Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017

Από το μυθιστόρημα : Βασιλική

ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΜΟΥ: ΒΑΣΙΛΙΚΗ)
Στην τύχη, σκέφτηκα ότι έπρεπε σε αυτή να αφεθώ:   Έτσι, αποφάσισα να ανοίξω τα χαρτιά και να διαβάσω ότι ακριβώς θα μου 'φερνε η τύχη. Το έκανα, μου “βγήκε” η σελίδα αριθμός εξήντα δύο, έπιασα μια αρχή και ξεκίνησα να διαβάζω:
«Έφυγες, ακόμα δεν το έχω καταλάβει:   Φεύγουν ταχύτατα απ' τη ζωή αυτοί που με καταλαβαίνουνε πραγματικά. Γιατί;  Κι εσύ γιατί έφυγες; Πώς άντεξες να μου στερήσεις το διάλογο και μ' άφησες να συνθέτω μονολόγους; 
»Ξέρω, δεν έφυγες  -  σε πήρανε·   πάλι το ίδιο κάνει:   η ουσία είναι ότι λείπεις·   ως παρουσία, ως λόγος, ως αρετή, ως ιδιοφυΐα. Πίστεψέ με, δεν γνώρισα άλλο άνθρωπο να συνυπάρχουν μέσα του και η αρετή κι η ιδιοφυΐα:   όσοι έχουν το ένα απ' τα χαρακτηριστικά αυτά, στερούμενοι το άλλο, ή γίνονται δικτάτορες ή τους εκμεταλλεύονται οι άλλοι
»Έφυγες άδικα  -  κι εσύ όπως και τόσοι άλλοι. Τουλάχιστον εσύ γνωρίζεις, εσύ τον έσπασες το χρόνο βιαστικά και τώρα μας παρατηρείς κι ίσως γελάς μαζί μας.
»Εγώ όμως είμαι πια μόνος εντελώς, δεν βρίσκοντ' εύκολα άνθρωποι σαν κι εσένα, σαν κι εσένα που κατάλαβα από την πρώτη μας στιγμή το πόσο μοιάζαμε, το πόσο όμοια αντιλαμβανόμασταν τους γύρω, το πόσο όμοια διαλέγαμε, διαβάζαμε, φωτογραφίζαμε και θέλαμε να είναι οι ζωές μας.
»Γιατί αυτή είναι η φύση της αγάπης, της ανθρώπινης διαπροσωπικής αγάπης:   η ομοιότητα, η συμφωνία στα πιο βασικά, η όρεξη για μέλλον δημιουργικό ακόμα και σε δύσκολες ημέρες.
»Κι όπου κι αν είσαι πια, αυτή μου η απέραντη αγάπη θα σε ακολουθεί, θα είν' ένας ακόμα άγγελος δίπλα σ' αυτούς που είναι η παρέα σου, η καθημερινή σου η παρέα.
»Εσύ μου έμαθες πολλά, έβγαλες τον υπερρεαλισμό που είχα μέσα μου, μ' έκανες να δημιουργώ, να ξέρω γιατί γράφω. 
»Θυμάσαι; Θυμάσαι πώς μου το 'χες πει;  :  “Γράφεις για να εκφράζεσαι και να εκφράζεις όσους δεν μπορούν να εκφραστούν”  -  κι έτσι ξεκίνησα να γράφω συστηματικά και μοιραζόμουν ότι έγραφα πρώτα μαζί σου. Όμως η τύχη...
»Και μου 'χες πει πριν φύγεις:   “την τύχη να την αντιμετωπίζεις δημιουργικά, το ίδιο και το θάνατο”  -  σα να 'ξερες ότι θα έφευγες και με ειρωνευόσουν , και διαρκώς μαζί μου έπαιζες πονηρά παιχνίδια κι εντέλει ήσουν εσύ που μου πρόσφερες το θάνατο και μ' έκανες ν' ασχοληθώ μαζί του  -  όντας πλέον αθάνατη γιατί, ο πραγματικό ο θάνατος είναι ένα μείγμα λησμονιάς και αδιαφορίας μας για κάποιους που 'χουν φύγει:   ε, νεκροί είναι αυτοί οι κάποιοι και όχι πλάσματα σαν και του λόγου σου αθώα και σοφά.
»Και σε χρησιμοποίησε η πόρνη τύχη, και την χρησιμοποίησες κι εσύ για να μ' αλλάξεις, για να με κάνεις να σοβαρευτώ, να διώξω από πάνω μου τον χαζό ρομαντισμό και να τον αντικαταστήσω με κάτι πιο ενεργητικό, επιθετικό  -  να μην αφήνομαι, να απαιτώ καλή αισθητική, να απαιτώ την αλλαγή του κόσμου.
»Κι ο έρωτας, ο πραγματικός ο έρωτας, σε τι τάχα διαφέρει από την κοινή τάση δυο ανθρώπων προς την ταυτόχρονη αναζήτηση της καλής αισθητικής, με τη συμμετοχή αυτών των δυο σ' αυτή τη διαδικασία.
»Θυμάσαι κείνα τα απογεύματα που μ' έπαιρνες και πηγαίναμε στα παλιατζίδικα;   “Εδώ θα βρούμε τμήματα της ιστορίας” μου λεγες και έψαχνες για πολυκαιρισμένες καρτ ποστάλ, για ερωτικές ή και εμπορικές επιστολές, παλιά τετράδια, παλιές φωτογραφίες.   “Δραχμούλες δίνουμε και αγοράζουμε περιουσίες” μου λεγες κι εγώ κουνούσα το κεφάλι σα μπουνπούνας  -  βλέπεις τότε δεν μου 'κοβε·   χρειάστηκα τα σοκ τόσων εμπειριών για να καταλαβαίνω.
»Κατάλαβα ότι η ιστορία ζει, ότι αλλάζει, πως πρέπει να προβλέπουμε και το καλό και το κακό, και να ' μαστε πάντα έτοιμοι για όλα:   για επιβεβαιώσεις, για ανατροπές, για αναθεωρήσεις.
»Κι ύστερ' απ' όλ' αυτά πώς ήταν δυνατών να μην υπάρχει μεταξύ μας έρωτας, να έχει ξεφυτρώσει μες από συζητήσεις και που τις σκέψεις μας να έχει κυριεύσει, κάνοντάς μια μία σάρκα·   ο έρωτάς μας και τόσοι κώδικες μυστικοί που ήλθαν, που μας ένωσαν και που μας σημαδέψαν.
»Και τώρα που φυγες ξανά δεν θα 'μαι ίδιος, και στ' αύριο θα βουτηχτώ, ψάχνοντας για να σε βρω...» έγραφε, τελειώνοντας και πάλι τη γραφή του άτσαλα, δείχνοντας αναστάτωση, δείχνοντας πόνο. 
Μόλις σταμάτησα την ανάγνωση κείνου του μονολόγου έμεινα να κοιτάζω το νταβάνι μ' απορία. Για ποια είχε γραφτεί  -  προφανώς για κάποια που 'χε πεθάνει πρόσφατα και με τη οποία ο Γιωργάκης πρέπει να είχε σχέση·   και μάλιστα σχέση ισχυρή, μυστική και γρήγορη  -  αλίμονο, αν ήταν φανερή θα το ξερα, θα μου το είχε πει ή θα το έβλεπα, θα το καταλάβαινα.
Γύρισα πίσω στα χαρτιά, σκέφτηκα πως θα έπρεπε να διαβάσω τα προηγούμενα και τα επόμενα γραπτά του μπας και μπορούσα να βρω το ποια ήτανε η εποχή που χάθηκε εκείνη η κοπέλα·   και ύστερα  ψάχνοντας στον κύκλο του επαγωγικά να έβρισκα ποια ήταν.
  Πάντως την αγαπούσε...
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2017

Από το μυθιστόρημα Σάντρα

"Από το μυθιστόρημα Σάντρα"
1
Η μοναξιά είν ένα ρούχο που φοριέται ατελώς. Η μοναξιά είν' μια αναστροφή του χρόνου που εκφράζει μια ανθρώπινη κατάσταση, που σημαίνει:   απομάκρυνση από το χρόνο τον πραγματικό κι απ' ότι γύρω μας συμβαίνει. Η μοναξιά είν' ένας ρόλος. Είν' ένας ρόλος για ανθρώπους δυνατούς και τολμηρούς. 
Η Σάντρα βρισκόταν στο μεταίχμιο δύο εαυτών:  του παρελθοντικού και του μελλοντικού της. Αντάμα με τη μοναξιά της περπατούσε στα πέριξ της πλατείας. Μια μελαγχολική συννεφιά είχε τυλίξει την ύπαρξή της   -  ήταν που ο καιρός συμβάδιζε με την ψυχή της. Ήτανε πια φθινόπωρο και κάποια από τα αδιέξοδα ετούτης γης ζωής της χτύπαγαν την πόρτα. Τις αποφάσεις της τις είχε πάρει. Η κόπωση πολλών ετών από μια όμοια ζωή δεν της άφηναν άλλες επιλογές. Τον κύριό της στόχο τον είχε πια πετύχει:  μια άνετη και ανεξάρτητη ζωή  -  έχοντας όμως την καρδιά της άδεια.
Κυριακή, όλοι οι δρόμοι ήταν άδειοι, προσπαθούσε να διασκεδάσει την ανία της. Το τελευταίο της το ραντεβού είχε λάβει χώρα πριν μόλις μια βδομάδα:  Δέκα πέντε χρόνια call girl, δεκαπέντε χρόνια μοναξιάς διαφορετικής και αφοσίωσης στο στόχο:  μια άνετη και ανεξάρτητη ζωή. Στα είκοσι τρία της είχε περάσει την πόρτα εκείνης της παράξενης βιομηχανίας:  του πληρωμένου sex· φιλόλογος και άνεργη, και όμορφη συγχρόνως.
Της χρειάστηκαν δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια για να τα καταφέρει, για να δημιουργήσει το κεφάλαιο που χρειαζόταν για να αποδεσμευτεί από εκείνο της τον εαυτό και να δημιουργήσει ένα νέο. Οι εφιάλτες ήταν ακόμα μέσα της, οι εφιάλτες κυνηγούσαν τη συνείδησή της. Δεν πίστευε πως είχε αμαρτήσει  -  μα είχε και αμφιβολίες:  Δέκα πέντε ολόκληρα χρόνια ιερουργούσε στην ερωτική σκηνή, όντας σαν ξένο σώμα:  δεν μπορούσε να ερωτευτεί, δεν μπορούσε να ανοιχτεί, δεν μπορούσε να μιλήσει. Αισθανόταν αντικείμενο, ήτανε ένα αντικείμενο και έκανε υπομονή, και έψαχνε κουράγιο.
Η Σάντρα φοβότανε τους γύρω της, φοβόταν τις κακές τις γλώσσες, δεν είχε ψυχαναλυθεί ποτέ  -  ήξερε όμως να ακούει. Όταν μιλούσε φρόντιζε η ένταση απ' τη φωνή της να 'ναι χαμηλή. Φρόντιζε να μην προκαλεί, παρά μονάχα με την όμορφη εμφάνισή της. Να προκαλεί; Μπα, απλώς ν' αρέσει. Τίποτα παραπάνω.
Και η υπόλοιπή της η ζωή υπήρξε μοναξιά. Υπήρχε για συγκεκριμένους φίλους, υπήρχε μόνο για να υπάρχει, βίωνε τις άδειες ώρες της ονειρευόμενη μία επόμενη ζωή:  εκείνη τη ζωή που πια ήταν εμπρός της. Το τέλος είχε φτάσει, είχε ξεπεραστεί  -  εκείνη πλέον ζούσε το μετά, ζούσε την αντανάκλαση του παρελθόντος παρέα με του μέλλοντος το σκοτεινό κενό.
Περπατώντας, στο μυαλό της γύριζε ο “μύθος της σπηλιάς” του Πλάτωνα. Μέσω αυτού προσπαθούσε να βρει τις εξηγήσεις των αντανακλάσεων  -  ορίζοντας όλη τη ζωή σαν αποτέλεσμα αυτών. Πίστευε πως αντανακλάται και το μέλλον  -  όμως οι αντανακλάσεις του σκεπάζονται από μεγάλα σκοτεινά παραπετάσματα που κάνουνε τη μαντική να είναι μια δομή  που κρίνει εξουσίες.
Μια προσμονή βροχής μύριζε η ατμόσφαιρα. Ο ουρανός έδινε γκρίζες εξηγήσεις. Της θύμιζε μια καθημερινότητα της χώρας της προέλευσής της. Της επανέφερε τα παιδικά της  όνειρα, της επανέφερε ολόκληρα τα παιδικά της χρόνια.  Κι όμως, βρισκόταν σε μια χώρα άλλη, σε μια πλατεία που μέχρι πριν ολίγες μέρες έσφυζε από ζωή, σε μια περιοχή όπου ο ήλιος ήτανε συχνότατα παρών κι η συννεφιά έπαιζε χρόνο λύτρωσης, έπαιζε χρόνο προσμονής, έπαιζε ρόλο επεξεργασίας.
Τα παιδικά της όνειρα διέφεραν από τις τελικές της πράξεις  -  συμβάδιζαν μέχρι την αποφοίτησή της από το πανεπιστήμιο και ύστερα απέκλιναν:  ο ερχομός της στην Ελλάδα σήμαινε κάθοδο, σήμαινε και ελπίδα.
Και οι ελπίδες αρέσκονται να κολυμπούν στη σκοτεινιά, οι ελπίδες αρέσκονται στις μέρες του χειμώνα  -  η υγρασία των στιγμών, της έλουζε το όμορφο κορμί και κείνο το φθινόπωρο φλέρταρε ανοιχτά μαζί της και κείνη ενέδιδε στο φλερτ, μη έχοντας σε κάτι άλλο να ενδώσει.
Κοίταζε την πλατεία, το συντριβάνι  της, τα μαγαζιά που ήτανε τριγύρω της, τον ουρανό που έταζε βροχούλα. Η φθινοπωρινή μελαγχολία της είχε καταλάβει την ψυχή. Η συνειδητοποίηση της απαλλαγής της από ένα σύνδρομο χαμένου χρόνου, της έδινε φτερά, γεννούσε μια σειρά από ελπίδες νέες. Ενέπνεε βαθιά, κάποια σκόρπια φώτα που άναβαν στις γύρω καφετέριες συντρόφευαν εκείνες τις πανέμορφες στιγμές που ήτανε πραγματικό δικές της, που επιτέλους κάνανε πραγματικότητα το στόχο μια δέκα πενταετούς σκληρής πορείας μέσα σε ένα τμήμα απ' τον κόσμο που ονομάζεται υπόγειος, που είναι υπαρκτός, που έχει τους δικούς του κώδικες, τους δικούς του κινδύνους, τις δικές του ιδιαίτερες δομές, που συναντούν ανθρώπινες ζωές, που τις παιδεύουν.
Κάποιες μοναχικές σταγόνες έβρισκαν δόμους προς τη γη. έβρεχαν το κορμί της Σάντρας, ζώνοντάς την, προσπαθώντας να της κλέψουν το μυαλό και να την αφαιρέσουνε απ' την εικόνα της, απ' τον παρόντα χρόνο. Δεν έψαξε αμέσως για μα βρει μια τέντα, μια μαρκίζα, μια στοά για να προφυλαχθεί από αυτή την ξαφνική βροχή - αμήχανα δέχονταν κείνη την ηδονή ίσως απ' το θεό, ίσως από το χρόνο.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

Αλάτι της γης - Ήμουν κι εγώ εκεί

Ήμουν κι εγώ εκεί
Ναι ήμουν κι εγώ εκεί ως χορωδός (σε λίγο θα θεωρούμαι επαγγελματίας σε αυτό το πράγμα). Ήμουν εκεί ως χορωδός της χορωδίας παραδοσιακής μουσικής του ΚΙΛΕ Απόλλων. Πού ήμουν; Μα φυσικά στο γύρισμα της εκπομπής του Αλατιού Της Γης με θέματα από τις παραδόσεις του Νομού Καρδίτσας. Όσοι με παρακολουθείτε θα ξέρετε ότι είμαι και κριτικός και αυστηρός σε ότι έχει σχέση με την τέχνη (επέκεινα και με τη παράδοση - δίνοντας πάντα έμφαση στην γνησιότητα). Οφείλω να σας πω ότι επέστρεψα από το γύρισμα καλύτερος: και έμαθα, και πρόσφερα, και είδα να γίνεται σοβαρή δουλειά. Την Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2017, κλασσικά στις Μία το μεσημέρι και από το κανάλι της ΕΤ1 θα μεταδοθεί η εκπομπή. Φίλες και φίλοι μου, σας προσκαλώ να την παρακολουθήστε - να μας παρακολουθήστε! 
Σας ευχαριστώ!
Σας ευχαριστώ εκ μέρους και όλων των συντελεστών!
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ