορφιά της δεν βγαίνει μέσα από κάποιου είδους πρόκληση, αλλά από μια σοβαρότητα, που την εκπέμπει προκαλώντας μ' ένα δικό της τρόπο, πιο ουσιαστικό, θα έλεγα, πιο διαχρονικό.
"Σταθείτε", της φωνάζω.
"Σ' εμένα μιλάτε;", μου απαντά.
Τρέχω κοντά της βιαστικά. Της εξηγώ ποιος είμαι και τι κάνω. Της ζητώ να γίνει το μοντέλο μου, για μια φωτογραφία. Με κοιτά παράξενα. Αυτό είναι κάτι λογικό. Τελικά δέχεται. Την βάζω να καθίσει σ' ένα παγκάκι, την τοποθετώ ώστε να "γράφει ", όλη αυτή την σοβαρή και την σεμνή της ομορφιά, σ' ένα μεγάλο πλάνο. Μία αναπνοή, ένα δευτερόλεπτο σιωπής, κι αυτό ειν' όλο.
"Αυτό ήταν - ελεύθερη", της λέω.
"Ελεύθερη;", μου απαντά κοιτάζοντάς με μ' απορία.
Την κοιτάζω· κάνω έναν μορφασμό, που προσπαθεί να δείξει κάτι μεταξύ απορίας και ειρωνείας. Κάνω κάτι σαν υπόκλιση, κι εκείνη, χαμογελώντας μου για πρώτη φορά, μα και για τελευταία, φεύγει, απελευθερώνοντας και μένα από αυτή την παράξενη διαδικασία διαλόγου, που είχε σαν μόνο του στόχο: μία φωτογραφία, μία στιγμή, έναν συμβολισμό.
Προχωρώ προς το πίσω μέρος από το πάρκο. Περνώ την παιδική χαρά και το αναψυκτήριο. Εμπρός μου μόνο δέντρα. Λίγες οι φωτογραφίες που βγάζω εδώ, Οι ήχοι των πουλιών δυναμώνουν. Δεν ξέρω αν ειν' χαρμόσυνοι - αν ειν' λυπητεροί.
Φτάνω στην πίσω πόρτα από το πάρκο. Βγαίνω εκτός του. Περπατώ στο πεζοδρόμιο. Δίπλα μου ο δρόμος είναι ταχείας κυκλοφορίας. Κινούμαι παραλλήλως με το πάρκο. Φτάνω στην ανατολική του την πλευρά - εκεί που τελειώνει. Περνώ τον κάθετο τον δρόμο και βρίσκομαι απέναντι. Θυμάμαι πως τα χρόνια τα παλιά ο δημοτικός ο φωτισμός της πόλης τελείωνε κάπου εδώ. Θυμάμαι ακόμη, που ο πατέρας μου όταν φτάναμε σε αυτό το σημείο, τις νύχτες που πηγαίναμε στο σπίτι της γιαγιάς μου, που έμενε λίγο πιο πέρα, άναβε ένα πλακέ φακό που είχε πάντοτε μαζί του, για να μπορούμε να βλέπουμε μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι της γιαγιάς.
Προς το γήπεδο κινούμαι τώρα. Οι πολυκατοικίες συνεχίζουν να υπάρχουν. Που και που, όμως, εδώ υπάρχουνε και μονοκατοικίες - και κάποιοι κήποι... Παλιά εδώ υπήρχανε μικρά σπιτάκια, με δέντρα, ωραίους μπαξέδες καιγύρω τους παντού γρασίδι. - η αντιπαροχή απαλλοτρίωσε τα πάντα και έφερε τους ανθρώπους μακριά.
Της Μαρίνας της άρεσε πολύ να βλέπει - να χαζεύει αυτούς τους κήπους. Ήταν και η δροσιά όπου ερχόταν από εκεί και έκανε τις ώρες του καλοκαιριού, να είναι πιο ήπιες, πιο όμορφες και πιο γλυκές.
Φωτογραφίζω δυο κήπους που έχω βρει - ποιος ξέρει, αύριο μπορεί να μην υπάρχουν. Ύστερα προχωρώντας φτάνω έξω από το γήπεδο - είναι το πιο απομακρυσμένο σημείο της διαδρομής που 'χω χαράξει. Γύρω από το γήπεδο, η αλάνα που υπήρχε, είχε γίνει ένα πάρκο - ένα ακόμη πάρκο. Ένα πάρκο διαφορετικό, που απευθύνεται σε κόσμο που αθλείται. Φωτογραφίζω διάφορες γωνίες απ' το πάρκο, παίζοντας με τον ήλιο, που όλο και πιο πολύ προσεγγίζει τον ορίζοντα. Παίζω με τις ακτίνες του, δημιουργώ εικόνες μαγικές. Μετά φωτογραφίζω τις ζωγραφιές που έχουν κάνει νεαροί, στους τοίχους απ' την μάντρα του γηπέδου...
Όλα έχουν αλλάξει. Γυρίζω και πάλι προς τον ήλιο. Εκείνος έχει σχεδόν κρυφτεί πίσω από την πόλη. Παίρνω τον δρόμο της επιστροφής, με κυριεύει μία μελαγχολία. Κοιτάζοντας ψηλά νομίζω ότι οι κορυφές απ' τα ψηλά τα κτίρια, θα ακουμπήσουν, θα με σκεπάσουν. Ζητώ λιγάκι ουρανό, θέλω να αναπνεύσω. Η μόνη φωτογραφία που βγάζω σήμερα, δείχνει αυτό ακριβώς το πράγμα.
Ανοίγω το βήμα μου. Κατευθύνομαι στην αγορά. Ετούτος ο Δεκαπενταύγουστος δεν θα 'χει σινεμά, δεν θα 'χει Μαρίνα, δεν θα 'χει άλλα όνειρα απ' τα παλιά. Έχει όμως ανθρώπους νέους. Κάποιους από αυτούς, τους βλέπω στα μπαλκόνια να ονειροπολούν, σκεπτόμενοι το μέλλον τι θα φέρει. Κάποιοι ίσως γυρίζουνε από διακοπές, άλλοι θα βλέπουν τηλεόραση από συνήθεια.
Εμπρός από ένα προποτζίδικο, δυο άνδρες μαλώνουν για την μπάλα. Τους προσπερνώ, προσπερνώντας έτσι, ίσως έναν απ' τους παλιούς μου εαυτούς. Βάζω την φωτογραφική μου μηχανή μες στο τσαντάκι. Η διαδρομή αυτού του Δεκαπενταύγουστου τελείωσε εδώ. Λίγο το παρόν, λίγο το μέλλον, πολύ το παρελθόν, σ' αυτή μου την ημέρα. Μπαίνω σ' ένα από τα λίγα τα φαγάδικα που είναι ανοικτά.
"Τρία σουβλάκια", λέω στην κοπελιά.
"Πακέτο;", με ρωτά.
"Πακέτο", της απαντώ, γυρίζοντας τις πλάτες προς την πόρτα.

Απόστολος Βεργής

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

Aπέναντι από τους όχλους βρίσκεται η ελευθερία

Απέναντι από τους όχλους βρίσκεται η ελευθερία
Αυτό που δείχνει να είναι καλό δεν είναι πάντοτε καλό. Η απόκρυψη του κακού μέσα στο καλό ειν' κάτι το συνηθισμένο. Οι λαϊκιστές και οι managers το γνωρίζουν και το έχουν σαν αρχή ενώ οι ακόλουθοι δεν το καταλαβαίνουν. Είναι ένα διαρκές παιχνίδι που παίζεται ανάμεσα στο προφανές και στην ουσία. Το ότι δε, οι όχλοι ακολουθούν τα προφανή, κάνει τους λαϊκιστές και τους managers να τους αναζητούν μα και να τους κατασκευάζουν.
Κατασκευάζονται οι όχλοι; - Συχνότατα ναι και μάλιστα πολύ εύκολα. Η μαζο-ψυχολογία, η βουλιμία των μαζών για ασφάλεια, για βόλεμα, για ευκολία, για λίγη εξουσία, για κάμποση κυριαρχία, είναι κάποια ανθρώπινα συστατικά που στα χέρια ικανών διαχειριστών γίνονται εργαλεία και πεδία βολής λαϊκιστικών συνθημάτων, ψευτο-ιδεών, ψευτο-ιδανικών, σκέψεων που αφορούν διαχωρισμούς, που οδηγούν τις μάζες στην ολοποιημένη πίστη, στον φανατισμό, στην μη κριτική (ή στην μονόπλευρη κριτική), στην όξυνση κι εντέλει στην συγκέντρωση πολλών προσώπων σε ένα λάθος.
Μόνο η ελευθερία, η κριτική σκέψη και ο διαρκείς αναζητήσεις στέκονται απέναντι από τις διαδικασίες της οχλο-δημιουργίας. Η ύπαρξη δε, ορίων στην σκέψη και στην ανάλυση, είναι που διακρίνει τον κριτικά σκεπτόμενο άνθρωπο από τον άνθρωπο των όχλων: Δεν υπάρχει περίπτωση άνθρωπος "ανοικτής" σκέψεως να αποδεχτεί "τοις μετρητοίς": μια ιδέα, μια λύση, μια θέση, ένα κάτι, πριν το περάσει μέσα από τα φίλτρα: των σκέψεων, των γνώσεων, των εμπειριών του, ζυγίζοντας, εντοπίζοντας τα σωστά, εντοπίζοντας τα ύποπτα, εντοπίζοντας και τις αδυναμίες, μη δεχόμενος ιδανικά μοντέλα αλλά μόνο: διαρκείς βελτιωτικές διαδικασίες. Αντιστοίχως, δεν υπάρχει περίπτωση ένας άνθρωπος των όχλων να μπει σε διαδικασίες βαθιάς σκέψεως, αποδεχόμενος τις έτοιμες ιδέες, λύσεις κτλ που του προσφέρονται, ακολουθώντας τελικά: θεσμούς, ηγέτες, εξουσίες ως και "μέχρι θανάτου". Χαρακτηριστικό παράδειγμα: οι οχλικοί - ναζί άνθρωποι της Γερμανίας των δεκαετιών 30 και 40 και η αυτόματη αποδοχή από αυτούς: ιδεών, θέσεων και λύσεων προερχομένων από το εθνικο-σοσιαλιστικό κόμμα· ακόμα και της "τελικής λύσεως" και τα κρεματόρια που την ακολούθησαν - εντέλει, όμως, και στην μαζική πτώση ολόκληρης της ίδιας τους της κοινωνίας, όταν ο κόκκινος στρατός βρέθηκε μέσα στο Βερολίνο.
Ούτε τα ιδανικά έχουνε όρια, ούτε και η εξέλιξη του κόσμου. Χρειάζεται μια διαρκή αυτο-υπέρβαση ο κάθε άνθρωπος για να βρίσκεται κάθε φορά στην πρέπουσα για εκείνον θέση και να παράγει σοφία και ανατροπές - ουδείς οχλικός άνθρωπος μπορεί να ξεκινήσει μία συστημική ανατροπή, γιατί, απλούστατα, είν ' αλλοτριωμένος.
Κάτι ακόμα που ξεχωρίζει τον κριτικά σκεπτόμενο άνθρωπο από τον άνθρωπο των όχλων είναι η διάρκεια. Η διάρκεια των κριτικών διαδικασιών δεν έχει όρια κι αυτές ανανεώνονται μέσα απ' τα κενά που βρίσκουν (κάθε φορά) σ' αυτό που ονομάζεται αλήθεια - εκεί επανα - κινητοποιούνται παράγοντας προόδους.
Τελικά τα πάντα γίνονται για την πρόοδο. Το γεγονός ότι υπάρχουν και δομές, κάθε φορά, που δεν επιθυμούν (συνήθως λόγω του ότι χάνονται συγκεκριμένα οφέλη από ομάδες προνομιούχων πληθυσμών) επιβεβαιώνει την ανάγκη για εγρήγορση της κριτικής και της (δι αυτής) αξιολογήσεως των πάντων, με τρόπους που να πηγάζουν από την ελευθερία και που να οδηγούν ξανά σ' αυτή, παρακάμπτοντας: απαγορεύσεις, επηρεασμούς και μαζικές χειραγωγήσεις.
Απόστολος Βεργής

Τρίτη 11 Αυγούστου 2015

Από το μυθιστόρημά μου: Δανάη

Από το μυθιστόρημά μου: Δανάη
Έπεσε πάνω του ξανά. Τον άφησε να παίζει με τον ένα  της μαστό σα να τανε μωράκι. Κείνη την ώρα ο εσωτερικός της κόσμος ήτανε μόνο ηδονή: Το μοβ, το ροζ, το θαλασσί, οι τρεις ευθείες των ακμών του δωματίου, οι τάσεις προς την στιγμή του οργασμού, η ρώγα της που είχε ξανανθίσει: Ένας μεγάλος ουρανός γεμάτος με πολύχρωμα μπαλόνια: Αυτός ήταν ο ιδανικός της κόσμος. Μέσα σε ένα τέτοιο κόσμο θα ήθελε να ζει. Να ζει, να βιώνει τις αισθήσεις της, να πλάθει την ψυχή της.
Απόστολος Βεργής

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2015

Πρόποση


-Πρόποση -
Αποφάσισα να παίξω με τον χρόνο.
Οι διαστάσεις του είναι απατηλές.
Δεν το καταλαβαίνεις και η ώρα φτάνει,
πριν να προλάβεις να μετρήσεις αριθμούς,
πριν να προλάβεις ν' αντικρίσεις
την αλήθεια.

Το γκιούλ μπρισίμι με λησμόνησε.
Περπάτησα ως την Αφρική,
περπάτησα ως τις πυραμίδες,
απέρριψα τις προσφορές του αρχικού θιάσου,
ταπείνωσα τον Είναι
μιας ξακουστής - μεγάλης μάγισσας,
έσπασα το σπαθί ενός σπουδαίου μονομάχου.

Πολιτιστικές εκδηλώσεις, νευρικές δηλώσεις,
χώροι με τραπεζοκαθίσματα
σε δρόμους δίχως τέρμα.
Πιστεύω στην δύναμη της Αμοργού,
τρίβω τα μάτια μου
μην θέλοντας να κλαίω.

After midnight θ' αρχίσει να χιονίζει,
κάνω την πρόποση και περιμένω:
κλείνω το φως, μετρώ τις αστραπές.
Απόστολος Βεργής

Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

Οι κοινωνίες και η αυτοβελτίωση των μελών τους

Οι κοινωνίες και η αυτοβελτίωση των μελών τους
Oι "γνώσεις για τις γνώσεις" και οι "τέχνες για τις τέχνες" αποτελούν δύο θανάσιμες παγίδες για τον σύγχρονο πολιτισμό. Οι αυτοπεριορισμοί ερχόμενοι από μέσα προς τα έξω, απομονώνουν τα αποτελέσματα, αποστερώντας τα ακόμα και από τα υποκείμενα που τα παράγουν: ιδέες, ανακαλύψεις, σοφία, ομορφιά, δεν κάνουνε τους κύκλους τους, αφήνοντας τις κοινωνίες και τα άτομα που τις αποτελούν να βιώνουν τις υπάρξεις τους εντός κενών πεδίων.
Οι γνώσεις και οι τέχνες είναι αγαθά και αφορούν τον επέκεινα των ιδίων χώρο· ειδικά για τις κοινωνίες ο ρόλος τους είναι ζωτικός, γιατί είναι παράγοντες που μαζί με την σκέψη, διαμορφώνουν, με την σωστή τους χρήση: κοινωνίες σταθερές και ευνομούμενες ενώ η λάθος χρήση τους οδηγεί: στην (με την κακή έννοια) αναρχία, στην διάλυση, στην πτώση.
Ο σύγχρονος σκεπτόμενος άνθρωπος πρέπει να θέλγεται από το να μαθαίνει, από το να δημιουργεί, απ' το να εξελίσσεται, βελτιώνοντας διαρκώς την ύπαρξή του, με προστιθέμενη αξία σε αυτή να είναι ένα σύνολο από κομμάτια αρετής, καλής γνώσης και αισθητικής, , με στόχο καθημερινά αποτελέσματα και προσωπικές επιτυχίες που να ανοίγονται στις κοινωνίες, βελτιώνοντας κι αυτές.
Η κατάκτηση όλων των παραπάνω, εντέλει, εάν δεν συνδυάζεται με προσωπική ανάταση, με την καλαισθησία, με το πνεύμα της αρετής και με το πνεύμα της ειρήνης, πάει χαμένη· κι ολόκληρες, τότε, κοινωνίες οδηγούνται μαζικά στο να παράγουν: σχολές μονομάχων, κάτεργα, Τρεμπλίγκες, Γκουαντάναμο, Γκουλάγκ και Μακρονήσια. Και, βέβαια, το ουσιώδες βρίσκεται στους ρόλους της εφαρμογής και των ερμηνειών - ειδικά όταν μιλάμε για τις τέχνες και για την ερμηνεία των έργων που προκύπτουν από αυτές, είναι τεράστια θέματα: το ποιος ερμηνεύει, με ποια κριτήρια, με ποιους σκοπούς, με ποια όρια...
Στα παραπάνω, οι απαντήσεις δίνονται εντός των κοινωνιών από τις ίδιες, ακριβώς, τις κοινωνίες. Αυτή είναι μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες των κοινωνιών, που λόγω της κατασκευής τους, εμφανίζεται επάνω τους, κατά καιρούς: ταύτιση υποκειμένου και αντικειμένου, υποβαθμίζοντας (σ' αυτές τις περιπτώσεις) τον ρόλο της κριτικής (και της αυτοκριτικής)· ειδικά δε, όταν συμβαίνει, κοινωνίες χειραγωγούμενες να παρασέρνονται, σημαίνει εκτροπή και βαρβαρότητα, σημαίνει διαδικασία ολοκληρωτισμού, δια της κοινής συνειδήσεως, της υπό - αναπτύξεως, των αντανακλαστικών μηχανισμών και του μιμητισμού.
Η επάνοδος ξεκινά από το κάθε άτομο ξεχωριστά και από την ανάπτυξη της κριτικής του λειτουργίας. Η αυτό - βελτίωση είναι μια επανάσταση που πρέπει να την αποζητούμε (ο καθένας για τον εαυτό του) όλοι μας - αν είναι δυνατόν να ξεκινάμε διαρκώς από κάποιο μηδέν και να αλλάζουμε με γνώμονα την καλή προσωπική αισθητική και τις διαχρονικές αξίες, όπως αυτές θεσμίστηκαν από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, από τον διαφωτισμό και από τους κανόνες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Επέκεινα βρίσκεται ο κόσμος... Αλλάζοντας τα μέλη που τον αποτελούν, μπορεί κάποτε και αυτός ν' αλλάξει.
Απόστολος Βεργής

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

Από το μυθιστόρημα μου: Δανάη

Από το μυθοστόρημά μου: Δανάη
Του σέρβιρε τον καφέ. Ύστερα πήγε και κάθισε στην πολυθρόνα που ήταν ακριβώς απέναντί του. Τον κοίταζε που έπινε τον καφέ του γουλιά - γουλιά. Έδειχνε κουρασμένος. Όχι σωματικά, μα πνευματικά, ίσως και ψυχικά. Τον κοίταζε  και προσπαθούσε να  τον ψυχολογήσει, απ' τις κινήσεις του, από τους μορφασμούς του, από τα μάτια του... Προσπαθούσε να τον καταλάβει, να δει και πίσω απ' την αφηρημένη του ματιά το τι κρυβόταν.
“Δείχνεις κουρασμένος”, του είπε. Ο Σωκράτης για λιγάκι συνέχισε να ασχολείται με τον καφέ που έπινε. Μετά, κάρφωσε τα μάτια του επάνω στην Δανάη. Κούνησε το κεφάλι του πάνω - κάτω, επιβεβαιώνοντάς την. “Ναι, ετοιμάζω την μεταπτυχιακή της εργασία και δουλεύω αρκετά αυτή την εποχή”, της απάντησε. “Είναι κι αυτός ένας από τους λόγους που δεν πας στις συνελεύσεις;”, ρώτησε η Δανάη, ρίχνοντάς του ταυτόχρονα πάνω του μια ματιά γεμάτη ειρωνεία...
Δεν ήταν κανένας ηλίθιος ο Σωκράτης για να μην καταλάβαινε εκείνη την ειρωνική μα και ταυτόχρονα προκλητική στάση, απέναντί του, της Δανάης. Η στάση αυτή, μάλιστα, τον εκνεύρισε λιγάκι. “ Όχι βέβαια! Αποφεύγω τις πολλές παρουσίες μου στις συνελεύσεις, γιατί πιστεύω ότι φθείρουν με τις επαναλήψεις την ουσία της υπάρξεώς τους. Γιαυτό υπάρχουν και τα λεγόμενα 'όργανα' και στα πανεπιστήμια μα και παντού, σε κάθε κοινωνία που θέλει να την ονομάζουν ευνομούμενη μα και να είναι. Η Μαρία μετέχει στα 'όργανα' καθώς έχει εκλεγεί ενώ εγώ όχι. Είναι επιλογή μου η μη παραπάνω συμμετοχή και την υπερασπίζομαι. Όσο για την εργασία μου, εκείνη αφορά τον ρόλο μέσα σε κάθε συλλογικότητα των αυτεξούσιων ατόμων - την διαχείριση και την αυτονομία τους. Σαφώς και αφορά τον τρόπο που λειτουργούν οι συνελεύσεις και τα συμβούλια αυτά - πια βλέπω αυτές τις λειτουργίες κριτικά και για να το πετύχω προσπαθώ να κρατώ μία απόσταση από τα γεγονότα· είναι κι αυτός ένας ακόμη λόγος που απέχω”.
Μονολόγησε για λίγο. Ο τόνος της φωνής του φανέρωνε μια ένταση κυρίως εσωτερική που προέρχονταν, ίσως απ' την αγάπη του για την επιστήμη της κοινωνιολογίας, ίσως απ' τα προβλήματα που έβλεπε να υπάρχουνε στην καθημερινότητα των συνανθρώπων του, ίσως και στα προβλήματα της σχέσης του με την Μαρία.
Η Δανάη το κατάλαβε αμέσως. Κατάλαβε την ευαισθησία αυτού του νεαρού ανθρώπου κι αισθάνθηκε κάπως άσχημα που του 'χε συμπεριφερθεί ειρωνικά. Σώπασε. Μετάνοιωσε. Κατέβασε το κεφάλι της. Ο Σωκράτης το κατάλαβε. Δεν ήθελε να την βλέπει να ειν'  σε θέση δύσκολη. Άλλωστε, είχε αρχίσει να την συμπαθεί, ήδη, από την προηγούμενη φορά που είχανε βρεθεί, στο πάρτι της Μαρίας. “Υπάρχει άλλος καφές”, την ρώτησε. Εκείνη σήκωσε το κεφάλι της. Στο μισοσκόταδο, πίστευε ότι εκείνος δεν θα έβλεπε τα μάτια της που ήτανε υγρά. “Υπάρχει... Υπάρχει και καφές, υπάρχει και μουσακάς, αν ήθελες και κάτι για να φας”, του απάντησε.
“Ευχαριστώ! Μια κούπα με καφέ μονάχα”, της απάντησε. Την είδε να σηκώνεται και μ' ένα πανάλαφρο περπάτημα, να πηγαίνει στην κουζίνα. Πριν λίγες στιγμές, όταν εκείνη είχε σηκώσει το κεφάλι της, είχε παρατηρήσει τα μάτια της που γυάλιζαν και ήτανε υγρά· είχε καταλάβει ότι στα έγκατα της ψυχής εκείνης της γυναίκας, κάτι έβραζε, κάτι, που την προέλευσή του δεν μπορούσε να την εντοπίσει, μα καταλάβαινε ότι υπήρχε και την έκαιγε και την έκανε να είναι αναστατωμένη: Ίσως η μοναξιά, ίσως ο άνδρας της, ίσως οι σχέσεις της με τα παιδιά της· ίσως όλα αυτά μαζί, ίσως κι ακόμα κάτι· κάτι πολύ προσωπικό, κάτι συνδεδεμένο με την ύπαρξή της.
Κοιτάζοντας τους γοφούς της να ανεβοκατεβαίνουν κάτω από το νυχτικάκι της το ελαφρύ, καθώς εκείνη επέστρεφε στο σαλόνι κρατώντας στο 'να χέρι της την κούπα με τον καφέ για να του τον σερβίρει, εκείνος ένιωσε στην ατμόσφαιρα να υπάρχει κάποιου είδους ερωτισμός. Καθώς εκείνη έσκυψε για να ακουμπήσει εμπρός του τον καφέ, την παρατήρησε καλύτερα. Είχε μπροστά του ένα πλάσμα ποθητό και μελαγχολικό αντάμα. Την μια στιγμή την έβλεπε σαν μια γυναίκα - όνειρο, την άλλη σαν αγρίμι φοβισμένο: σαν μία γάτα που τη μια νομίζεις πως ειν' έτοιμη να σου επιτεθεί και την επόμενη στιγμή την νιώθεις να τρίβεται στα πόδια σου ζητώντας προστασία.
Μπορεί να ήταν όντως έτσι.  Πιο κοντά, όμως, τους έφερε μία κίνηση που έκανε η Δανάη: αντί να πάει και να ανάψει το φως, έφερε στο τραπεζάκι και άναψε δυο κεριά. Αυτή της η κίνηση πρόσθεσε στην ατμόσφαιρα κι άλλο ερωτισμό
Την ευχαρίστησε. Πήρε στα χέρια του την κούπα με τον καφέ και άρχισε να πίνει. Η Δανάη τον παρακολουθούσε. Στο μυαλό της ήλθε η αγκαλιά που της είχε δώσει καθώς χόρευαν στο πάρτι της Μαρίας· ήλθε η αίσθηση από τα δάκτυλά του που ακουμπούσανε και σέρνονταν επάνω στην σπονδυλική της στήλη . Είχε ανατριχιάσει - ήτανε το αγόρι της κόρης της, ήταν και αρκετά μικρότερός. Μάζεψε τα πόδια της πάνω στην πολυθρόνα που καθόταν. Από τη μια ήθελε να τον αγκάλιαζε και να τον γέμιζε με φιλιά, να γίνει ταυτοχρόνως για εκείνον μία μητέρα δεύτερη μα και μια ερωμένη, γνωρίζοντας πως η κόρη της δεν θα του έδινε ποτέ την πρέπουσα στοργή, αυτή που ολοκληρώνει μία σχέση. Από την άλλη όμως, χρειάζονταν δύναμη τεράστια για να ξεπεράσει τα ταμπού που μέσα της υπήρχαν.
Η Δανάη την καταλάβαινε την μοναξιά εκείνου του παιδιού και την συνέκρινε με την δικιά της: την μοναξιά της, την ζωή της που κινούνταν ανάμεσα σε απουσίες, τις ονειροπολήσεις, την τόλμη και την ατολμία της μαζί, την καθυστερημένη την ζωή της... 
Τράβηξε τα μαλλιά της προς τα πίσω. Ανάσανε βαθιά. Τέντωσε ύστερα τα χέρια της προσπαθώντας να ξεμουδιάσει. “Αν πεινάς, μην ντρέπεσαι μα μου το πεις, σου είπα πως υπάρχει νόστιμος μουσακάς μες στο ψυγείο”, του είπε. Ο Σωκράτης χαμογέλασε και της επιβεβαίωσε πως δεν πεινούσε, ψάχνοντας μες στο ημίφως από το δωμάτιο, μα βρει το βλέμμα της, να βρει το πρόσωπό της. “Πάντοτε έτσι ήσυχα είναι εδώ;”, την ρώτησε. Η Δανάη χαμογέλασε: “Εκτός απ' τις φορές που κάνει πάρτι η Μαρία”, του απάτησε. “Ε, δεν κάνει και συχνά”, επανήλθε ο Σωκράτης. 
Την έκανε να γελάσει. Την έκανε, ουσιαστικά, να παραδεχτεί , εμμέσως, ότι η ζωή της κινούνταν μέσα στην μοναξιά. Τότε εκείνος σηκώθηκε και πήγε κοντά της. Άρχισε να την τρίβει τους ώμους πάνω από το νυχτικό, προσπαθώντας να την ξεκουράσει· κι εκείνη του αφέθηκε, έχοντας μέσα της ανάγκη κάτι τέτοιο. Κόλλησε πάνω του. Ανάμεσά τους υπήρχανε μονάχα ρούχα: τα ρούχα του και το βαμβακερό το ύφασμα απ' το κοντό της νυχτικάκι.
Έκανε λίγο πίσω. Τέντωσε το κορμί της προς τα πάνω. Σήκωσε το δεξί της χέρι. Του χάιδεψε το μάγουλο. “ Είσαι καλό παιδί”, του είπε. Ύστερα έσμιξα ν τα στόματά τους, ταυτόχρονα με την δημιουργία μιας συνθέσεως από χάδια και αγκαλιές και από κάποια δάκρυα που έδειχναν συμπάθεια και πάθος. “Όχι τώρα, όχι εδώ”, του είπε σαν εκείνος αρχίνησε να της φιλά, επάνω από το νυχτικό, το στήθος. “Ναι, όχι εδώ, όχι τώρα”, επανέλαβε κι εκείνος, δίνοντάς της ένα τελευταίο υγρό φιλί.
Ύστερα σηκώθηκε και πήγε προς την μπαλκονόπορτα. Τον ακολούθησε κι εκείνη. Στάθηκε από πίσω του και τον αγκάλιασε. Ακούμπησε το κεφάλι της στην πλάτη του. Έκλεισε τα υγρά της μάτια. Στην αγκαλιά της ήταν εκείνος, ήταν και ο Αλέξανδρος, ήταν κι ολάκερή της η ζωή: Η ζωή που 'χε ονειρευτεί, η ζωή που δεν την έζησε ποτέ της. Ήθελε να μιλήσει· από το στόμα της δεν έβγαινε μιλιά. Μέχρι που γύρισε και την αγκάλιασε και κείνος. “Δεν ήταν λάθος”, της ψιθύρισε. “Ήτανε υπερβολικά πραγματικό - ειν' υπερβολικά πραγματικό, και η συνέχειά του, αν θα υπάρξει, ειν ' ένα θέμα της ζωής μας. Την αγαπώ, όμως, την Μαρία και να την αγαπώ θα συνεχίσω...”. “Να την αγαπάς την Μαρία. Να την αγαπάς πραγματικά. Να την αγαπάς πάρα πολύ ... -  εγώ ειμ' άλλο... Αν μετά το σημερινό υπάρξει κάποια συνέχεια, το ξέρει μόνο η ζωή μας και να το δείξει, μόνο αυτή υπάρχει που μπορεί”, του είπε και κινήθηκε προς τα πίσω, χαρίζοντάς του ένα χαμόγελο όλο μελαγχολία.
Τον συνόδεψε μέχρι την εξώπορτα. Έμεινε εκεί μέχρι που εκείνος χάθηκε στην σκοτεινιά του διαδρόμου. Όταν γύρισε στο σαλόνι, χάθηκε και εκείνη. Χάθηκε στον λαβύρινθο της μοναχικής της,  τής ζωής.Το δωμάτιο φωτίζονταν μόνο από τα δυο κεριά. Κοίταζε τις φλογίτσες τους, ένιωθε απ' την όψη τους εξαρτημένη. Ότι υπόλοιπο υπήρχε γύρω της, το 'χε σκεπάσει το σκοτάδι. Είχε καθίσει στον καναπέ και κοίταζε τις δυο φλογίτσες που τρεμοπαίζανε και άλλαζαν συνέχεια τα σχήματά τους, μοιάζοντας με μικρά φαντασματάκια.
Όντως, η συνέχεια των όσων είχε ζήσει εκείνο το απόγευμα ήτανε θέμα της ζωής της - ήτανε θέμα της ζωής, όπως και κάθε τι που βρίσκεται στο μέλλον.
ΑΠΌΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ




Κυριακή 2 Αυγούστου 2015

ΑΠΟ ΤΟ ΕΝ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

ΑΠΟ ΤΟ ΕΝ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Το πεδίο που ονομάζεται κόσμος, δεν είναι κάτι μονοσήμαντο, δεν είναι κάτι αδιαίρετο, δεν είναι κάτι ομοιογενές, δεν είναι κάτι διαρκές. Ο διαχωρισμός και η διαφοροποίηση είναι δυο διαρκείς και κοινωνικά δομικές διαδικασίες -  ο διαχωρισμός και η διαφοροποίηση, όχι μόνο των όντων, αλλά και των εννοιών, των φαινομένων και του λεγόμενου: "αγνώστου - υπερφυσικού". Η διαφοροποιημένη υφή του κόσμου μας, παράγει πράξεις και αντιλήψεις διαφορετικές - παράγοντας τον υποκειμενισμό και την δημιουργία των σημασιών στην γλώσσα, στον (δι αυτής) λόγο, στα αποτελέσματα. Συμπέρασμα: μετά από την διεύρυνση των σημασιών, δεν υπάρχει, ούτε "όλον", ούτε "απόλυτο", ούτε μονάχα "ένας δρόμος" που να οδηγεί στο μέλλον (όπου μέλλον: και χρόνος μα και χώρος).
Οι κοινωνίες αποτελούνται από μοναδικότητες - χρηστικά αυτές ομαδοποιούνται με βάση κοινά τους τα μακρο - χαρακτηριστικό. Η μη ύπαρξη του απολύτου σχετικοποιεί τις μοναδικότητες δια των μεταξύ των σχέσεων - αυτές οι σχέσεις είναι που παράγουν τις αντιδράσεις σαν γίνονται προσπάθειες ολοποιήσεων· ξεκινώντας από το εν, για να οδηγηθούν τελικά στην επανάσταση - που δεν είναι απαραίτητο να είναι "πολεμική", αλλά μπορεί να είναι και αόρατη (βλέπε: επανάσταση υψηλής τεχνολογίας).
Σκεπτόμενοι ξεφεύγουμε από την φυσική μας (ζωώδη) υφή. Σκεπτόμενοι γινόμαστε άνθρωποι (παράφραση Ντε Καρτ). Σκεπτόμενοι μαθαίνουμε να έχουμε και απαιτήσεις - δεν είναι τυχαίο ότι οι ολοκληρωτισμοί πυροβολούν την σκέψη και: "στόχος είναι το μυαλό" (Κ. Γώγου). Οι απαιτήσεις που αφορούν την ποιότητα της βασικής ζωής είναι οι πλέον δίκαιες απαιτήσεις - μαραζώνοντας οι ποιοτικές απολαβές των μελών από τις κοινωνίες, δημιουργούνται προϋποθέσεις εξεγέρσεων και ξεκινούν ζυμώσεις.
Οι επαναστάσεις ξεκινούν απ' το μυαλό - από την σκέψη. Ξεκινούν από την δημιουργία του: "τι θέλουμε να αλλάξουμε", αρχίζοντας από τον κάθε ένα σκεπτόμενο άνθρωπο και έπειτα ανοίγονται, συνθετικά, στις κοινωνίες. Το: "τι θέλουμε να αλλάξουμε" αποτελεί την ταυτότητα κάθε επαναστάσεως - η αδυναμία αναπτύξεως του: "τι θέλουμε να αλλάξουμε", αποδυναμώνει το Είναι της επαναστάσεως και της ορμής που πρέπει αν υπάρξει για να παραχθεί, εντέλει, αποτέλεσμα.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ