Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

Φιλοξενία


“Φιλοξενία”
Φέρτε μας πίσω τους αγγέλους
Μπροστά στις πόρτες μας, στα σύνορα
Στον πόλεμο, στη διαδήλωση, στη νύχτα
Λέξεις και δάκρυα, λέξεις ξερές, ναρκωτικά
Λόγια, λόγια, λόγια σε δώσεις, πυρκαγιές
Βραδιές για ιερούς φανούς
Ιούδας, κρεβάτια, οργασμοί.

Φέρτε μας πίσω στους αγγέλους
Ας είναι και στο μονοτονικό
Γκαρσόνια προπαγάνδας, πολιτοφύλακες
Πίσ' απ' τα άνθη του κακού
Αγκάθια, πληγές στα χέρια
Φιλιά στα ξέφωτα
Και προδοσία.

Για όσους έπεσαν και χτύπησαν στα γόνατα μικροί
Για την αλήθεια, για τη βία, για την τρέλα
Αναρριχητικά  φυτά, αποδημητικά πουλιά
Ο γάτος πέθανε, ο γάτος πέθανε
Δεν το ακούτε το παιδί; - φωνάζει
Κλειδιά στην πόρτα, αντιβίωση
Ζεστό το γάλα, πάντα ζεστό
Φιλοξενία.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ


















Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

Στο τελευταίο δευτερόλεπτο

(Στο τελευταίο δευτερόλεπτο)
Και ξαφνικά κρύο. Ξαφνικά ή όχι και τόσο ξαφνικά - άντε να βρει κανείς τα μάλλινα και τα μπουφάν, πριν από τη δουλειά να κάνει διατάσεις, πριν πει το 《από την αρχή》να έχει καταλάβει τι συμβαίνει. Και να που πάλι τα οράματα γίνονται άμεσες ανάγκες, και πάλι η ζωή συστέλλεται κι οι λύκοι είναι έτοιμοι να κατεβούν απ' τα βουνά - να θεωρούν τις νύχτες, νύχτες τους, να συνοδεύονται με θάρρος οι γεννήσεις. Όχι, καθόλου ξαφνικά, προδιαγεγραμμένες οι ετήσιες πορείες, θα πρέπει να 'μαστ' έτοιμοι για μπόλικο περπάτημα, κόντρα στον άνεμο και κόντρα στη βροχή - ως τα Χριστούγεννα, μέχρι την Άγια Νύχτα.
Όλα για τη φύση - γιατί όχι; Γιατί να μην αφεθώ κι εγώ στην αγκαλιά της; Τα πράγματα άλλωστε είναι απλά: μία καμπάνα, μια βροχή από κιτρινισμένα φύλλα, λίγο κουράγιο, ένα ραβδί κι πέντε στίχοι - όλα αυτά συνθέτουν τον Θεό κι επ' ουδενί όλη την προστυχιά των υποκειμένων μια γενέθλιας πόλης που νομίζει ότι ανασταίνεται - την ώρα ακριβώς π' αργοπεθαίνει. Όλα για τη φύση το λοιπόν: τ' αρώματα και τα ποιήματα, κι όσες απ' τις συμπάθειες αντέχουν - για τη φύση, για τον Θεό (όπου και αν υπάρχει), για μένα ρε παιδιά, μόνο για μένα.
Και είναι Κυριακή, και θα 'ναι πάντα Κυριακή, και πάντα Κυριακή η Περσεφόνη θα κατέρχεται στον Άδη. Θα κατέρχεται πάντα με θυμό, θα κοκαλώνει μες στα τάρταρα - ένα εξάμηνο είναι αυτό, μέχρι που ένας αχυρώνας να καεί, μέχρι που να τελειώσουν οι αλληλοσπαραγμοί και ο καθένας να κλειστεί στη μοναξιά του• στη μοναξιά του ή στην ελευθερία του• πράγμα πιο λεύτερο απ' τη μονάδα δεν υπάρχει: Τάχα γιατί είν' ένας ο μοναδικός (λέει) Θεός; Το έχετε σκεφτεί;
Κι ύστερ' απ' έξι μήνες πάλι μεταμόρφωση• μεταμόρφωση χωρίς όρος Θαβώρ, όπου να 'ναι: σε τουαλέτες σταθμών πάνω στην εθνική ή στο δωμάτιο μιας πόρνης, σε πρωινό ξωκκλήσι κάπου στην εξοχή ή σε μια γρανιτένια κορυφή πανύψηλου βουνού, σε πασαρέλα πρωινάδικου ή μπροστά από κομπιούτερ χρηματιστηρίου. Μεταμόρφωση ή, ακόμα ένας θάνατος μέσα σ' αυτό τον κόσμο• γιαυτό και τα πολλά λουλούδια της ανοίξεως και τα τόσα δάκρυα σε μάγουλα από μανάδες που τις ακολουθεί πάντοτε και παντού το άγχος: 《Να μη μας πάρουν τα παιδιά, να μη μας πάρουν τα παιδιά μας》.
Παιδιά, άνδρες, πάλι παιδιά, πάλι συνείδηση, αγνή συνείδηση, συνείδηση παρθένα: Παρθένα σαν το δάση που αλλάζουνε τα χρώματά τους από μόνα τους, σαν τα δεκαδικά ψηφία που υπάρχουν μα δεν φαίνονται, όχι σαν τα όλο φανφάρες τα “μαζί” κι όχι σαν τα μαχαίρια που 'χουνε κρυφτεί στα σώψυχα  ανθρώπων χαμογελαστών, στα μόρια της μάζας. Παιδιά, άνδρες, όχι ξανά παιδιά: νεκροί από τους όρθιους, ήδη νεκροί, νεκροί όλο καμάρι, κακομοίρηδες, δήθεν αστοί, δήθεν πιστοί, δήθεν επαναστάτες: Γιαυτούς το 《άι στο διάολο》 το μολογά ακόμα κι Θεός - στο διάβολο ανήκουν.
Κακομοίρηδες - οι κακομοίρηδες αυτοί είναι πιο κακομοίρηδες γιατί φοβούνται ακόμα και να τη σκεφτούν τη λέξη 《μοναξιά》 και τρέχουν για να βγάλουνε το άχτι τους σε άσφαιρες μαζώξεις: Ίδιοι όλοι, ίδιοι όλοι, ίδιοι όλοι: το ένδυμα του φασισμού είναι η ομοιότητα, το πρόσωπό του: η βλακεία. 
Όχι, όχι, η Κυριακή δε φταίει, δεν φταίει ο καπνός, ο άνεμος, ο Άγιος Κωνσταντίνος - το καλό και το κακό είναι παντού, είναι παντού, είναι παντού• το νιώθω - οι μάζες δεν το νιώθουνε, δεν πρέπει να το νιώθουν. Ξύπνα, μάθε να περπατάς τα πρωινά στις αγορές, γίνε Χριστός, διάβαζε, σύγκρινε, μάντεψε τι υπάρχει πίσ' από τον ορίζοντα- κι αυτό είν' περιορισμένο: Τα όνειρά μας, η τέχνη, το τελευταίο σουτ στο τελευταίο δευτερόλεπτο, στο τέλος, το τέλος.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ


Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Σχέδιο του πρώτου κεφαλαίου από το μυθιστόρημα που άρχισα να γράφω

(Σχέδιο του πρώτου κεφαλαίου από το μυθιστόρημα που ξεκίνησα να γράφω)
Βρυξέλλες, στο κεντρικό διαμέρισμα που έμενε μαζί με τη συμβία του τη Λία, ο Χρήστος μόνος του στεκόταν πίσω από τα διπλά τζάμια ενός από τα παράθυρα και κοίταζε τις ψιλές νιφάδες του πρώτου χιονιού εκείνης της χρονιάς που πέφταν ακανόνιστα παρασυρμένες από ένα ελαφρύ αεράκι που φυσούσε μόνο και μόνο για να διαφοροποιεί τις εικόνες κείνης της μέρας από εικόνες ημερών παρόμοιες  που ακολούθησαν και από άλλες οι οποίες είχανε προηγηθεί. Ο Χρήστος κοίταζε, ο Χρήστος σκεφτόταν: Στα τριάντα δύο του, ήδη πετυχημένος τεχνοκράτης. Πετυχημένος λόγω του ότι υπέγραφε. Υπέγραφε, επικυρώνοντας επιστημονικά αποφάσεις άλλων: ηγετών (για να μη φαίνοντ' οι δικές τους οι υπογραφές), απρόσωπων θεσμών, επιχειρηματιών με μάσκες. Υπέγραφε αυτός, υπέγραφε και η συμβία του, η ψυχρά όμορφη Λία, η συντρόφισσά του από το πανεπιστήμιο που, από αγριοκάτσικο, είχε μετατραπεί σ' αρχόντισσα κυρία. Υπέγραφε. Υπέγραφε να γίνει το νερό πιο σπάνιο, το γάλα πιο ξινό, οι διαδρομές πιο ακριβές και μετά υπέγραφε να γίνει το νερό ακόμα πιο σπάνιο, το γάλα ακόμα πιο ξινό κι οι διαδρομές πιο ακριβές ακόμα. Υπέγραφε και οι τύψεις μέσα του πολλαπλασιαζόταν με ταχύτητα καλπάζοντα καρκίνου. Γιατί,  καλή και η επιτυχία, καλή κι η άνετη ζωή, καλός και ο παραμυθένιος έρωτας - αλλά οι τρόποι που αποκτιούνται  ολ' αυτά, εντέλει σημαδεύουν και όταν τα σημάδια τους είν' από τα μέσα, είν' πιο επώδυνα για κείνους που τα έχουν γιατί, είναι δικά τους που να πάρει.
Κοίταζε το χιόνι, κοίταζε κάτω το δρόμο. Κάτω, πολύ κάτω - δωδέκατος όροφος γαρ. Άνθρωποι από δω, άνθρωποι από κει και αρκετά στολίδια• τα Χριστούγεννα δεν ήταν μακριά• Χριστούγεννα σε ξένο τόπο, Χριστούγεννα σαν ξένος• σαν ξένος, σαν άλλος, σαν όχι ο εαυτός του. 《Δεν είμ' εγώ αυτό το πράγμα, όχι δεν είμαι》ψιθύρισε. Είδε να σταματά στου δρόμου μια γωνιά ένα ταξί, να κατεβαίνει απ' αυτό ένα νεαρό ζευγάρι, να φεύγει το ταξί, να φεύγουνε κι εκείνοι. 《Πρέπει να φύγω》ψιθύρισε πιο σιγανά από πιο πριν. Περπάτησε ως το υπνοδωμάτιό του, φόρεσε το πανωφόρι του, το κασκόλ του, τον σκούφο του, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ο συμμετρικός τρόπος που έβγαιναν από τον σκούφο του οι μπούκλες των μαλλιών του τον έκανε να χαμογελάσει. Κατέβηκε, κατεβαίνοντας φόρεσε και τα γάντια του - τα χρόνια που 'χε στις Βρυξέλλες τον είχαν κάνει να αντέχει πιο εύκολα το κρύο, που λεν: είχε προσαρμοστεί. Και οι νιφάδες του χιονιού ήταν απ' της ξερές, από αυτές που τις απομακρύνεις από πάνω σου μόνο με ένα τίναγμα, απλά, χωρίς κόπο, χωρίς πολλή σκέψη, αντιδρώντας (που λέμε) φυσικά. Γιαυτό είχε κατέβει απ' το διαμέρισμα, γιατί κείνο το χιόνι δεν χρειαζόταν σκέψη για να αντιμετωπιστεί οπότε του 'μενε περίσσια σκέψης έτοιμη για να χρησιμοποιηθεί για ότι έπρεπε, για τον ίδιο, για το μέλλον του, για το στομάχι του που 'χε δεθεί τις τελευταίες μέρες.
Περνούσε μπρος από εστιατόρια, μπρος από ζαχαροπλαστεία απ' αυτά με τις περίφημες τις σοκολάτες, περνούσε μπρος από διαφόρους πειρασμούς - δεν πεινούσε κι άνοιγε το βήμα του, σταματώντας μόνο μπροστά από βιτρίνες κάποιων βιβλιοπωλείων και χαζεύοντας τα χρώματα και τις ζωγραφιές που είχαν πάνω τους οι τόμοι οι οποίοι ήταν απλωμένοι όμορφα εκεί. Και σκεφτόταν, συνέχιζε να σκέφτεται: της αρχές που είχε λάβει από την οικογένειά του, τον τίμιο αστυνόμο τον πατέρα του, την αγωνίστρια του δικαίου δικηγόρο τη μητέρα του, τα παιδικά του χρόνια - όχι, δεν ήταν πια ο ίδιος: Σκέφτονταν, και οι τύψεις του μεγάλωναν και πολλαπλασιάζονταν, κάνοντάς τον να αισθάνεται όλο και πιο στριμωγμένος. 《Πρέπει να φύγω》επανέλαβε, περνώντας από μια διάβαση στην άλλη τη μεριά ενός μεγάλου δρόμου:
《Υποτίθεται έχουμε γεννηθεί για να 'μαστε ότι είμαστε. Όμως, ύστερα απ' τη γέννηση, αμέσως ξεκινούν τα ξεπουλήματα - μην είναι η ζωή αυτό το πράγμα; Κι αν είν' αυτό το πράγμα η ζωή, είναι σωστό να είναι έτσι; Και τι είναι το σωστό; Γιατί για τον καθένα από μας να είν' σωστό εν' άλλο πράγμα; - Ερωτήσεις, ερωτήσεις, ερωτήσεις. Κι αν παραμένει κανείς πιστός στις ίδιες απαντήσεις, τον λένε και μαλάκα οι πολλοί και τον καταδικάζουν》είπ' από μέσα του ο Χρήστος λίγο πριν σταματήσει μπρος από ακόμα μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου η οποία ήταν στολισμένη και αυτή για τα Χριστούγεννα. Περίπου ένα ολόκληρο δεκάλεπτο σταμάτησε εκεί, το πέρασε διαβάζοντας σχεδόν όλους τους τίτλους των βιβλίων που υπήρχαν στη βιτρίνα. Ακολούθως περπάτησε για άλλο ένα δεκάλεπτο πάνω σε κάποια από τα πεζοδρόμια των Βρυξελλών, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει τη σημασία που 'χουνε οι δρόμοι για αυτό που λέμε καθημερινότητα, το πόσο δεν τους υπολογίζουμε πριν από αποφάσεις μας, αποφάσεις μας για θέματα που μάς αφορούν, για θέματα που είναι κρίσιμα για όλους.
Βρήκε μία μικρή πλατεία, κάθισε σ' ένα από τα παγκάκια της, σκουπίζοντας από πάνω του το χιόνι - μη όμως τινάζοντας από πάνω του πια το άλλο χιόνι, αυτό που έπεφτε, που σκάλωνε στο πανωφόρι του, στον σκούφο του, στο κασκόλ του, στα μαλλιά του. 《Άραγε ύστερα από ώρα θα μοιάζω με χιονάνθρωπο;》αναρωτήθηκε ξανά κι άρχισε το περπάτημα και πάλι, το περπάτημα, το όχι ψέμα, την πιο σκληρή αλήθεια που υπάρχει: το περπάτημα πάνω σε πεζοδρόμια και δρόμους που σαπίζουν, που είν' υγροί, που είναι καθαρή πραγματικότητα, χωρίς προσμίξεις, χωρίς δασείες να αλλάζουν προφορές - γιατί οι προφορές, αλλάζοντας, αποπροσανατολίζουν: Δρόμοι με δέντρα, δρόμοι όπως τα δέντρα, με διακλαδώσεις, με την τύχη να αναπαύεται  σε κάποια από τα κλωνάρια τους, με τη ειρήνη να περνά και να γαντζώνεται σε κάποια απ' αυτά σαν εν' αποδημητικό πουλί - ύστερα φεύγει, χάνεται, κανείς δεν ξέρει το πού βρίσκεται, αν ζει ή, αν συνεχίζει τις αναζητήσεις της κάπου σε κάποιον Άδη. 
Συνέχιζε να σκέφτεται, σκεφτόταν πια τη Λία και τις δικές της λογικές, τις όποιες αρετές και τα μειονεκτήματά της: ψυχραιμία, γνώσεις, ομορφιά, κομφορμισμός, εξάρσεις, αμφιβολία, επαναστατικότητα με ημερομηνία λήξεως, απάθεια κι εγωισμός. 《Άλλαξε και η Λία, μεταμορφώθηκε》 ψιθύρισε. 《Άλλαξε, και πώς να της το πω; Δεν πρόκειται να καταλάβει: Όταν βολεύονται, οι πιο πολλοί απ' τους ανθρώπους δεν καταλαβαίνουν. Δεν καταλαβαίνουν, ούτε ότι αυτοπληγώνονται, ούτε ότι λερώνονται, ούτε ότι αργά, πολύ αργά ή γρήγορα θα τους δείξουν με το δάχτυλο κι αυτούς όπως και τόσους άλλους》 συνέχισε, κατανοώντας ότι μία απόφαση να αλλάξει τη ζωή του, θα σήμαινε και χωρισμό, και κόντρα του με τη Λία, τον φοιτητικό του έρωτα που 'χε μετατραπεί σε σχέση: Πικρό χαμόγελο τον βρήκε, δεν άντεχε να μην είναι ότι είναι κι ήταν πια έτοιμος να επαναστατήσει, να γίνει πρόσωπο, να καθαριστεί, να καθαριστεί ακόμα κι αν χρειαζότανε να απομονωθεί και να τον πουν και βλάκα: Πληρώνεται η συνέπεια στις μέρες μας, πληρώνεται η ύπαρξη συνείδησης, είν' αγαθά από τα ακριβά, χρεώνουν διαφορετικά, χρεώνουν απομόνωση και ξεχρεώνουν τύψεις.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Ο αιώνιος ταχυδρόμος


(Ο αιώνιος ταχυδρόμος)
Στα πράγματα πάντα υπάρχει πάνω στους μια πλευρά που είναι μαύρη• είν' η πραγματικότητα, η απεικόνιση αυτής, τα μυστικά που την ακολουθούν• θέλει κανείς να έχει μάτια διαφορετικά για να καταλαβαίνει. Εγώ καταλαβαίνω• ξανά  απ' την αρχή στην εθνική οδό παρέα μ' οδηγούς βυτιοφόρων κι άλλων οι οποίοι οδηγούν νταλίκες φορτωμένες σιτηρά, ελπίδες, έρωτες και καρτ ποστάλ μεσοπολέμου. Προσθέτων κι αφαιρώ, τα μάτια μου ο ήλιος τα θαμπώνει, όλο και κάτι σκέφτομαι και μ' ενοχλεί, στρώνουνε στα χωράφια τα πουλιά για ν βρουν λίγους σπόρους. Ο ήλιος είν' ψηλά, ξοδεύεται, οι πιο πολλές απ' τις ακτίνες του πηγαίνουνε χαμένες - ανακατεύω κύκλους με μηδενικά, βλέπω πορτοκαλιές όλο καρπούς• μακριά, η θάλασσα ψάχνει να βρει τον κόσμο μας κι αν γίνεται να τον αλλάξει.
Υπεύθυνος εγώ για όσα δεν καταλαβαίνω• κι η θάλασσα υπεύθυνη γιατί παλιά, πολύ παλιά, δεν έκρυψε καλά τον Νέο Κόσμο: Ένας ακόμα σάκος με ποιήματα γεμίζει και γεφυρώνονται ακόμα λίγα μέτρα ιστορίας• τώρα πια δεν φαντάζομαι, δεν κυνηγώ τη μοίρα μου και δεν λυπάμαι: Το ότι δεν λυπάμαι είναι μοναξιά; Το ότι δεν λυπάμαι είναι εγκατάλειψή; - Η βία όταν την ξεχνάς, ορμά από ψηλά, σε βρίσκει, σε σκοτώνει: Ορμά η βία, έχεις σπασμένο το καλάμι σου, μη περιμένεις και πολλά απ' τους πολλούς που είναι ο περίγυρός σου. Πάντως, από το καθαρτήριο δεν θα περάσουμε ούτε εσύ, ούτε κι εγώ: Χάσματα γενεών δημιουργούνται εύκολα όπως και αρκετές παρεξηγήσεις.
Αν είναι κάτι η ζωή, είν' χρόνος, είναι αποστάσεις, είν' μυστικά, είναι Θεός, είναι ένα κορίτσι, είν' γρια, είναι γυναίκα: Στάση σ' ένα παραθαλάσσιο χωριό, φθινόπωρο στη ωριμότητά του: νερό, πέτρες και χώμα, ουρανός, περιγραφές, θυσίες κριαριών, ποντικοφάρμακα στους ελαιώνες. Εκεί, τώρα! Κοίτα να δεις που άρχισα ν' αναζητώ λιγάκι βράδυ. Απίστευτο! Απίστευτο σαν sex  μ' αθάνατη νυμφομανή, απίστευτο γιατί δεν περισσεύουνε επόμενες εικόνες. Αρκούμαι λοιπόν σε τρεις:
Εικόνα πρώτη: Ένα από τα τελευταία χελιδόνια να πετά κόντρα στον μανιασμένο άνεμο• να πετά, ο άνεμος να το ξεπουπουλιάζει• να πετά και να νικά, να τερματίζει πληγωμένο τον αγώνα. Εικόνα δεύτερη: Νύχτα ο Νέρωνας να τραγουδά πάνω στα τείχη κι η Ρώμη να 'χει γίνει παρανάλωμα• στην άλλη τη μεριά από τα τείχη ένας άλλος ποιητής να τραγουδά κι εκείνος, να τραγουδά για μία γέννηση διαφορετική: ο θάνατος γεννά κι αυτός - λίγοι είν' όσοι το γνωρίζουν. Εικόνα τρίτη: Ο Κάρολος Μαρξ σ' ένα συνέδριο αριστερών να δέρνει αντιφατικούς, να δέρνει ψεύτες, να τιμωρεί ηλίθιους μικροαστούς που είναι έτοιμοι, για να προωθηθούν, ν' αρχίζουν να πυροβολούν τους γονείς, τους φίλους τους και τις ιδέες τις οποίες διατείνονται ότι πιστεύουν.
Κι απ' το παραθαλάσσιο χωριό ξανά στην εθνική οδό• δίπλα, στους παραδρόμους τα τρακτέρ ψάχνουν να βρουν χωράφια - τώρα τα μπλόκα είναι άυλα, τώρα το δίκιο προορίζεται για κάποιους: Τα κόλλυβα είν' έτοιμα και τα καζάνια καθαρά, η καταιγίδα μάς κορόιδεψε, το τέλειωσε το τέμπλο που ζωγράφιζε ο νεαρός αγιογράφος. Από την φράχτη ενός κήπου έκοψα ένα μεγάλο φύλλο κληματίσδας, ένα μεγάλο φύλλο κόκκινο, υγρό, έτοιμο να μετατραπεί σε χώμα, Τι έκοψα το έβαλα στο πορτοφόλι μου, άρχισα να δημιουργώ μία αντίστροφη περιουσία: φύλλα αντί για χρήματα, αντί για φήμη δάκρυα, αντί για λάμπες καντηλάκια.
Μπροστά μου πέντε λόφοι, τ' αμπέλια τους κιτρίνισαν, απρόσμενή μου συνοδός μια μουσική,απαριθμώ κάποιες από τις στάσεις που 'κανα: Αθήνα, Βασιλεύουσα, Σμύρνη και Καρχηδόνα. Ψάχνω να βρω ένα κουτί ΕΛΤΑ , έχω τους δέκα φακέλους με τις επιστολές μαζί μου, πρέπει να τους ταχυδρομήσω : οι παραλήπτες άγνωστοι, οι παραλήπτες όλοι. Όλοι, όπως οι πιο πολλοί. Όλοι, όπως οι λίγοι: Το αυτοκίνητο που οδηγώ δεν ξέρει από Κυριακές, από γιορτές και σχόλες.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ







Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

(Πρώτη επιστολή)


ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ: ΑΟΡΑΤΕΣ ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ
(Πρώτη επιστολή)
Στροφή προς τα Χριστούγεννα• ακόμα μια στροφή πάνω στο κομπολόι που μετρά τον χρόνο χάντρα - χάντρα. Η φθινοπωρινή μελαγχολία λούστηκε, χτενίστηκε και πια κυκλοφορεί παντού, τρομάζοντάς μας ή, υποσχόμενη επόμενες στροφές, πάνω σε μία άλλη γη, κάτω απ' έναν άλλο ουρανό, πιο σκούρο, πιο αθώο, πιο οικουμενικά ερωτικό, πιο καθαρό από σκουπίδια, σκουπίδια απ' αυτά που τα ξεχνάνε οι επιλογές όταν αποχωρούν έχοντας αποτύχει.
   Ήδη οι γάτες δείχνουν πιο ανήσυχες, νιαουρίζουν πιο δυνατά, σκάβουν στους κήπους με τα νύχια τους για να βρουν θησαυρούς στο χώμα που αχνίζει. 《Ο χρόνος θα κυλήσει》 μου φωνάζουν από μακριά τρεις  μαυροφορεμένες• εννέα απαντήσεις έρχονται στο μυαλό μου άξαφνα - καμία δεν μου κάνει: Ο χρόνος θα κυλήσει, ίσως ν' αναστηθούν και οι νεκροί (για να ξαναπεθάνουν), ίσως τα περιστέρια κάποτε μάς ξεχάσουν και, παρελαύνουν πάλι οι ιππότες στις πλατείες τις Παρασκευές και κάνουμ' έρωτα με φώτα αναμμένα όπως τότε, γιορτάζοντας πιο σύντομα - πιο περιεκτικά, δουλεύοντας τα κείμενα απ' την ανάποδη, πουλώντας τα λαχεία μας εμείς στους θλιβερούς λαχειοπώλες.
   Ο χρόνος, ο χρόνος μας, καινούριες μέρες, καινούριοι στίχοι, μοντέλα νέα στ' αυτοκίνητα, ζωή που μόνο τρέχει. Ζωή που μόνο τρέχει κι αυτές τις μέρες είν' αυτό πιο εμφανές: μετακινούνται πιο ξεκάθαρα τα σύννεφα, το Λαϊκό “κληρώνει” πιο πολλές φορές το μήνα, τρίβονται τα πουκάμισα πιο γρήγορα, το λίγο δείχνει ισχυρότερο απ' το πολύ και πλέον απεργούν και οι ανθρωποφύλακες - ο κόσμος μας, αγγίζει τα τελειώματά του ξεφαντώνοντας, γελώντας δυνατά, πίνοντας μπράντι απ' το πιο δυνατό, εκσπερματώνοντας επάνω στα βυζιά από ωραίες γκόμενες από αυτές που μένουν σε κουκλόσπιτα παραμυθιών μαζί με ξωτικά, μαστίγια και νυχτερίδες.
   Δεν κοροϊδεύω, ζω αυτές τις ημέρες μέσα σε γεγονότα σκοτεινά, κατανοώ τον σαδισμό της ομορφιάς κι ας ομοιάζει με παιχνίδι. Δεν κοροϊδεύω - να είσαι σίγουρη γι' αυτό: Φοράμε τα προκλητικά μας προσωπεία, λύνουμε τα δερμάτινα λουριά από τα χέρια μας, φοράμε αλυσίδες, φοράμε πανοπλίες, ζώνες αγνότητας, πέπλα σιωπής, σταγόνες από φως ως ακριβά αρώματα και, ύστερα ριχνόμαστε με τα μούτρα στα φημισμένα όργια του καταναλωτισμού: σπέρματα, κολπικά υγρά, σάρκες, ναρκωτικά, ποτά, τηλεοράσεις και κομπιούτερ διαρκώς ανακυκλώνονται, κινούν τις μηχανές, κινούν μεγάλα θαύματα - ο καπιταλισμός επικρατεί παντού, ο καπιταλισμός είναι οι άταφοι νεκροί, είναι κι οι άλλοι, των κοιμητηρίων.
   Κι όμως, είμαστ' ακόμα στα οργώματα, δεν έχουνε ακόμα φαγωθεί των μολυβιών οι μύτες, οι αγελάδες μάς κοιτούν, τα χελιδόνια έφυγαν, πεθαίνουνε οι μύγες. Πού είν' οι σπόροι; Μα πλησιάζουνε οι μέρες της σποράς: Σπορά και από πάνω της δυο - δυο τα προφυλακτικά● μην τύχει και επεκταθεί πάνω στη γη των ποιητών το είδος. Σπορά με το μέτρο - το λοιπόν. Κι άφθονες κρατικές επιδοτήσεις για να μεγαλώσει το κοινό, για να μεγαλώσει το κενό - να μεγαλώσει το κενό στους εγκεφάλους.
   Κι άφθονες κρατικές επιδοτήσεις: Βλέπω να αναπαύεται το θάρρος, να κάθεται σε πολυθρόνα κίτρινη, ν' απολαμβάνει blowjobs από χιλιάδες πόρνες. Βλέπω του τραγουδιού το άσπρο περιστέρι  να πετά προς τον ορίζοντα, ν' αναζητά καινούριες πολιτείες. Βλέπω το όλο ειρωνεία βλέμμα του Θεού να θέλγεται απ' τα λεφτά που κατεβαίνουν απ' το Μόσκοβο κι απ' τα λεφτά που πέταξε στον ουρανό ο εικοστός αιώνας. Βλέπω τα τελευταία μέτρα που διανύουν οι φυλακισμένοι προς το φως. Ακούω προσευχές βενεδικτίνων μοναχών, ακούω ήχους από φρένα φορτηγών, ακούω προφητείες:
   Θα ρθει η μέρα που θα τολμήσω και εγώ να τις προφέρω, να σου της πω, να τις απαριθμήσω  σε λευκές σελίδες τετραδίου σχολικού και να σου της χαρίσω.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ



Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2017

Γύρω από ένα ξωκκλήσι


“Γύρω από ένα ξωκκλήσι”
Είναι πολλές οι τύψεις στη ζωή για να προλάβεις να τις ψάξεις
Πολλές όπως πολλοί είν' και οι μολυβένιοι στρατιώτες
Των ταγμάτων αντοχής, των οίκων ανοχής -
Όμως ονειρευόσουν μια γυναίκα κάποτε
Ένα κορίτσι που δεν παραστράτησε:
Το βλέπεις σαν εικόνα Παναγιάς
Παρατημένη σε ανώνυμο ξωκκλήσι.

Γύρω απ' το ξωκκλήσι δέντρα και πηγές -
Από ρυάκια φεύγει το νερό
Και σε τεράστια χαντάκια καταλήγει.
Πιο πέρα ένα κάστρο με φαντάσματα
Σαν γύπας που πετά πολύ ψηλά
Άδειο από θυμό, κενό από μεγάλα γεγονότα -
Και παρεκεί ως θάλασσα ο κάμπος:

Ο κάμπος του καλοκαιριού, ο κάμπος του φθινόπωρου
Κίτρινα ρούχα και ζεστός καφές -
Ο κόσμος φεύγει από 'δω, ο κόσμος έρχεται
Τώρα η Παναγιά προσφέρει φρούτα στο κοινό
Σταφύλια ώριμα, μήλα μικρά, φθηνά κορόμηλα
Και μια πυκνή βροχή
Έρχεται και σκεπάζει μνήμες.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ






Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

Οι αποστάσεις παραμένουν


(ΟΙ αποστάσεις παραμένουν)
Ψίθυροι που τη μεταφορά τους την ανέλαβε ο άνεμος
Πρώτη θρησκεία η αγάπη
Φαντάσματα, κληρονομιές, κλειδιά
Άθλιες μέρες, φθινοπωρινές
Και τα ρολόγια μας δεν έχουν κουρδιστήρια.

Κι όμως, 
Ζούμε σε ένα κόσμο που απαγορεύει κάθε λάθος
Κάθε χροιά διαφορετική
Κάθε χαρτί  που διαφέρει -
Ένα μεγάλο χέρι θεραπεύει της πλατείας τα πουλιά
Ένα αφτί ακούει το τι λεν οι τσέπες πίνοντας καφέ
Όταν είν' αδειανές από κατόχους.

Πώς; Τι; Γιατί;
Όσοι είναι προσεκτικοί το έχουν καταλάβει:
Φοράνε γάντια πλαστικά
Τρέφονται με γρασίδι
Και δεν γιορτάζουνε ποτέ
Την Καθαρή Δευτέρα.

Πώς; Τι; Γιατί;
Φέτος διακοπές σε δάση σκοτεινά -
Οι εργασίες συνεχίζονται
Οι αποστάσεις παραμένουν.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ