Ήταν η εποχή, που στην χώρα κυριαρχούσε η μεγάλη κρίση...Τα πάντα είχαν καταρρεύσει...Ο Λευτέρης Παππάς, είχε αποφασίσει, μετά μεγάλη καριέρα στην δημοσιογραφία, στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, να φύγει από την Αθήνα και να πάει να ζήσει στην πόλη, που είχε γεννηθεί...Δεν άντεχε πλέον εκείνη την απαίσια και καταθλιπτική ζωή της πρωτεύουσας...Ήθελε ηρεμία...ήθελε τα παιδικά του χρόνια πίσω...
   Είχε φύγει απ΄ την πόλη του, με μια βαλίτσα ρούχα, πολύ όρεξη για να μάθει πράγματα και την ευχή των γονιών του, που τον συνόδευε σαν καλή νεράιδα όλα τα χρόνια της ζωής του στο κέντρο...Σιγά-σιγά και βήμα-βήμα, έγινε ένας σπουδαίος δημοσιογράφος. Η ζωή του, ήταν ένα συνεχές ρεπορτάζ, η δε προσωπική του ζωή σχεδόν ανύπαρκτη.  Μια δυο σχέσεις, που πήγε να κάνει, έπεσαν θύματα των ωραρίων...Μέχρι που το πήρε απόφαση, πως ήταν καιρός να αποχωρήσει...Στο κάτω-κάτω, οικονομικά ήταν καλά και μια δουλειά, για να είναι παραγωγικός, θα την έβρισκε και στην πατρίδα του...Και την βρήκε...Δεν ήταν δύσκολο, ένα τηλέφωνο έκανε στον φίλο του τον Πάτροκλο τον συγγραφέα...κι εκείνος σε λίγες μέρες του τηλεφώνησε για να του πει, πως υπήρχε δουλειά σε ένα μικρό ραδιοφωνικό σταθμό της πόλης. Δεν ήθελε κάτι παραπάνω αυτός, μιας και ήταν τόσο γνωστός, που και μόνο με την παρουσία του, ο σταθμός θα αποκτούσε πιο πολλούς ακροατές...
   Αφού έκανε ένα μεγάλο πάρτι, όπου χαιρέτησε όλους τους ανθρώπους, με τους οποίους είχε συνεργαστεί όλα αυτά τα χρόνια...Μάζεψε τα πράγματα του και..."αποχαιρέτησε την Αθήνα της κρίσης...που χανόταν..."
   Φτάνοντας στην πόλη του, εγκαταστάθηκε σε ένα πολύ όμορφο σπίτι, που του είχε βρει ο φίλος του και σιγά-σιγά ξεκίνησε να την ανακαλύπτει ξανά...
   Την αγαπούσε και την μισούσε αυτή την πόλη ο Λευτέρης. Αγαπούσε τα μέρη και την ηρεμία της και μισούσε την συμπεριφορά κάποιων απ΄ τους ανθρώπους της...
   Τελικά δεν έπιασε απλά δουλειά σε εκείνο τον σταθμό αλλά έγινε και ιδιοκτήτης του...Ήθελε να αλλάξει αυτόν τον τόπο και βρήκε την ευκαιρία. Ο παλιός ιδιοκτήτης, δεν ζητούσε πολλά λεφτά. Πήρε και τον Πάτροκλο για υπεύθυνο πολιτιστικών θεμάτων και το θαύμα έγινε...Ό κόσμος και ειδικά οι νέοι αγκάλιασαν την νέα αυτή μορφή του σταθμού...Και το χαμόγελο μια πρώτης δικαίωσης στόλιζε το πρόσωπο του...
   Η ζωή στην επαρχία είναι ήρεμη... Έτσι πια είχε γίνει και η δική του ζωή...Όταν δεν ήταν στο σταθμό ή θα έβγαινε για καφέ ή ποτό με τον Πάτροκλο ή θα έπαιρνε το αυτοκίνητο του και θα έκοβε βόλτες στα χωριά...Αγαπούσε πολύ την φωτογραφία και προσπαθούσε να βγάζει όσες πιο πολλές μπορούσε , από΄τοπία της περιοχής  και μετά τις δημοσίευε στην ιστοσελίδα του σταθμού του...Προσπαθούσε δε να γνωρίσει όσο πιο πολύ κόσμο μπορούσε, γιατί έτσι ήταν ο χαρακτήρας του...Αλλά στην προσωπική του ζωή ήταν μόνος...Δεν το θελε, μα φοβόταν...Η πόλη αυτή, του είχε χαρίσει μόνο ερωτικές απογοητεύσεις...
   Εκείνη την μέρα ο φίλος του έλειπε και έτσι, πήγε στο πάρκο της πόλης, να πιει τον καφέ του μόνος. Πήρε και μια εφημερίδα, για να περάσει την ώρα του και κάθισε σε ένα από τα  ακρινά τραπέζια του αναψυκτηρίου...Παράγγειλε τον εσπρέσο του και άρχισε να διαβάζει την εφημερίδα του ,΄ρίχνοντας που και που μερικές ματιές γύρω του, για...να βλέπει τι γίνεται...
   Σε ένα από αυτά τα γυρίσματα των ματιών του, την είδε...Ήταν η Τώνια η συμμαθήτρια του..."Δυστυχώς" σκέφτηκε .."μόλις μου έφεραν τον καφέ μου...διαφορετικά θα είχα φύγει ήδη...". Δεν ήταν καλή ανάμνηση γι αυτόν η μορφή της Τώνιας...Από τότε...στο Λύκειο...Πότε δεν ξέχασε και ίσως ποτέ δεν θα ξεχνούσε εκείνο το βράδυ, του σχολικού χορού...Ναι τότε, που σε μια κλήρωση ενός βλαμμένου παιχνιδιού, κληρώθηκε να χορέψει ένα αργό μπλουζ μαζί της...Και δεν ξεχνά τον μορφασμό που έκανε εκείνη...Σαν να 'ελεγε..."Μμμ...μ΄αυτόν..."Και δεν ξέχασε και εκείνα τα τρία λεπτά του χορού, το πόσο κρύα ήταν...Ίσως να ήταν και ένας από τους λόγους, που είχε φύγει από την πόλη του...
   Την είχε δει φευγαλέα κάποιες Μεγάλες Παρασκευές στους επιτάφιους , κατά τις σποραδικές  επισκέψεις, που έκανε στον τόπο του...Ήπιε λίγο καφέ και προσπάθησε να αφοσιωθεί, όσο γινόταν στην ανάγνωση της εφημερίδας του.
   Τον είδε κι εκείνη...Ναι αυτός ήταν,,,Ο Λευτέρης ο Παπάς...το μεγάλο της λάθος...Αυτός, που αφού έγινε διάσημος, επέστρεψε σαν μια δροσιά από το παρελθόν ή μαν μια ερινύα, στην πόλη τους...Αυτός, που τον χλεύασε, που τον απέρριψε...τότε...Το νιάνιαρο...Έτσι τον είχε πει...
   Τον κοίταζε επίμονα.Ήταν πράγματι ένα απωθημένο για εκείνη...Εκατοντάδες βραδιές είχε σκεφτεί τι θα γινόταν αν σε εκείνο τον χορό δεν ήταν τόσο υποτιμητική απέναντί του...Ίσως να μην είχε παντρευτεί τον σαρανταπεντάρη τότε βιοτέχνη της πόλης της, ίσως να μην είχε τόσο μεγάλα παιδιά,μ όπως έχει σήμερα, ίσως όμως και να μην αισθανόταν τόσο μόνη όσο σήμερα...
   Τα ήξερε κι ο Λευτέρης για την Τώνια...Ήξερε, πως μόλις τέλειωσαν το σχολείο, είχε παντρευτεί τον Νιόνιο τον Τοπούζογλου, τον επιδειξιομανή βιοτέχνη του δήθεν...Αυτόν που πρώτος έφερε αυτοκίνητο μπεμβέ στην πόλη - τα μερσεντέ ήλθαν πολύ αργότερα...Αυτόν, που ο Πάτροκλος χλέυαζε  λέγοντας "καλά την πήρε την μπεμβε...να οδηγεί ξέρει;" και όλοι μαζεμένοι στον μπαλκόνι απ το φροντιστήριο γελάγαμε...Ήξερε κι άλλα ο Λευτέρης ..Ήξερε, πως αυτή είχε δυο παιδιά - δεκαοκτώ και είκοσι χρονών- και πως μετά την πρώτη πενταετία σχετικά καλού γάμου, ο σύζυγος, την είχε σχεδόν παρατημένη,,,Μόνο της Κυριακές έβγαιναν στην πλατεία μαζί...και καλά για τα μάτια του κόσμου...Ήξερε πολλά...Σχεδόν όλα τα ήξερε...
   Συνέχισε να τον κοιτάζει αυτή...Ήταν ίδιος όπως τότε...μπορεί και ακόμη πιο όμορφος...Αχ θα ήθελε πολύ να τον πλησιάσει. Μετρούσε αντίστροφα μέσα της και όταν έφτανε στο μηδέν, δείλιαζε και ξανάρχισε την αντίστροφη μέτρηση...
   Κάποια στιγμή, από την  παρέα της έφυγαν όλοι και έμεινε μόνη της. Τότε ήταν που το πήρε απόφαση και τον πλησίασε...
   -Γειά...συγνώμη...είσαι ο Λευτέρης, έτσι δεν είναι; Με θυμάσαι;
   -Ναι Τώνια ο Λευτέρης είμαι...και φυσικά σε θυμάμαι. Της απάντησε αυτός...
   -Λευτέρη μου, δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω μετά τόσο καιρό...του είπε..Έχω μάθει πως γύρισες στην πόλη και πήρες και ραδιοφωνικό σταθμό...
   Ο Λευτέρης, την κοίταξε με ένα βλέμμα, μεταξύ ειρωνείας και ψεύτικης χαράς...
  -Ναι Τώνια εδώ είμαι ατό τον καιρό...Αρκέστηκε να της πει...
  -Αυτό είναι πολύ ευχάριστο...του απάντησε...
   Την κοίταξε ξανά...ήταν πολύ όμορφη μέσα στο μακρύ μπλέ καλοκαιρινό της φόρεμα...Είχε αφήσει μακριά τα ξανθά μαλλιά της -ήταν η μοναδική ξανθιά της τάξης του- και οι ελάχιστες ρυτίδες της, πιο πολύ λειτουργούσαν σαν στολίδια στο πρόσωπο της...Το σώμα της δε ήταν τέλειο...Σαν να μην είχε γεννήσει ποτέ,..σαν να ήταν ακόμη το κορίτσι του Λυκείου   με προστιθέμενη αξία, την ωριμότητα της...
   Αυτή την φορά της χαμογέλασε...
   -Τι θα έλεγες αν αύριο το απόγευμα βρισκόμαστε για καφέ εδώ στο πάρκο...Έχω τόσο πολύ καιρό να σε δω...Να τα πούμε...
   "Τι να πούμε", σκέφτηκε αυτός από μέσα του..."Τι να θέλει;"..."Σίγουρα θα ναι μόνη...θα λείπουν και τα παιδιά της..."Στην αρχή σκέφτηκε να αρνηθεί...μα λίγο η περιέργεια και λίγο το ήταν κάποτε ερωτευμένος μαζί της, τον έκανε να πει το ναι...
   -Εντάξει, αύριο το απόγευμα στις έξι εδώ...
   Χαιρετήθηκαν και περίμεναν να έλθει το αύριο...Και δεν άργησε να έλθει...
    Έξι το απόγευμα, κάτω απ΄ τη δροσιά των δέντρων εμφανίστηκαν και οι δυο στο ραντεβού τους...
   Έπιασαν το πιο ακριανό τραπέζι από όλα εκείνα, που ήταν παρατεταγμένα στο ξέφωτο, ανάμεσα στα δέντρα του πάρκου, παράγγειλαν τους καφέδες τους και άρχισαν να κουβεντιάζουν για τα χρόνια του σχολείου αλλά και για τα προβλήματα της εποχής, που ζούσαν...
   Ο Λευτέρης...άφηνε την Τώνια να μιλάει πιο πολύ, αντίθετα από το παρελθόν, όπου...που πρωταγωνιστής στις συζητήσεις ήταν ο ίδιος...Έτσι...ήθελε να την ακούσει..
   Κάποια στιγμή η Τώνια έσπασε...
   -Λευτέρη...σου χρωστάω μια συγνώμη...μια μεγάλη συγνώμη...για εκείνο το βράδυ...
   Του έκανε εντύπωση...Το θυμόταν ακόμη κι εκείνη...Αχ ..εκείνα τα λόγια της...Δεν είχε προλάβει να ολοκληρώσει την λέξη "Θέλεις;" κι εκείνη τον αποπήρε..."'Άντε βρε νιάνιαρο, τράβα να παίξεις μπάλα με τ΄άλλα..."...Δεν της είχε πει τίποτε τότε...Είχε ντραπεί...Μα το κουβαλούσε ,μέσα του ως τώρα...Είναι φορές, που λόγια που ειπώθηκαν όταν είμαστε παΐδια, γίνονται μέσα μας πληγές, που δεν κλείνουν σχεδόν ποτέ...
   Την κοίταξε...μέσα του έβραζε ξανά ένας θυμός, ένας θυμός που ξαναγύριζε από το παρελθόν....Μα παρέμενε ένας απλός θυμός...Μίσος δεν έγινε ποτέ...Και τώρα, που του ζητούσε συγνώμη, ήταν από την μια μεριά μια δικαίωση γι αυτόν...αλλά από την άλλη, ίσως χαμένος χρόνος...Ένας χαμένος χρόνος, προστιθέμενος σε αυτόν, που είχε χάσει όλα αυτά τα χρόνια, που είχαν περάσει...
   Απλά της χαμογέλασε...Μα με ένα χαμόγελο πικρό...Και η πίκρα...και το παράπονο, φαινόταν πιο πολύ στο βλέμμα του...
   Τότε αυτή του έπιασε το χέρι..
   -Ξέρεις...μετάνιωσα πολύ για τότε...Ήμουν νέα και έβλεπα τον κόσμο με τα παραμορφωτικά γυαλιά ενός δεκαεξάχρονου κοριτσιού...Έβλεπα εμπρός μου μια ζωή και ήθελα να την ζήσω...Μα εκεί υπήρχαν δυο δρόμοι...Ο δρόμος, που αν τον ακολουθούσα, θα έπρεπε αυτή την ζωή να  την δημιουργήσω λιθαράκι - λιθαράκι..."ο δικός σου ο δρόμος"  ..Και ο δρόμος, του να ζήσω μια ζωή έτοιμη...προκατασκευασμένη...Και επέλεξα τον δεύτερο...και ήταν λάθος...Πέρασα πέντε- έξι χρόνια καλά με τον σύζυγό μου(τότε γεννήθηκαν και τα παιδιά μας-το μόνο καλό αυτής της σχέσης), αλλά μετά δεν υπήρχε τίποτε...Είκοσι χρόνια ζωής, μέσα σε ένα χρυσό κενό κλουβί...Μια άδεια ζωή, πασπαλισμένη με άχνη χρυσόσκονη, που κάλυπτε τις πληγές, να μην τις βλέπουν οι απ΄ έξω...
  Όσο μιλούσε, του κρατούσε το χέρι όλο και πιο δυνατά...Κι αυτός ένοιωσε το κορμί της νια είναι γεμάτο μεγάλη ένταση...
   -Στο σχολείο σε θαύμαζα...σ ΄ αγαπούσα...Μα ο εγωισμός, το άγχος του άγνωστου, η αναζήτηση σιγουριάς, δεν άφησαν εκείνη την αγάπη, να γίνει έρωτας,,,Ή έγινε έρωτας μετά...έρωτας κρυφό και καταδικασμένος....μέχρι που χθες σε είδα...Πολέμησα με τον εαυτό μου...μα αποφάσισα να αποδράσω...και ήλθα και σου μίλησα...
   Δεν της μίλησε, παρά έσφιξε κι αυτός το χέρι...
   -Πάμε σπίτι μου...της είπε..
   Πλήρωσε τους καφέδες και την πήρε από το χέρι, σχεδόν τραβώντας την και ξεκίνησαν να περπατάνε τον δρόμο προς το σπίτι του...Εκείνη, τον ακολούθησε χωρίς καμιά αντίδραση. Γρήγορα έφτασαν στο σπίτι του...Μπήκαν μέσα...Εκείνος στάθηκε απέναντί της...
   -Γδύσου..της είπε...
   Τον κοίταξε...δεν είπε τίποτε...Σιγά - σιγά, άρχισε να γδύνεται...Πάλι δεν είπε τίποτε, μόνο στεκόταν ολόγυμνη πια εμπρός του...Δεν ένοιωθε καθόλου ντροπή...Ίσα-ίσα, που αισθανόταν ένα είδος αποκάλυψης του εαυτού της απέναντι σε ΄κείνον...
   Εκείνος, μόλις γδύθηκε άρχισε να την χτυπά...Να την χτυπά δυνατά...Στο πρόσωπο, στο σώμα...Ήταν με εκτόνωση ενός θυμού...ενός θυμού πολλών χρόνων...Εκείνη δεχόταν τα χτυπήματά αδιαμαρτύρητα και σιωπηλά, μέχρι που έπεσε π΄νω στον καναπέ του σαλονιού του...Τότε γδύθηκε και ξεκίνησε να της κάνει ένα βίαιο, πρόστυχο και εξευτελιστικό σεξ, που με τίποτε δεν ταίριαζε στον χαρακτήρα του...Ήταν και πάλι εκείνος ο θαμμένος θυμος, που  από τα έγκατα της καρδιάς του και πλημμύριζε εκείνη την κρίσιμη στιγμή το δωμάτιο...Η Τώνια δεν μιλούσε...ούτε έκλαιγε...Υπέμενε με μια παράξενη γαλήνη αυτόν το εξευτελισμό...Ήταν γι αυτή μια λύτρωση...μια δικαιοσύνη...μια απελευθέρωση και μια τιμωρία ταυτόχρονα...
   Όταν αυτός τέλειωσε, έμεινα πάνω της...Τότε έκλαψε...Τότε την φίλησε για πρώτη φορά...Τότε, την αγκάλιασε...τότε ήταν η στιγμή, που το ημερολόγιο έγραφε ξανά 14/21988 και το ρολόι 12μμ και η ταμπέλα έξω από το κλαμπ "Χαβάι" ..."Σχολικός χορός Β΄ Λυκείου"...
   Μετά την πήρε στην αγκαλιά του...Την απέθεσε στο κρεββάτι της κρεβατοκάμαρας του...Την φίλησε, την χάιδεψε..."Σ ΄αγαπώ" της είπε..."Εγώ σ αγαπώ πιο πολύ" του είπε αυτή και σφίχτηκε επάνω του....Αυτή τη φορά κάνανε έρωτα πραγματικά...Ήταν η πρώτη φορά...
   Εκείνο το βράδυ, η Τώνια δεν πήγε στο σπίτι, που έμενε με τον σύζυγό της...Ούτε το επόμενο...Το διαζύγιο της δεν άργησε να βγει...
   Ποτέ δεν της ξαναφέρθηκε άγρια εκείνος και έζησαν όλα τα υπόλοιπα χρόνια τους μαζί και πάντα ερωτευμένοι...Μα δεν παντρεύτηκαν ποτέ, καθώς δεν ήθελαν να παρέμβουν σε ότι καλό η μοίρα τους έφερε, έστω και αρκετά αργά...
   Ο Λευτέρης, συνέχισε την δουλειά, που είχε ξεκινήσει με τον ραδιοφωνικό σταθμό και όταν βαρέθηκε, τον άφησε στα παιδιά της Τώνιας, που τα αγαπούσε και τον αγαπούσαν και αυτα πολύ....Ειδικά από της εποχή που ο πραγματικός τους πατέρας πέθανε και ακούμπησαν τις ζωές τους πάνω στη μητέρα τους και σ΄ αυτόν... 
   Τα τελευταία χρόνια τους ο Λευτέρης  και η Τώνια τα πέρασαν σε ένα γραφικό μικρό χωριό, στα ριζά των λόφων  και κοντά στο παλιό το κάστρο της περιοχής...
   Τελικά, την αγάπη, έστω και άν η μοίρα μας κάνει να την γνωρίσουμε αργά, μέσα στο βάθος των χρόνων της ζωής μας, πρέπει να την φυλάγουμε σαν κάτι ιερό...Γιατί αυτό είν΄ η ζωή μας...αγάπη...Κι αν η εποχή είναι λάθος...δεν θα είναι για πάντα...
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ