Δημοφιλείς αναρτήσεις

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΉ

ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΉ
Ο Βούδας υπήρξε αυτοκράτορας του χώρου, στων πειρασμών την χρονική την πολιτεία. Ανθεκτικός και δύσκαμπτος· αφηρημένος και υποτελής στην άρνηση αποδοχής των κοφτερών συναισθημάτων. Αλλά εκτός όλων των άλλων, κάπου υπάρχει και μια θάλασσα γαλάζια· και μέσα της υπάρχουν άφθονα νησιά, που έχουν πάνω τους, έστω και μία Παναγία.
Τα τείχη της Ακρόπολης μιλούν για ιστορία. Γέρνουν οι πλάστιγγες των αρετών, προς τα εκεί που γράφει "Έρως"· Κι ως να μπορέσει να σκεφτεί κανείς, η ερωμένη γίνεται μια όμορφη μητέρα. Τα σπίτια, οι ρόγχοι των θανάτων, οι γλάστρες και τα ληγμένα γιατρικά, προσβλέπουνε σε θαύμα· για ν' αναπνεύσουν, για να σωθούν, αφού ειν' κόκκινο ακόμη το μολύβι - εξωτερικά, γιατί το γράψιμο του, γίνεται διαφανές, σαν την απόφαση του μπάρμπα Χάρου, εις τον γνωστό το όμορφο τραγούδι του λαού μας.
Η εποχή, που ήμουν ατημέλητος, έχει ξεπεραστεί· άλλαξαν και τα εξαπτέρυγα γραμμές και χρώμα. Περνούν από τα μάτια μου μπροστά φθαρμένοι μύθοι. Εγώ είμαι εδώ και γράφω. Εγώ θα είμαι εδώ πάντα και θα γράφω. Κι ασ' τους αυτούς να φτιάχνουν στο μυαλό τους ιστορίες. Άλλωστε είναι γνωστό: τους ισχυρούς δημιουργεί η τύχη.
Στους λόφους με τους σκίνους, δικαιοσύνη απαιτούν μόνο οι λιβελούλες. Στον Γοργοπόταμο αν ανθίζουν κάθε άνοιξη θραύσματα από νάρκες. Κανείς σωστός δεν πέθανε ποτέ.
Έχοντας μες στο στόμα μου, του κοχυλιού την γεύση, προσεύχομαι στους Άγιους Πατέρες: μία για την αγάπη, μίας για την κραυγή· για να ολοκληρώσει τ' όνειρο μια νεαρή γυναίκα.
AΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ




Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

O ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΚΑΙΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ

O ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΚΑΙΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Τόσο, όσο μία περίμετρος γηπέδου αχανούς, ή μια μαρμαρυγή. Ο περιορισμός, ειν' ισοδύναμος με ένα γύρο, με μια πορτοκαλάδα, ή με το κοίταγμα ενός μεγάλου αετού, όταν χιμά σε βάραθρο, για να σκοτώσει φίδι.
Κράτος εν κράτει - βαθμολογία τελική: τρία κομμάτια δρόμου - ο Κένταυρος, ο φωτεινός Μινώταυρος, ένα νυχτέρι. Κι όλα αυτά, μια τελευταία ιστορία, πριν απ' την αποκάλυψη, πριν από κάποιο μέλλον. Μια ύφεση, πριν απ' το τελευταίο κύμα - η αμμουδιά με περιμένει μόνη, χρόνια πια· κουράστηκε· κουράστηκα· δεν έχει παραπέρα.
Αυτό θα πει: χρήμα. Αυτό θα πει και αφορμή. Οι παγετώνες ρευστοποιούνε συνεχώς στην σημασία τους. Στην Ριτσώνα και φέτος τα πεύκα θα καούν. Ο Αλωνάρης δικαιώνεται. "Η φύση εκδικείται".
Ίσως και να ξανάγραφα κάποια ωραία λόγια. Ως μια επιστροφή σ' ένα φυλάκιο στρατιωτών, από τα ξεχασμένα - από αυτά με τις ξυλόσομπες και τις παραλλαγές μιας δύσης.
Κρατώ σαν αποστείρωση, τον κουρνιαχτό - και σαν σημάδι μαι γυναίκα, που περπατά μονάχη της γυμνή πάνω σε στάχυα - απέναντι μια καστροπολιτεία· δίπλα, μια αρτεσιανή πηγή· δίπλα απ' την πηγή, πολλά τα δέντρα.
Ειν' ένα πέρασμα, απ' την απλότητα σε μια μαγεία, ο ρόλος καθενός από τα όνειρα. Τα περιστέρια ψάχνουν στ' αυλάκια για νερό. Οι χοροί, καλά κρατούν. Τα τέρατα κοιμούνται - δεν έχω αυταπάτες: θα τελειώσει κάποτε κι αυτή, του μολυβιού η μύτη.
Σαφώς, έχουν το κόστος τους και οι επιλογές - απόδειξη: τ' αρχαία τα χαλάσματα, τα νιάτα που περνούν, ο λήθαργος μιας σαύρας, τα γεγονότα, που αλλάζουνε βδομάδα την βδομάδα, μένοντας πάντα ίδια.
Αυτό με ικανοποιεί, ξέροντας, πως δεν είμαι μόνον εγώ που έχω χάσει - οι τσέπες κενές και το κυνήγι σκάρτο. Δεν ξέρω... Προτιμώ μιαν άλλη θέση - μιαν αλλαγή παράξενη, ενός ωραίου κόσμου.
Με βασανίζει συνεχώς η πρόσκαιρη γυναίκα, πηγαίνοντας στο έπειτα της ομορφιάς, στο έπειτα σώματος γυμνού, στο έπειτα μιας κολασμένης μέρας. Η μαρτυρία είναι διαρκής. Το κρίμα δεν υπάρχει. Το γράμμα της το αρχικό είναι το Βήτα. Το γράμμα μου το αρχικό είναι το Άλφα... Άλφα, Βήτα,...: η αρχή. Η αρχή και ύστερα κάτι άγνωστο τελείως.
Η σκόνη την καλύπτει. Η σκόνη του καλοκαιριού. Ο ήλιος πέρασε. Ο ήλιος γέρνει· ο ήλιος γέρνει πίσω απ' τα βουνά. Η νύχτα ξημερώνει, κι ένα φεγγάρι όμορφο μεσουρανεί και λέει:
"Είδες παιδί π' αγάπησε, είδες το παλικάρι;"
Κανένας δεν του απαντά - δεν του μιλά κανένας.
Σιγή! Παντού τριγύρω μια σιωπή, όπου τα κρύβει όλα. Πίσω απ' όλα μια μετάβαση, μια μαριονέτα και ένα κλάμα παιδικό στο κέντρο μιας πλατείας.
Σημασία: στα χρώματα. Σημαία: το ζαρκάδι. Σημεία των καιρών: οι απουσίες. Καινούριο γράμμα: το Σίγμα. Νέα πίστη: η αγάπη. Νέα αίσθηση: ο έρωτας. Αποτέλεσμα: θυσία. Αποτέλεσμα: μνήμη. Αποτέλεσμα: αιώνας.
AΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

ΕΝΑ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΑΣΟΥΛΑ

ΕΝΑ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΑΣΟΥΛΑ
Ένα χαμόγελο για την Βασούλα
Και οι πυλώνες στήριξης δύο ποδιών
Γίναν λεπτοί τελείως.
Λεπτοί, σαν δυο γραμμές από πεντάγραμμο
Κλεμμένο απ' αρχιμουσικού τετράδιο σπουδαίο.
Η μέρα ειν' πνιγμένη μες στα σύννεφα
Εκείνη προτιμά την αγορά
Η ουτοπία προτιμά εκείνη
Η αγορά προτιμά τις πρόσκαιρες ημέρες.
Ένα χαμόγελο για την Βασούλα, φτάνει
Τίποτε άλλο πιο πολύ.
Ο χρόνος της είν' παραίσθηση
Ο χρόνος μου είναι φτιαγμένος απ' ατσάλι.
Όμως ένα χαμόγελο μπορώ - και ένα της χαρίζω.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

ΣΥΝ ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ

ΣΥΝ ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ

Στηρίζομαι στην αποδόμηση μιας αδικίας - στηρίζομαι στην ομορφιά. Είμαι ακίνητος. Σε μία απ' τις γλάστρες μου, έχει φυτρώσει το πιο όμορφο λουλούδι - ειν δηλητηριώδες . Το ξέρουν τα πουλιά καλά και δεν το πλησιάζουν. Το ξέρουν και οι μέλισσες, κι απ' τ' άνθη του, τον πόλεμο τρυγούν. Παίζοντας με τηλεφώνων συσκευές, μεθάνε οι καινούριοι άνθρωποι κι οι θεσμοί και ξημερώνουν στ' άστρα. Όμως τα άστρα, θέλουν για να εμφανιστούν, λίγο ακόμη χρόνο - τους τον παραχωρώ. Σ' ένα χαρτί έχω γραμμένα δρομολόγια - με και χωρίς επιστροφή. Κι όπως κρατώ στα χέρια μου τον κόσμο: κλείνουν τα μαγαζιά, ανάβουν φώτα, δίνονται δώρα, ανασταίνονται έρωτες νεκροί, παιδιά μαθαίνουνε ποδήλατο, μαθαίνουνε μεγάλοι να μετρούν, οι παπαγάλοι συνεχίζουν να μιλούν, μια κοπέλα έχει τα πόδια της γυμνά - τα δείχνει, ο αέρας βλέπει, ο αέρας φυσά, περιμένω· περιμένω... Στον τοίχο η εικόνα, έχει στο κέντρο της ένα κενό· ένα σημείο που προβάλλονται οι αλλαγές: ένας άνδρας όπου φορά ρεπούμπλικα, μετατρέπεται σε μια ψυχρή γυναίκα· ένα άσπρο μεγάλο άλογο, μετατρέπεται σ' ένα μεγάλο φίδι· ένας Γοτθικού ρυθμού Ναός απ' τον βορρά , μετατρέπεται σ' ένα νησιώτικο ξωκλήσι. Αυτό θα πει: στιγμή,. Αυτό θα πει και έλεος ενός Θεού για τους προσκυνητές του. Είμαι απελπισμένος. Κάποιοι δεν έχουν τίποτε, κι άλλοι τα έχουν όλα. Έπρεπε να το ΄χα μάθει πιο μικρός, αυτό που λένε τόλμη ή αυτό που λεν συμβιβασμό. Ούτως ειπείν, να έκλεβα εκείνη την κοπέλα, από τον εραστή - απ' τον θεό, που πίστευε ως τότε. Όμως μου είχε πει, ότι: τα θαύματα συμβαίνουν στην παράταση - συμβαίνουν κι όταν βρέχει, και όταν έχει κεραυνούς, και όταν πιάνει νύχτα. Μετά την πτώση των θεών: ουδείς αθάνατος, ουδείς με εμφανή ποιοτικά σημάδια. Βλέπεις κάτι, αντί για κάτι συν κάτι άλλο - κάτι διαφορετικό, κάτι πιο σκούρο, πιο κρυφό και πιο μυστήριο. Και έχω συμφιλιωθεί με κάθε τι παράξενο, παράδοξο, φανταστικό. Η ζωή, είμαι κι αυτή ζωή συν κάτι άλλο - ή κάπως έτσι. Προβλέπω υπερθέρμανση, προβλέπω άφθονους οργασμούς και μπόλικες γεννήσεις - αμύνονται οι φτωχοί, πολλαπλασιαζόμενοι ταχέως. Άλλωστε: φτωχός συν κάτι άλλο: πλούσιος.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

ΓΕΦΥΡΟΠΟΙΟΣ

ΓΕΦΥΡΟΠΟΙΟΣ
Έρωτας ειν' το μεσοδιάστημα δύο πεζοδρομίων
Είναι για τους απέναντι, ο έρωτας, απέναντι.
Αυτοκινήτων σκυταλοδρομία ατέρμονη
Βρίσκετ' ανάμεσά του.
Μάρτυρες: τρία δέντρα: δυο λεύκες
Και μία ταπεινή μικρή κορομηλιά -
Μαζί εχθρός και φίλος·
Τρόποι συντήρησης: τα βλέμματα
Τόποι συνάντησης: τ' αντικρινά μπαλκόνια.
Περνά ένα ακόμη καλοκαίρι -
Ειν' γι' άλλη μια φορά τα ρούχα λίγα
Και το φεγγάρι ορατό κι οι σκέψεις ταξιδεύουν.
Συντάσσω προς τον Ύψιστο μία αναφορά-
"Θεέ μαγαλοδύναμε, από ψηλά που βλέπεις
Τον δρόμον εγεφύρωσε και σμίξε την αγάπη".
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ - ΜΑΡΙΝΑ -3

ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ - ΜΑΡΙΝΑ -3
Σκύβει στο αυτί μου.
"Τώρα είσαι καλά', μου ψιθυρίζει, "πάμε να δεις κάτι παράξενο".
Με πιάνει απ' το χέρι, με τραβά. Σηκώνομαι. Νιώθω υπέροχα. Ένα ερώτημα πλανιέται στο μυαλό μου. Μήπως ειν' μάγισσα; Όμως δεν προλαβαίνω για αυτό να μπω σε κάποια ανάλυση, γιατί το τράβηγμα γίνεται πιο δυνατό. Την ακολουθώ. Με πάει σε ένα παρτέρι απ' το πάρκο, μου δείχνει ένα παράξενο λουλούδι - κάτι ανάμεσα σε κρίνο και γλαδιόλα.
"Πως γίνεται;" την ρωτάω.
Χαμογελάει· περνά γύρω από την πλάτη μου το ένα της το χέρι.
"Μα αφού σ' αγαπώ, κουτέ!", μου απαντά.
Και λέγοντας αυτά τα λόγια, βλέπω να μεγαλώνει το λουλούδι απότομα, να γερνά, να μαραίνεται, να πέφτει. Δακρύζω - κλαίω σιωπηλά. Το αντιλαμβάνεται αμέσως.
"Μα το λουλούδι ζει", μου λέει.
Βάζει το ένα χέρι της, ανάμεσα στα δυο της στήθη και βγάζει ένα λουλούδι, όμοιο μ' αυτό που είχε μαραθεί και είχε πέσει. Το ακουμπά πάνω στο άδειο κοτσάνι, το κολλά επάνω του - τα πάντα είναι όπως πριν.
"Είσαι καταπληκτική - είσαι θεά", της λέω.
Την αγκαλιάζω, την φιλώ, κι αμέσως - δεν ξέρω πώς - το πάρκο γεμίζει με παιδιά, μ' ανθρώπους νέους, με μουσικούς, ταχυδακτυλουργούς και ακροβάτες.
"Υπήρξε και Βυζάντιο εδώ", μου λέει.
Κουνώ το κεφάλι μου, συμφωνώντας (βέβαια το Βυζάντιο, δεν ήταν ακριβώς εδώ, μα λίγο πιο πέρα, αλλά αυτό πια δεν έχει σημασία).
"Έλα", μου λέει με νάζι και με τραβάει απ' το χέρι. Περνάμε μέσα από το πλήθος, που τόσο απρόσμενα μας κύκλωσε πριν λίγο. Στην διπλανή πλατεία, άνθρωποι πιο μεγάλης ηλικίας κάνουνε, πάνω - κάτω, βόλτα. Ακριβώς σαν τους δορυφόρους, καθόλου δεν λαθεύουν οι τροχιές τους. Μπορεί να ειν' αυτό οι αλυσίδες τους. Αλυσίδες, που ειν' αόρατες, που σπαν' όμως πιο δύσκολα από τις άλλες. Σκέφτομαι, ότι αν ήμουνα επαναστάτης, το πρώτο πράγμα που θα έκανα, θα ήταν να ορμίσω και να σπρώξω άλλον δεξιά, άλλον αριστερά και να μην αφήσω κανένα να κινείται σταθερά. Σκύβω στο αυτί της:
"Μου την δίνει αυτή η ομοιομορφία", ψιθυρίζω.
Για λίγο δεν μιλά. Κοιτάζει κι εκείνη αυτό το θέαμα.
"Ειν' τραγικό", μου λέει, κι ύστερα, μου κλείνει πονηρά το μάτι. Μ' αγκαλιάζει και με φιλά με τρόπο πρόστυχο στο στόμα. Οι πάντες σταματούν και μας κοιτάζουν.
"Γίνεται και με έρωτα η επανάσταση", μου ψιθυρίζει.
Κι εγώ γελάω. Γελάω νευρικά και ασταμάτητα. Με πιάνει απ' τους ώμους· με δείχνει στο κοινό και κάνει μια υπόκλιση, σαν να λέει: η παράσταση έλαβε τέλος.
AΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ


Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

ΕΡΩΤΙΚΌ ΑΠΌΓΕΥΜΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΎ

ΕΡΩΤΙΚΌ ΑΠΌΓΕΥΜΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΎ
Επιχρυσωμένο τα απόγευμα και μια καινούρια γνωριμία να περιπλανιέται, μες στο παράξενο το άπειρο της τύχης. Ο χρόνος ο ερωτικός, ειν' μοναχά το καλοκαίρι - ειν' κάθε καλοκαίρι. Αυτή μες στο μακρύ βαμβακερό της το φουστάνι και από κάτω τίποτε. Κι εγώ προσκυνητής μοναδικός σ' ερημοκλήσι κάποιου κάμπου. Ζέστη, μαζί και πυρετός. Απόψε, θα ναι η νύχτα της φωτιάς - η νύχτα των αγγέλων. Όπλα της: οι φλόγες των αισθήσεων. Όπλο μου: ο λόγος ο γραπτός. Τα πάντα θα εξαρτηθούν απ' το θυσιαστήριο ή κι απ' το βάθος του ονείρου - και είμαι ήδη μέσα της βαθιά.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ - ΜΑΡΙΝΑ -2

ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ - ΜΑΡΙΝΑ -2
Κι είναι σαν να κοιμάμαι, σαν ακριβώς να βρίσκομαι μέσα σε κάποιο όνειρο. Σαν να μαι στα χέρια της η κούκλα, όπου μαζί της έπαιζε μικρή."Ζήλια, εσύ δεν έχεις", μου έλεγε κι εγώ της έδειχνα την ασπρόμαυρη, δερμάτινή μου μπάλα. Και τώρα η επιστροφή, ή πιο σωστά η συνέχεια εκείνης της ζωής, από εκεί ου 'χαμε μείνει.
Παιδιά. Και τα δυο μας μακρυμάλλικα . Εγώ, με τα μαλλιά μου μαύρα κι εκείνη καστανά, να χαχανίζουμε, να κυνηγιόμαστε, να καταστρέφουμε πράγματα, που βρίσκουμε στο σπίτι, Μετά να καταστρέφουμε ολοσχερώς το σπίτι, να μένουμε σε μια έρημο. Σε μια έρημο μόνοι μας. Μόνοι μας. Αυτό ειν' η αγάπη που μας δένει: η μοναξιά.
Ταράζομαι, ανοίγω τα μάτια. Την βλέπω. Αισθάνομαι να μου χαϊδεύει το κεφάλι.
"Σςς, ήρεμα. Δεν επιτρέπονται απότομες κινήσεις", μου λέει.
Ποια όμως είναι; Ειν' η Μαρίνα; Δεν μπορεί, αυτή πρέπει να 'ναι. Αυτή είναι. Κι αν δεν είναι, την κάνω να είναι, εγώ. Θέλω να της ανταποδώσω αυτή την αγκαλιά. Θέλω να της μιλήσω για αγάπη. Θέλω να της μιλήσω για μια φωτιά, που βγαίνει από μέσα μου. Όμως είμαι αδύναμη, ζαλίζομαι και πονάω.
Είναι φορές, που η αγάπη έρχεται, σαν βρίσκεται κανείς σε δύσκολη στιγμή. Κι όσο την πλησιάζει, εκείνη απομακρύνεται συνέχεια - είναι ένας από τους εφιάλτες μου αυτός, ειν' η ζωή μου όλη.
Μ' όση δύναμη μου απομένει, δένομαι πάνω της. Κι εκείνη συνεχίζει να χαϊδεύει το κεφάλι μου συνέχεια, σαν να ζητάει από μένα κάτι άλλο, κάτι παλιό, κάτι που έχει χάσει: ένα παιδί - ένα παιδί δικό της. Όχι! Θέλει ένα παιδί, να το ' χει φίλο της, να παίζει μαζί του - ίσως γιαυτό, απ' όσους άνδρες γνώρισε, να διάλεξε εμένα, για το παιχνίδι, για να με κάνει παιχνίδι - παιχνίδι της, παιχνίδι αγαπημένο της. Αγαπημένο;
Αυτό θα πει αγνή και παιδική αγάπη τελικά. Ειν'΄η αγάπη, που 'χουνε τα παιδιά για τα παιχνίδια τους, Ειν' μια αγάπη κτητική - τα αγαπούν, τα κάνουν ότι θέλουν. Κι όταν τύχει κάποια από αυτά να σπάσουν, τότε είναι που κλαίνε και τα ζητάνε πάλι πίσω...
Σκέφτομαι ολ' αυτά και χάνω την ουσία. Και η ουσία είναι πως είμαι μόνος. Και είναι μονάχα κείνη, όπου επάνω της μπορώ να στηριχτώ .
Ανοίγω τα μάτια μου. Μου κάνει νόημα να μην ανησυχώ. Με βοηθάει να καθίσω στο παγκάκι.
"Είδες τι παθαίνεις, όταν δεν τρως κανονικά", μου λέει, σχεδόν μαλώνοντάς με.
Μου θυμίζει αυτό: μητέρα, που μαλώνει το παιδί της.
'Μα είμαι παιδί", της απαντώ.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

90 'S

90 'S
Είπε το "αχ" κι αμέσως άρχισε να γράφεται μια ποίηση μεγάλη. Απέναντι στην παραλία, μία ομάδ' από παιδιά, πετροβολούσε το νερό, μαλώνοντάςτο, ενώ η μουσική απ' ένα μπλουζ, ήταν προς όφελός τους. Ποτέ δεν πάψαν να υπάρχουν χρήσιμοι άνθρωποι την γη - μ΄ άγνωστοι παραμείναν. Ποτέ δεν πάψαν να υπάρχουνε στη γη, έρωτες απαγορευμένοι - γίνανε κάποιοι απ' αυτούς, μύθοι και θρύλοι και δερματόδετα βιβλία, για να γεμίζουν οι μικροαστοί, τις διακοσμητικές τους τις βιβλιοθήκες, τις μεγάλες. Ουσιαστικά υπήρξαν όλα για εκείνον ένα τίποτα - όπως κι αυτοί, όπου κατέβαιναν τα Σαββατόβραδα απ' τα χωριά και γέμιζαν την πόλη. Μ΄ άλλα λόγια, εκείνη την δεκαετία η ζωή, ήτανε για τους άλλους.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ - ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

ΔΗΜΙΟΥΡΓΏΝΤΑΣ ΣΟΦΊΑ

ΔΗΜΙΟΥΡΓΏΝΤΑΣ ΣΟΦΊΑ
Κλεισμένος μέσα σ΄ ένα δωμάτιο μικρό, έγραφε όλ' αυτά, όπου δεν έζησε ποτέ. Η απλοποίηση των πόθων, δεν συμβιβάζεται, μ' αυτό που λένε ερημιά - άλλωστε η έρημος δεν βρίσκετ' εύκολα, αν δεν την ψάξεις. Είχε προνοήσει, όμως, και δημιούργησε από το κάθε τι απλό, αστεία και ανέκδοτα - πολλά από αυτά μείναν στην ιστορία, ως αν μια ποίηση σπουδαία. Τα έπιπλα του δωματίου, έτριζαν, σαν πέρναγαν τα τρένα -ήταν γιαυτόν, μια μέθοδος εμπειρική, για να μετρά τον χρόνο, ή η σοφία φτιάχνεται, αν χρειαστεί, με πονηριά.
AΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ - ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

ΤΙ ΉΤΑΝ ΆΡΑΓΕ ΕΚΕΊΝΗ Η ΠΛΑΤΕΊΑ;

ΤΙ ΉΤΑΝ ΆΡΑΓΕ ΕΚΕΊΝΗ Η ΠΛΑΤΕΊΑ;
Ένας τοίχος γυάλινος, πανύψηλος , κύκλωνε την πλατεία. Κι ήταν αυτό, ότι απέμεινε από μια εξέγερση παλιά - αυτό, δεν εμπόδιζε καθόλου τους αστούς, να πίνουνε το καφεδάκι τους, περί ανέμων και υδάτων συζητώντας. Μόνο, που κάποιες μέρες, μες στο γυαλί φαινότανε παράξενες μορφές - αρχαίες. Ήταν το μέρος στοιχειωμένο; Ή ήταν απλά ήλιος και έφταιγε η ζέστη;
AΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ - ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

ΟΙΚΟΔΕΣΠΟΙΝΑ ΜΙΑΣ ΠΡΟΦΑΣΗΣ

ΟΙΚΟΔΈΣΠΟΙΝΑ ΜΙΑΣ ΠΡΟΦΑΣΗΣ
Ήταν το φως του δωματίου της, όλη τη νύχτα αναμμένο. Κι εκείνη, πάλευε γυμνή να κρύψει μια ντροπή, μες σε λευκά, μεταξωτά, κοινόχρηστα σεντόνια. Το πρωί, πάνω στο στήθος της, ένα μικρό αγόρι κατοικούσε - κι εκείνη, οικοδέσποινα μιας πρόφασης ερωτικής και μιας πραγματικής αγάπης. Εκεί τους βρήκε και η επόμενη βραδιά.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ - ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

ΜΟΝΤΕΡΝΟΣ ΜΥΘΟΣ

ΜΟΝΤΈΡΝΟΣ ΜΥΘΟΣ
Μόνη της περπατούσε μες σε πλατεία άγνωστη
Απέναντι σε μια δύση τόσο απόλυτη
Όσο και μια σπουδαία σταρ της τηλεόρασης.
Κοίταξε γύρω της. Γνωστά και ξένα
Όλα της μοιάζαν όμοια: άνθη, παρτέρια, πλάκες, τραπεζοκαθίσματα και συντριβάνια -
Έβρισκε μόνο πάνω τους: κίτρινο φως, μα και σκιές.
Έβγαλε απ' την τσέπη της ένα μικρό καθρέφτη-
Θέλησε με το ίδιο του το φως, τον ήλιο να τυφλώσει -
Η τιμωρία της γιαυτό, δεν τέλειωσε ακόμη.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ - ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ


Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΦΩΤΑ

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΦΩΤΑ
Λίγο πριν απ' τη νύχτα, βγήκε μονάχη στο μπαλκόνι της. Ήταν γυμνή. Απέναντί της, ότι απέμενε από τον ήλιο. Δίπλα της μια καρέκλα, ένα τραπέζι και μια μεγάλη γλάστρα. Έκρυψε με τα χέρια της, τα δυο της στήθη. Καμιά ντροπή δεν ένιωσε για κάτι άλλο. Στο βάθος άρχισαν ν' ανάβουνε τα πρώτα φώτα.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ - ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΒΡΟΧΗ

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΒΡΟΧΗ
Έγραφε για όλους όσους, όταν έβρεχε, καθόταν και ρεμβάζαν στην βροχή, επάνω στις μεγάλε λεωφόρους. Νύχτωνε, και μες στα χέρια του, οι στίχοι αποκτούσανε και βάρος επιπλέον. Κάποια από τα σύκα, είχανε πέσει, πριν καν να ωριμάσουν - ο λόγος φυσικά, η πολύ βροχή. Δυο σαλιγκάρια, διέσχιζαν το άδειο και βρεγμένο πεζοδρόμιο, αδιαφορώντας για τα πάντα, εντελώς, και κουβαλώντας πάνω τους, τις αμαρτίες μιας γενιάς, του κόσμου τούτου - πάντοτε φυσικά, οι αμαρτίες αφορούν τους αδυνάτους κι αυτό, είναι κάτι μαγικό, κάτι υπέροχο, για όσους έχουν γεννηθεί για να 'ναι βασιλιάδες. Στους δρόμους τ' αυτοκίνητα πάλιωναν συνεχώς. Αυτοί που είχανε αποδημήσει, κάνανε οναχά ελέγχους, ποντάροντας στων ανθρώπων την ατελείωτη την αντοχή. Σηκώθηκε, βγήκε και κείνος στην βροχή - βράχηκε. Όσο βρεχόταν πιο πολύ, τόσο και εξαφανιζόταν απ' τον κόσμο - έλιωνε, γινόταν και αυτός βροχή, και έρεε, ψάχνοντας να βρει κάποιο ρείθρο - κάποια καινούρια κόλαση, φτιαγμένη για τον ίδιο.
AΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ -ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

ΧΡΗΣΕΙΣ

ΧΡΗΣΕΙΣ
Δεν καλυπτόταν η διαφορά. Η διαφορά του χρόνου, η διαφορά της απόστασης, η διαφορά της πίστης. Εσχηματίσθει στον τερματισμό, διαφορά μιας φάσης: κάποιων στιγμών, κάποιων χρωμάτων: κόκκινο - για τον ήρωα, κίτρινο - για τον βασιλιά, γαλάζιο - για την θάλασσα, και πράσινο για τον δραπέτη. Κι εγώ, ανάλογα με τα χρώματα, έφτιαχνα και βαθμολογίες για γυναίκες.: χι βαθμοί- για μια μητέρα, ψι βαθμοί - για μια γυναίκα νεαρή, κι ωμέγα για μια γυναίκα, όπου εγνώριζε καλά, ωμέγα τι σημαίνει. Κι μόλις την τελείωσα αυτή την εργασία, ευθύς στο νού μου πρόβαλαν δύο παλιές - καινούριες λέξεις: "σύνροφοι" και "συντρόφισσες" - δυο λέξεις, δυο χαρακτηρισμοί, που από τότε και μετά, γίνετ' η χρήση τους σαφώς, μόνο στων ποιητών το κόμμα.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ - ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

ΔΥΟ ΝΕΑΡΕΣ ΚΟΠΕΛΕΣ

ΔΥΟ ΝΕΑΡΕΣ ΚΟΠΕΛΕΣ
Μες στην υφή έχει κλειστεί το γνήσιο, για να προστατευτεί από την κόσμο. Δυο νεαρές κοπέλες περπατούν πάνω στο πεζοδρόμιο. Ειν' καλοκαίρι, είναι το ντύσιμό τους κάπως ελαφρύ - σε λίγο θα 'ναι νύχτα και το ρολόι θα χτυπήσει κάποια ώρα, Οι νεαρές κοπέλες θα δεχτούν κάποιο φιλί - μπορεί και να φιλήσουν. Τα δρομολόγια των τρένων θα συνεχίσουν ασταμάτητα, να παίζουν ρόλο ίδιο· τα αυτοκίνητα, θα συνεχίσουν να παρκάρουν όπου βρουν· τα νυχτοπούλια θα γελάνε· οι ν εαρές γυναίκες θα βρεθούν κάπου αλλού - γυμνές, σ' ένα χορό παράξενο θανάτου - και πίσω απ' τον θάνατο, μια άλλη του ζωή· μια αίσθηση αισιοδοξίας, μια αναπνοή, κι ύστερα τέρμα. Η επιστροφή στην ομορφιά, γιαυτές ειν' κάτι δεδομένο, Ναι, τα μάτια κλείνουν, μου χαμογελούν. Κάτι  πρέπει  στον κόσμο μας να 'χει αλλάζει.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ - ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Η ΔΥΣΤΥΧΊΑ ΕΝΟΣ ΜΑΓΟΥ

Η ΔΥΣΤΥΧΊΑ ΕΝΟΣ ΜΑΓΟΥ
Πράγματι, εκτός από τις πολυσύχναστες οδούς, τις πολυκατοικίες, στο βάθος τα ψηλά βουνά· εκείνο το απόγευμα, είχε εμπρός του και μια γαλάζια θάλασσα, απέραντη, μεγάλη. Από ένα μπαλκόνι διπλανό, ακούγονταν ενός μωρού τα: "'ατα", τα "αγκού" και τα λεπτά του γέλια. Κοίταζε τον ορίζοντα· κοίταζε την ψυχή του. Λίγος ο αέρα - το κύμα όμως πολύ (πρέπει να ήταν φαινόμενο παλίρροιας ). Κάποια πουλιά, που πέταγαν στο βάθος, μοιάζανε να 'ναι μαύροι γλάροι. Άρχισε να πιστεύει, άρχισε να ανησυχεί. Ο ήχος ενός τζιπ και μιας μεγάλου κυβισμού μοτοσυκλέτας, τον κάνανε να ταραχτεί, ν' ανατριχιάσει. Τι γύρευε η θάλασσα εμπρός του; Που είχε πάει όλη η παλιά στεριά; Χτύπησε το χέρι του επάνω στο τραπέζι, όλος νεύρα - το τραπέζι, έγινε γλάστρα. Ήτανε μάγος, έβλεπε και μπροστά - πολύ μπροστά· κι αυτό ήτανε μια μεγάλη δυστυχία.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ - ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΛΈΞΕΙΣ

ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΛΈΞΕΙΣ
Συνέδεε τα απογεύματα, με πράξεις πολλαπλής ελευθερίας. Ποίηση και ερωτισμός - μία φερμένη απ' αλλού δικαιοσύνη. Κι εκείνο το απόγευμα, σαν στην κουζίνα μπήκε, βρήκε σπασμένα τα μαχαίρια της και τα κεριά σβησμένα. ·Ένα σημάδι· ένα σημάδι του "ξανά", φερμένο απ' το "τότε". Αργότερα πείνασε, αργότερα δίψασε - η λέξη "έρωτας", τα περιέχει όλα. Άνοιξε το τετράδιό της ύστερα από χρόνια. Η πρώτη λέξη που 'γραψε, ήταν το όνομά του - επέστρεψε ξανά στην πρώτη του σελίδα.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ - ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Ο ΜΑΡΚΟ ΠΟΛΟ ΣΤΟΝ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΚΑΜΠΟ

Ο ΜΑΡΚΟ ΠΟΛΟ ΣΤΟΝ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΚΑΜΠΟ
Σταμάτησε για να ξεκουραστεί, μπροστά σ' ένα χωράφι. Ο ήλιος είχε χαμηλώσει, μα όμως έλαμπε πολύ, κι ήτανε καλοκαίρι. Κοιτώντας δεξιά τις υψηλές καλαμποκιές κι αριστερά, τ΄ απέραντα, τα σταροχώραφα του κάμπου, κάπου ανάμεσα διέκρινε ένα ξωκλήσι. Ένα ξωκλήσι πέτρινο - δίπλα στην πόρτα του κρεμότανε μία μικρή καμπάνα. Φύσηξε άνεμος, φύσηξε Λίβας, κουνήθηκ' η καμπάνα - φάνηκε σαν κάπως να χτυπά· μα ήχος δεν ακούστηκε κανένας. Συνέβαιναν τα πάντα, σαν να 'τανε κάποια υπόνοια, κάποιο αστείο - ή κάτι, που παράξενες προσπάθειες κατέβαλε να κρύψει ο Θεός. Έβγαλε το παγούρι του, ήπιε λίγο νερό. Δεν ήτανε αποκαλύψεως απόγευμα εκείνο, μα μια σειρά εικόνων παραπλάνησης· και έπρεπε να ταξιδέψει προς αλλού.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ - ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΟΥ ΠΥΡΓΟΥ

ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΟΥ ΠΥΡΓΟΥ
Υπήρξε μια της μέρας μου στιγμή σπουδαία, η στιγμή, που έσκισα τα όσα είχα γράψει για εκείνη. Καλοκαίρι τα 'γραψα - τά 'σκισα καλοκαίρι· την ώρα, που με κοίταζε από απέναντι ειρωνικά, μια πάμπλουτη ενενηντάχρονη θεούσα. Αυτό ήτανε κούραση για μένα. Αυτό, μου έγινε συνείδηση· αυτό, έκανε τα χέρια μου να μάθουνε να δρουν αλλιώς - πρώτα ξεκίνησα να φτιάχνω καραβάκια με χαρτί, μετά αεροπλάνα και τελικά πόλεις ολάκερες, και άλλους κόσμους νέους. Πέθανε ένας έρωτας - γεννήθηκε μια χώρα, ένα παραμύθι και μια θλιμμένη , μα πανέμορφη πριγκίπισσα, μέσα σε μέγα πύργο. Και από τότε κι ως εδώ, ψάχνω να βρω πού βρίσκεται, του πύργου το τεράστιο, το μαγικό κλειδί.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ - ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

ΘΑΜΠΟ - ΖΕΣΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ

ΘΑΜΠΟ - ΖΕΣΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ
Θαμπό - ζεστό απόγευμα. Γυρεύει ο ιδρώτας τις ενδιάμεσες στιγμές για ν' αναπνεύσει. Στους δρόμους. κινούνται μοναχά, τεράστιες πομπές αυτοκινήτων - γίνονται σήμερα, σ' όλες τις εκκλησίες γάμοι. Όμως τα πεζοδρόμια ανήκουνε στους νέους, ανήκουν στους παλιούς, ανήκουν σ' όσους ζήλεψαν στον ουρανό τ΄ αστέρια, σε όσους θέλουν να απογειωθούν - την γη να μην αγγίζουν. Βλέπω μέχρι εκεί, που επιτρέπουνε τα μάτια μου. Αισθάνομαι να έρχεται βροχή. Ένα μωρό βυζαίνει απ' την μάνα του, τις τελευταίες τις σταγόνες από γάλα. Αυτές οι τελευταίες οι σταγόνες, μοιάζουνε να 'χουν μέσα τους και σκόνη από χρυσάφι. Ο ήλιος απομακρύνεται. Της εκκλησιάς χτυπάει η καμπάνα. Νταν - νταν και τα εξαπτέρυγα, ανέρχονται, στου ιερού τον χώρο. Νταν - νταν, στα μνήματα, ανάβουν τα καντήλια. Νταν - νταν, δυο άσπρα περιστέρια, πετάνε αγκαλιά προς τον βορρά.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ - ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

ΑΝΘΡΩΠΟΣ - ΠΟΥΛΙ

ΑΝΘΡΩΠΟΣ - ΠΟΥΛΙ
Ξενοδοχείο· φθινόπωρο του δυο χιλιάδες κάτι, σε μια περιοχή με θάλασσα. Απόγευμα και με βροχή. Εκείνες τις στιγμές, η τηλεόραση, έπαιζε συνεχώς ειδήσεις. Από το περασμένο καλοκαίρι, είχανε μείνει τα φαντάσματα μονάχα κι οι κουρτίνες σκέπαζαν την είσοδο κάθε ελπίδας. Στεκόταν ώρες όρθιος, τον εαυτό του τιμωρώντας έτσι απλά - πίσω του ο καθρέφτης, αντανακλούσε μόνο τύψεις, πίσω του ένα παρελθόν, βρισκόταν σ' ένα κάδρο απ' τα πολλά, που στόλιζαν τους τοίχους (άλλο έδειχνε βουνά, άλλο μια παραλία κι ένα από αυτά, έδειχνε, μία νεκρή γυναίκα). Περπάτησε προς την μπαλκονόπορτα· στο 'να του χέρι κράταγε ένα σπίρτο. στο άλλο κράταγε ένα ακόμη - ποτέ δεν μπόρεσε ταυτόχρονα ν' ανάψει δύο σπίρτα· τα πέταξε στο πάτωμα. Άνοιξε την μπακλονόπορτα, βγήκε εκτός - μπαλκόνι δεν υπήρχε πουθενά. Όμως ήτανε τελικά πουλί. Και τα πουλιά, έχουν τον τρόπο τους να επιβιώνουνε σ' αυτές τις περιπτώσεις.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΦΥΡΔΗΝ ΜΙΓΔΗΝ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Η ΝΙΚΗ ΤΩΝ ΨΑΡΙΩΝ

Η ΝΙΚΗ ΤΩΝ ΨΑΡΙΩΝ
(Αφιερωμένο στον παππού μου)
Ένα καφενεδάκι απ' τα παλιά, τα φτωχικά, με τις πλεκτές τις ξεφτισμένες τις καρέκλες. Απέναντι, ότι απέμεινε από μια αμμουδιά. Δεξιά - αριστερά, δυο σκιάχτρα καθορίζουν τις ζωές, όσων γυρίζουν πίσω· όσων αντέχουν· αυτών που επιζούν. Ο ίσκιος του μεγάλου πλάτανου, δίνει κάποιες ελπίδες. Και να και που ξεφύτρωσε μία μικρή πηγή, Ο άνεμος, κάνει πως κυνηγά ένα μπαλόνι - αυτό και χάνεται στα όρια του χάους. Ένα γέρος απλός, πίνει γλυκύ βραστό, φορά άσπρο πουκάμισο κι ασπρόμαυρο καπέλο. Είμαι παιδί, είμαι ένα παιδί της μοναξιάς, σαν όλα τ' άλλα. Όμως γνωρίζω... Ο γέρος, χαμογελαστός, μου δείχνει προς την θάλασσα. Έρχεται μία βάρκα· την βάρκα οδηγούν δύο μεγάλα ψάρια. "Μα πού είναι οι ψαράδες;", τον ρωτώ. Κι εκείνος, ισιάζοντας τ' ασπρόμαυρο καπέλο, μ' απαντά: "Μα δεν το ξέρεις εγγονέ, πως τελικά νικήσανε τα ψάρια;" .
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ - ΦΥΡΔΗΝ ΜΙΓΔΗΝ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ


Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ
Αποτυπώνεται το δειλινό, σαν μοναξιά
Για να γραφεί η ποίηση, δεν φτάνουν δύο μάτια
Ολίγοι υπερήλικες, βαδίζουν προς το πάρκο -
Πίσω τους κρύβεται, σκληρή κι αμείλικτη
Η εντολή γνωστού τους ιατρού·
Δυο ζευγαράκια νεαρά, ψάχνουν τον έρωτα
Για τ' αποτέλεσμα το τελικό αδιαφορώντας.
Η θερμότητα, είναι ζωή
Ακόμη κι αν τα παραδείσια πουλιά απουσιάζουν·
Η θερμότητα, είναι οι άνθρωποι στους δρόμους
Είναι μια μουσική από τα περασμένα -
Μια μουσική: όμοια σιωπή, όμοια ηρεμία·
Χρώματα από δύση θεϊκή.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ - ΦΥΡΔΗΝ ΜΙΓΔΗΝ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Αυτό που γύρευε, ήτανε κάποια λύση· κάποι' αφορμή για να πανηγυρίσει. Ανάμεσα σε κείμενα μικρά και συμπληγάδες, το στήθος μίας όμορφης και νεαρής γυναίκας, το πρόσφερε μία αναπνοή. Αυτό, πάει να πει, ότι κατάφερε και είχε διανύσει μίλια χιλιάδες, μες σε συνθήκες απολύτου μοναξιάς. Κι είχε μάθει από μικρός, το να μετρά την ένταση του ήλιου, το να μετρά το χάσιμο του φεγγαριού (όταν αυτό υπήρχε). Έζησε μια ζωή θαυμάζοντας· έζησε μια ζωή ομολογώντας: για το κορίτσι, που ερωτεύτηκε - αγάπη· για τ' ακρογιάλι, που κολύμπησε πρώτη φορά - αγάπη· για τ' άστρο, που δεν πρόλαβε πως έπεσε να μάθει - αγάπη· απλή αγάπη μόνο.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ - ΦΥΡΔΗΝ ΜΙΓΔΗΝ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΠΕΤΑ

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΠΕΤΑ
Φαίνεται να πετά γυμνή, πάνω απ' το μπαλκόνι της εκείνη η γυναίκα.
Το μπαλκόνι ειν' στερεό· και πάντα από κάπου κρεμασμένο -
Κι εκείνη αιωρείται
Σαν μια υπόσχεση, σαν ένα στεφάνι, σαν μία τιμωρία
Πάνω απ' όσων την θαυμάζουν τα κεφάλια.
Τα χέρια της ανοίγει
Από τα στήθη της εξέρχονται εικόνες δυο:
Ένα κερί και εν' αστέρι·
Τα χέρια της θυμίζουνε φτερά -
Δεν την κοιτάζω ως προσκυνητής , όμορφου και γυμνού κορμιού
Μα την κοιτάζω σαν μητέρα, σαν χαρά και σαν μορφή απόλυτης και τέλειας αγάπης.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ- ΦΥΡΔΗΝ ΜΙΓΔΗΝ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ


ΟΙ ΕΥΧΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΚΟ

ΟΙ ΕΥΧΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΚΟ
Στο τέλος του μεγάλου δρόμου - ο σταθμός·
Των τρένων, της ζωής, της ποίησης του κόσμου·
Πίσω απ' το σταθμό, υπάρχουν
Τρεις ευχές κι ένα μεγάλο πάρκο.
Ευχή πρώτη: η ανακατάληψη της ευτυχίας
Ευχή δεύτερη: μια δύση ατελείωτη
Ευχή τρίτη: ο πόλεμος μετάλλαξης της μοναξιάς
Σε τέχνη, σε χρώμα, σε φωνή -
Στα γύρω δέντρα, τα πουλιά, γράφουνε ρέκβιεμ καινούριο·
Ύμνο στην τελευταία αλλαγή των εποχών
Γιατί αρχή και τέλος, ειν' το ίδιο
Και τέλος και αρχή - μια ξενητιά
Γι' αυτούς που ξέρουνε τι είναι, από πριν
Και ξέρουν που πηγαίνουν.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ- ΦΎΡΔΗΝ ΜΙΓΔΗΝ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΔΙΑΦΑΝΕΣ

ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΔΙΑΦΑΝΕΣ
Κοιτάζοντάς την, παρατήρησα
Την συμμετρία των καμπύλων των γραμμών
Γύρω από τα δυο της μάτια.
Ο σκιές του απογεύματος
Σχημάτιζαν επάνω της
Πορείες ταξιδιών.
Αυτό, μπορεί να ειπωθεί
Και τύχη - και σκηνή
Από επόμενη ταινία
Που να την δω ολόκληρη
Ίσως να μην προλάβω.
Κοιτάζοντάς την. είδα επάνω της
Το σχήμα των χεριών μου
Να αλλάζει - οι φλέβες μου
Να 'χουν διογκωθεί·
Να 'χουνε γίνει πιο λεπτά
Τα δάχτυλά μου.
Τα δάχτυλά μου, άρχισαν
Να την γδύνουν -
Ήταν τ' απόγευμα διαφανές
Και γύρευε αλήθειες.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ - ΦΥΡΔΗΝ ΜΙΓΔΗΝ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΠΕΛΑΡΓΩΝ

ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΠΕΛΑΡΓΩΝ
Το αναμεμιγμένο φως, με κάτι απ' την σκόνη των ελαστικών, που τρίβονται στους δρόμους·
είναι η ουσιαστική. η τελική διαφορά, του τότε με το τώρα.
Οι ίσκιοι των πουλιών όπου πετούν, είναι χιλιάδες σύνολα αμέτρητων σημείων -
δεν το αρνήθηκα ποτέ·
πάντα μου άρεσε να βλέπω πώς πετούν οι πελαργοί.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ- ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ





Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Ο ΡΟΛΟΣ ΕΝΟΣ ΛΟΥΛΟΥΔΙΟΥ

Ο ΡΟΛΟΣ ΕΝΟΣ ΛΟΥΛΟΥΔΙΟΥ
Συντριβάνι λευκό. Φτιαγμένο από πελεκημένες πέτρες, φερμένες απ' τα μέρη της Ηπείρου. Εκείνο το απόγευμα, ο πονοκέφαλος υπήρξε κάτι το αναπόφευκτο - ας όψεται και το χαμηλό προφίλ της πόρτας της εξόδου. Καθ' έξοδος και μια ακόμη δυσκολία, καθ' έξοδος κι ο τρόπος της - μία διαφορά. ο νερό βρίσκει καιρό και από κάπου αναβλύζει - και διαχέεται, σαν την παραποτάμια ομίχλη, ανείπωτου Φλεβάρη.
Το φιλόμουσο κοινό, απείχε των υποχρεώσεών του, εκείνη την σκληρή και την απότομη χρονιά. Μάθαινα ν' απαγγέλλω το "Πιστεύω" μ' ένα στόμφο - αχ! ήμουν αστείος εντελώς· δεν ειν' τυχαίο, ότι τους δίσκους μου από βινύλιο , τους πουλάγανε πια με το κιλό στα παλιατζίδικα.
Κι όμως, υπήρχανε φορές, που ήμουν με τον εαυτό μου, υπέρ του δέοντος αυστηρός· μέχρι που τελικά συνήθιζα την αυστηρότητά μου και αφηνόμουν στις γραφές, φράσεων πρόστυχων, φράσεων ανεπίτρεπτων τελείως.
Εμπρός στο συντριβάνι, δυο κοκότες, έδιναν μάχη μεγάλη. Αντικείμενό τους, όπως πάντα: ένας από τους όμοιους, τους νεαρού τους αγαπητικούς - τον χάναν τελικά κι οι δυο τους· κι εγώ γελούσα συνεχώς· ίσως από ανάγκη, ίσως και σκόπιμα, μιας και η ύπαρξη της ζήλιας, είναι απλά μόνο μια έμφαση, για απλές και καθημερινές συνήθειες, που λένε και οι σοφοί αναλυτές των τηλεοπτικών μας εκπομπών.
Αλλά το πιο σπουδαίο γεγονός εκείνης της ημέρας, ήταν ο γάμος ενός σημείου πόλεως, με μια ολόκληρη ομάδα ποδοσφαίρου - συμβολισμός τεράστιος, εάν σκεφτεί κανείς την δύναμη της μάζας: μαζικά οφέλη, μαζικά κέρδη και μαζικές τις ηδονές, πάνω σ' ένα τεράστιο, ένα μοναδικό στην ιστορία των ανδρών της γειτονιάς κρεβάτι.
Το τελικό τους προϊόν, ήταν το διαβολάκι· ένα μικρούλι πλάσμα, περίεργο, που διαρκώς γελούσε και αυτό, κλέβοντας από μένα - το χιούμορ κείνα τα χρόνια δεν μου 'χε λείψει· κι έτσι τους λογαριασμούς μου με τον χρόνο τους ξοφλούσα.
Ουσιαστικά, όλα αυτά, μου δείχναν πως υπήρχα· έστω και σε ατέλειωτες και σε μεγάλης δώσεις, αφού είχα την δύναμη να ξεχωρίσω: πέτρες, νερό και άνεμο, από το όλον του σιντριβανιού το δέμας - ο φίκος στο μπαλκόνι μου, διαφωνούσε· κάθε που τον πλησίαζα, κάπως να τον ποτίσω, αντιδρούσε· μεγάλωνε απότομα, μου έριχνε ένα - δυο σκαμπίλια κι ύστερα πάλι μίκραινε...

Ρόλος κι αυτός για λουλούδι... Κι όμως, από εκεί όπου κανείς δεν περιμένει. έρχονται τα καλά· τα κακά, φτάνουνε συνεχώς από παντού.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΠΑΡΑΛΛΟΛΌΓΡΑΜΜΑ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ