Δημοφιλείς αναρτήσεις

Σάββατο 29 Απριλίου 2017

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα: Οι απαντήσεις 4


(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα: Οι απαντήσεις 4)
Έξω ο άνεμος κυριαρχεί και μέσα τ' αναλγητικά έχουν την εξουσία: Απ' όλες τις μάρκες και σε κάθε χρώμα - ο πονοκέφαλος θέλει ιδιαίτερα νταντέματα για να μας βαρεθεί, για να εγκαταλείψει τα κεφάλια μας, για να βρεθεί ως άλλος δαίμονας στους χοίρους. Περαστικά σου λένε. - Δε βαριέσαι, να ζεις  μαθαίνεις, σχολιάζοντας, για να ξεχνάς τον πόνο.
   Έξω ο άνεμος• είν' άνοιξη, είναι η εποχή της γονιμότητας κι εκατομμύρια  λουλούδια περιμένουν να γονιμοποιηθούν, περιμένουνε αυτό τον άνεμο, τις μέλισσες ή, κάποιο άγγελο από αυτούς που συνηθίζουνε να χάνουνε το δρόμο. Λουλούδια, πολλά λουλούδια, πάρα πολλά: στους κήπους, στων πάρκων τα παρτέρια, στους πίνακες ζωγραφικής που είναι στις πινακοθήκες, στους πρόστυχους αγρούς, σε γλάστρες, σε πλατείες, σε κοιμητήρια βουβά και σε μεγάλα δάση. Μη γνώση - αγνότητα: παιδούλα που χορεύεις βαλς όλη τη μέρα. Και γνώση - αγώνας και αγώνας και αγώνας.
   Αγώνας του να φτιάχνεις, να κατασκευάζεις, να δημιουργείς. Πλέον αγώνας σου κι αγώνας μου - το ύστερα της πονηριάς είν' μια διαφορετική δημιουργία: να βρίσκεις από τα συντρίμμια το τι λειτουργεί και να το προστατεύεις, και να δημιουργείς μ' αυτό μονάδες μέλλοντος οι οποίες να μην είν' πρωτόγονες, ανθρώπους νέους οι οποίοι να μην είν' ανθρωποφάγοι.
   Αργότερα θα πάω στο ποτάμι, θα περπατήσω στην αριστερή του όχθη, θα 'χω απέναντί μου μία δύση, και αν ο άνεμος εξακολουθεί ακόμα  να κυριαρχεί, θα έχω το κεφάλι μου μέσα σε μια κουκούλα. Θα πάω μέχρι το ποτάμι, το λογικό είναι να κατεβαίνει μπόλικο νερό απ' τα βουνά, να τρέχει και να τρέχει και να τρέχει, και ασφαλής μοναδική κατάληξη: η θάλασσα, η μία θάλασσα, η μία και μοναδική, που όμως στη χωρίζουμε, που όμως τη διεκδικούμε• όχι σαν όνειρο, όχι σαν φύση μα, σαν κτήμα, σαν “έχω”, σαν οικόπεδο - καγχάζω καθώς σκέφτομαι πως η πραγματική η θάλασσα είν' μια ιδέα• και η δική μου θάλασσα είν' η πιο ωραία: είναι και τραγική, είναι αυτή που διώχνει και που φέρνει, είναι αυτή που κάνει κάποιους νικητές και άλλους τους δολοφονεί με κάποιο χάδι κύματος, με κάποια από τις αόρατες ρουφήχτρες των ακτών, που σε τραβάνε μέσα τους ενώ εσύ νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε παιδική χαρά, πάνω σ' εκείνο το παιχνίδι που σε φέρνει γύρω- γύρω.
   Αναλγητικά και διάβασμα. Τι όμως να πρωτοδιαβάσεις; Τον Νίτσε τον εξάντλησα, ο Μαρξ με τις αντιφάσεις του μου σπάζει τα νεύρα, ο Μπερξόν μου φαίνεται παράταιρος, ο Χάιντεγκερ τρελός, ξένος ο μέγας Καντ και η Άυν Ραντ μου μοιάζει δολοφόνος. Νερό στα μάτια, στο κεφάλι, κοίταγμα στον καθρέφτη, επαναμέτρηση ρυτίδων, αμήχανο αμερικάνικο χαμόγελο: δεν είναι μόνο το καλό και το κακό που μας εξουσιάζουν, είν' και το άσχημο που το ξορκίζουμ' απ' το βράδ' ως το πρωί, μα ταυτοχρόνως διαρκώς φλερτάρουμε μαζί του, σαν θέλει κάτι να μας πει, σαν κουβαλά στα χέρια του αργύρια, σαν είν' η τραγική πραγματικότητα της ύπαρξής μας.
   Και ύστερα, καφές: Τα αναλγητικά χωρίς καφέ δεν λειτουργούν• κι εγώ πισ' απ' τα τζάμια, και απ' την άλλη τη μεριά ο άνεμος να προσπαθεί να σπάσει όσα μπορεί απ' τα κλωνάρια των μεγάλων δέντρων, να ξάνει να λυγίζουνε τα κυπαρίσσια, να παίρνουν τη μορφή του σι του αγγλικού, να έχει ήδη ξεριζώσει αρκετά δενδρύλια, να 'χει αποτελειώσει κάποια δέντρα περασμένης ηλικίας: Τα γηρατειά και η νεότητα είναι οι πρώτοι στόχοι κάθε βίαιης δομής από αυτές που θέλουνε εξουσιάζοντας να κυβερνούν, από αυτές που έχουν όρεξη για τυραννία. 
   Άνεμος τύραννος ή άνεμος δημιουργός; Άνεμος ο οποίος γονιμοποιεί ή  άνεμος που καταστρέφει;  Αχ αυτός ο δυισμός ετούτης της ζωής! Αχ πόσοι ήρωες χαθήκανε ανάμεσα στο ένα και στο δύο, στην κατηφόρα του αναπότρεπτου, στην κατηφόρα με τις εκατό ρωγμές που είναι των θαυμάτων βασικοί εχθροί, που τυραννούν κάθε αγάπη! Αχ Ρωμιοσύνη, αρχίζεις με ασβέστη και νερό και τελειώνεις σε τοπία ομιχλώδη• κι ο λόγος σου γλυκός, κι ο λόγος σου πικρός, απ' τον πανάρχαιο συνοικισνό του Διμηνού ως και τον Παρθενώνα, απ' την Αγιά Σοφιά και τα πολλά της σήμαντρα μέχρι του Άη Ηλιά κάθε απόμετο 'κκλησάκι.
  Εδώ οι θεοί είναι περαστικοί, είν' σαν τους πειρατές: περνούν, χτυπούν, αλλάζουν τον καιρό και τις συνήθειες, και φεύγουν, πίσω αφήνοντας επιβήτορες, γονιμοποιητές των αλλοιώσεων, δέντρων καινούριες ποικιλίες, νομίσματα διαφορετικά, σκόνη από αιώνες ιστορίας - ας είν' καλά ο ήλιος και η ποίηση, κι ο τόπος μας παίρνει πίσω το αίμα του από τους βλάκες.
   Μαζί είχαμε παραβρεθεί σε δυο θυσίες: τη μια βαθιά μέσα στο παρελθόν, την άλλη πριν από τρεις δεκαετίες - πάντα με αίμα στέριωνε στα μέρη μας το δίκιο, και πλήθος οι αθώες οι ψυχές που έφυγαν, που γύρισαν και τώρα, περιφέρονται, μουντζώνοντας όλους αυτούς που δείχνοντας παραχαράζουνε για ίδιον όφελος την ιστορία: Δίστομο και Καισαριανή, Καλάβρυτα, Χορτιάτης - τοποθεσίες που δεν κρύβουν μυστικά, τοποθεσίες που τις έβαψε της γνησιότητας το αίμα.
   Πονοκέφαλος. Πηγαίνοντας στο παρελθόν  με πιάνει πονοκέφαλος• κι απόψε, φυσάει αποκλειστικά και μόνο παρελθόν: παλεύουν οι θεοί με τους τιτάνες και τους γίγαντες, φοβούνται τα μικρά παιδιά, φοβούνται οι αγράμματοι, φοβούνται τα περβόλια: Τούτος ο άνεμος είναι διαφορετικός, γίνεται να πολεμηθεί μόνο με λέξεις: Άνοιξε τα χαρτιά σου, εκεί που τώρα είναι, και γράψε: αγάπη, αγάπη, αγάπη. Μην το φοβάσαι, κανείς δεν ταπεινώνεται αγαπώντας πραγματικά, αγαπώντας τη μέρα, τη νύχτα, τον ήλιο, το φεγγάρι. Αγαπώντας ακόμα και το μίσος, όταν αυτό γίνεται διέξοδος και μίτος Αριάδνης.
   Γράψε αγάπη, γράψε αγάπη, γράψε αγάπη, κάνε αυτό το γράψιμο ζωγραφική, κάν' το στολίδι. Κι ύστερα... Κι ύστερα έλα να με βρεις, να με βρεις κάπου εκεί που τελειώνουνε οι αγορές, κάπου εκεί που τελειώνουνε οι αγορές όλου του κόσμου.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ


Τρίτη 25 Απριλίου 2017

Λικέρ απ' της μαμάς

(Λικέρ απ' της μαμάς)
Νυχτερινές απόψεις
Αναλόγως τη διάθεση
Τη λάμψη απ' τον Πολικό Αστέρα
Εκεί, στη σκιερή σπηλιά
Εκεί που κάποτε
Γεννήθηκε το σύμπαν.

Κάτι πάει καλά - πολλά δεν πάνε
Μετεωρίτες και ακρίδες
Ολοζώντανες απόλυτες ψυχές•
Ζωή πάνω σε τζιπ
Πηδώντας ζωντανά νεροφαγώματα
Πηδώντας λάθη και εικόνες.

Λικέρ απ' της μαμάς
Επιφυλακτικότητα για τα απέναντι νησιά
Φωνές και πρόστυχη διάθεση
Που σε διαλέγει
Που σε διαλέγει...
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Τετάρτη 19 Απριλίου 2017

Από το μυθιστόρημα : Οι απαντήσεις 3

(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα: Οι απαντήσεις 3)
Απόγευμα, απόγευμα, απόγευμα! Θεϊκό απόγευμα! Ακόμα ένα θεϊκό  απόγευμα! Απόγευμα κίτρινο, κατακίτρινο, όμοιο με το θειάφι. Θειάφι απολυμαντικό• απολυμαντικό της μέρας, τέτοιο που να εξαφανίζει κάθε πυρκαγιά απ' τις αόρατες, που πιάνουν και μας καιν' χωρίς να το καταλαβαίνουμε, μας καιν' ολόκληρους• καίγοντ' ολόκληρες γενιές: σαν τη γενιά μας.
   Κοιτάζω γύρω μου και στην ηλικία μας δεν βλέπω τίποτα σημαντικό, δεν βρίσκω τίποτα, τίποτα, τίποτα: Ως αν να μην περάσαμε από αυτό τον τόπο: Αφήσαμε και μας καπέλωσαν, αφήσαμε και μας κάναν κτήμα τους οι άλλοι. Επιλέγαμε, αναθέταμε και εμάς δεν μας επέλεγε κανείς, και επιλέγαμε συνήθως λάθος άτομα και λάθος τρόπους, επιλέγαμε μπάλα και διαιτητές• δεν επιλέγαμε ότι είχε φτερά και πέταγε σαν τους αγγέλους.
   Κι είμαστε παραδείγματα κακά, παραδείγματα ή παραπήγματα, ή παραδείγματα στα παραπήγματα- όπου τα παραπήγματα: εμείς• κι αντί για ποίηση ένας θολός καιρός, κι αντί για έργο μια Μεγάλη Εβδομάδα η οποία πέρασε κι αυτή, κι αρχίσανε τα όργανα να παίζουν.
   Είμαι στη δύση, είμαι η δύση, το πνεύμα μου κρατάει μια ομπρέλα, την έχει ανοικτή και βρίζει• και, νότες, νότες, νότες. Νότες βροχής που θα αρχίσει, ή αναισθητικό που σβήνει, σβήνει, σβήνει.
   Κι αισθήσεις, αισθήσεις, αισθήσεις, γυναίκες μελανειμονούσες, από αυτές που συναντά κανείς στις εκκλησιές- πλην της ημέρας στης Ανάστασης, πλην της πιο ψεύτικης (γι' αυτές) ημέρας. Αισθήσεις: ζωή και θάνατος, λύση είναι ο χρόνος, όλα του τα περάσματα είναι απειλές, και παρεκεί: κορμιά, κορμιά, κορμιά. Όχι, μη με ρωτάς. Μη με ρωτάς: πόσα αργύρια, μη με ρωτάς: πόσες ανάσες• τόλμη και πληρωμές, τόλμη και χρέη.
   Η αγορά κλειστή και πλέον ψιλοβρέχει. Εργάζονται μόνο δυο εργάτες. Σπατουλάρουν μια μεγάλη τζαμαρία, βγάζοντας από πάνω της μπογιές πολλών βδομάδων, δημιουργώντας διαφάνεια, μια διαφάνεια που μόνο η βροχή καταλαβαίνει.
   Σσς... Ησυχία! Εδώ δεν είναι το Νιου Γιορκ, ούτ' ανεμόμυλοι υπάρχουνε, ούτε ουρανοξύστες. Σήμερα δεν υπάρχουν ούτε κεραυνοί• απόψε το αλεξικέραυνο είναι στην ανεργία, σήμερα οι ρυθμοί είν' εντελώς διάφανοι όπως τα νέα τζάμια, όπως και οι σταγόνες που ταχυδρομεί ο ουρανός στον κόσμο:
   Σταγόνες στα τσιμέντα και στην άσφαλτο, σταγόνες στα πλακάκια και στα μάρμαρα, ολίγη τζαζ και ο θεός ίσως να ρθει κι αυτός να συμπαρασταθεί στην τέχνη. Μα, όσο λείπει το γυμνό απ' τ' όνειρο, θα είν' αναποτελεσματική όλη αυτή η πρόσκαιρη μα μαγική μελαγχολία.
  Θυμάμαι που παλιά επέλεγες τέτοια απογεύματα για να με παρασέρνεις• γδυνόσουν, έβαζες Λούις Άρμστρογκ στο πικ απ, και ύστερα ταξίδευες, ταξίδευες, ταξίδευες• μαζί σου έπαιρνες και μένα• τα 'δινες όλα να με κάνεις να πιστέψω• να πιστέψω ως μοναδικό θεό τον Έρωτα• να υποκύψω.
   Με έπαιρνες μαζί σου, με ταξίδευες, πού και πού σταματούσαμε και σου 'φερνα καφέδες, αγορασμένους από μαγαζιά από εκείνα που δεν κλείνουνε σχεδόν ποτέ- κι έπειτα, στο βολάν εσύ ξανά ολόγυμνη πατούσες γκάζι, το τερμάτιζες, σε δρόμους που διέσχιζαν ερήμους, κάμπους και κοιλάδες, σε δρόμους που τερμάτιζαν τους βίους τους σε φοβερές πανάρχαιες αρένες.
   Τότε σε δρόμους, σε αρένες• τώρα σε ένα μπαρ της αγοράς, με δύο χρώματα να γίνονται κυρίαρχα ξανά, με δυο ανθρώπους να υπάρχουν και να μην υπάρχουν, σαν τις σταγόνες και αυτοί που εξατμίζονται, σαν τα σεργιάνια- φάρσες πια, π' ακολουθούν το κάθε Πάσχα.
   Μόν' ο Λούις Άρμστρογκ παραμένει αναλλοίωτος• α ναι, και κάποιες λίγες θέσεις που υπάρχουνε μέσα στην πόλη: κτίρια από τα οποία έχουν απομείνει πλέον μόνο τα παράθυρα, σίδερα από σήματα που ίσως κάποτε σημαίναν κάτι, τρύπες σε πλίθινους τοίχους από χαμένες σφαίρες του εμφύλιου πολέμου- ούτε θάλασσα, ούτ' αυτοκίνητα ρετρό όπως αυτά της Κούβας.
   Ολίγη τζαζ και ο θεός, πάντοτε “on the road” (μεγάλε Κέρουακ), πάντοτε δίχως την ανάγκη των μαζών και των “πιστεύω” τους. Ολίγη τζαζ και ο δικός μας ο θεός- διότι ο πραγματικός θεός βρίσκει τη βέλτιστή του την αναφορά στα ζεύγη. Ολίγιστη τζαζ και διαφάνεια, και οι σταγόνες πάντοτε σταγόνες, κι η πόλη πάντα πόλη, κι η γη να είναι πάντα γη και να φλερτάρει με τον θάνατο του χρόνου, ακριβώς όπως φλερτάρουν και οι πόρνες με το  θάνατο της ομορφιάς- τι τραγωδία! Ακριβώς όπως, δίχως συναίσθηση μα μ' αγωνία: Ζωή και αγωνία, και αγώνας. Αγώνας δίχως αγωνία δεν υπάρχει: Αγώνας κι αγωνία, σαν την επιστροφή μίας παλιάς αγάπης. Ύστερα: θα με δει- δεν θα με δει, θα με γνωρίσει- δεν θα με γνωρίσει, ταχυπαλμία κι όλα τα λοιπά τα οποία συνηθίζουμε να τα καμουφλάρουμε διότι μας πονούν, διότι μας πονούν, διότι...
  Επιπλέον αιτιολογήσεις δεν δεν χρειάζονται: Παλιά αγάπη και επιστροφή προϋποθέτουν: αίμα, δάκρυ και ίσως αρκετές παλιές φωτογραφίες ή ακούσματα που δεν βολεύονται και δεν βολεύουν. Εκτός αν...
   Εκτός αν αγαπάς. Αν αγαπάς και ξέρεις πώς να συμμαζεύεις την αγάπη, τη δικιά σου την αγάπη• πραγματική αγάπη είναι η δικιά σου, αυτή που ακόμα κι όταν λες “βίρα τις άγκυρες” παραμένει κυρίαρχη του χώρου της ψυχής σου. Και είν' φορές που λες “βίρα τις άγκυρες” κι ας μην το θέλεις: το πρόσημο της τραγωδίας είν' ο άνθρωπος• μεγαλώνοντας το καταλαβαίνεις- ω αναγκαστικές μας αντιφάσεις τις οποίες δεν τις αφαιρούν ούτε βροχές, ούτε και κλάματα• κακούργα μνήμη...
   Πραγματικά, εσχάτως έχω μαλακώσει αρκετά. Γι' αυτό ευθύνονται οι μελαγχολικές και διάφανες στιγμές αυτής της εποχής: διαβάζω διαρκώς για ουρλιαχτά, για καταιγίδες τροπικές, για αυτοκίνητα που τις νύχτες γίνονται ερυθρές γραμμές πάνω σε μαύρους δρόμους- αγάπη μου, το προφανές είναι σαν τριαντάφυλλο το οποίο έχει τα αγκάθια του για να κρεμιέσαι  απ' αυτά, ψάχνοντας σωτηρία• φευ, πρέπει τι είναι χάδι τότε να ξεχάσεις, ν' ακροβατείς χωρίς να είσαι ακροβάτης, να σκέφτεσαι χωρίς να 'σαι θεός.
   Πληρότητα! Πληρότητα παρ' όλη τη βροχή, παρ' όλη τη θεατρικότητα ετούτων των στιγμών της άδειας αγοράς και της αόρατης σελήνης. Προσεύχομαι, προσεύχομαι, προσεύχομαι! Μόνος μου φτιάχνω προσευχές κι αυτό μου φτάνει. Προσεύχομαι, αναφερόμενος στα παιδικά μας χρόνια. Προσεύχομαι, να μείνουν άλυτοι όσοι από τους Γόρδιους δεσμούς αξίζουν. Προσεύχομαι, να ξαναγεννηθούμε, να είμαστε απ' την αρχή μαζί και, να τελειώσουμε μαζί- όχι: αν γίνεται. Να γίνεται, να έχουν υποχρέωση ο χρόνος κι ο θεός να μας διατηρούν ζευγάρι- ακόμα και μετά απ' ένα θάνατο επόμενο, και μες στον θάνατο ακόμα, ακόμα και βαθιά μέσα στο θάνατο, εκεί που και η αιωνιότητα τίποτα δε σημαίνει.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ
https://m.youtube.com/watch?v=Aazll2EWqEg

Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ (ΠΑΡΤΙΔΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ;)


ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ
Το: "Παρτίδα ή πατρίδα" είναι ένα βιβλίο μου διαφορετικό, είναι ένα βιβλίο το οποίο συνδυάζει την  ποίηση με το χρονογράφημα και αναφέρεται κυρίως στην κοινωνία μας και στην ζωή μας εντός αυτής.
Για παραγγελίες στείλτε μήνυμα με τα στοιχεία σας inbox στο facebook ή στείλτε email στη διεύθυνση: akisberg653@gmail.com. Tο κόστος είναι 12 ευρώ συν 3 ευρώ ταχυδρομικά έξοδα. Οι αποστολές γίνονται με αντικαταβολή μέσω ΕΛΤΑ.
Ευχαριστω!
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ
https://m.youtube.com/watch?v=pMN_mKRnDgI

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
http://www.palmografos.com/permalink/28627.html

http://www.badiera.gr/65227-2/

Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα: Οι απαντήσεις

(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα: Οι απαντήσεις νο2)
Και, που λες, η Ανάσταση να είν' πολύ κοντά κι οι πιότεροι να κοιμούνται κι ας ξημέρωσε, κι ας είν' η μέρα καθαρή, κι ας μας θωρεί η άνοιξη με καθαρό το βλέμμα. Κι ας γίνεται αυτό σπανίως• τα περάσματα Βδομάδων των Παθών, ξωπίσω τους αφήνουν έστω κάτι. Μα, μ' όλους αυτούς που έχουν ξεχαστεί επάνω στα κρεβάτια τους, τι γίνεται; Ειν' πολύ εύκολο να αδιαφορείς και ν' αδιαφορώ• όταν φουσκώσει πάλι το ποτάμι, μαζί μ' αυτούς θα πάρει και εμάς που περιμένουμε με αναμμένες τις λαμπάδες, όλους εμάς που δείξαμε σεβασμό στους μέγιστους νεκρούς, τους κάναμ' όλα τα μνημόσυνα και δεν πιστέψαμε στον πειρασμό των ανοικτών των χώρων.
   Θυμάσαι τις προσκλήσεις που μας έστελναν για παρελάσεις, συγκεντρώσεις και πορείες λαϊκές; Θυμάσαι πώς τις έσκιζες; - Τις έσκιζες στα τέσσερα, έβαζες τα κομμάτια τους σε φάκελο απ' τους κίτρινους, τον οποίο εναπόθετες  στων σκουπιδιών το πλησιέστερο καλάθι. Τον εναπόθετες τον φάκελο: επίσημα, μ' όλες τις προβλεπόμενες τιμές• έτσι,  γιατί ο διάβολος αγαπάει την επισημότητα, γιατί ο διάβολος λατρεύει τις στολές με τα λιλιά και τις φαμφάρες, και βέβαια, τις ιλουστρασιόν αφίσες και τις σημαίες που 'ναι από πλαστικό, σαν τις κουνούν μικρά παιδιά, παρακινημένα από μάνατζερ εγωιστές κοινωνικούς, απέναντι από τις άυλες μορφές των αστυνόμων.
   Τα θυμήθηκα όλα αυτά χθες βράδυ, όπως θυμήθηκα και το ταξίδι μας στην Ιερουσαλήμ κι αργότερα, το πέρασμά μας απ' τις στέπες της Ρωσίας, μέσα σ' ένα παράξενο - πολυτελές βαγόνι του Υπερσιβηρικού, γιορτάζοντας κάποια επέτειο - όχι δικιά μας. Στις στέπες και στην Ιερουσαλήμ, στο κρύο και στη ζέστη, στα όρια των αντοχών, στα όρια των πειρασμών της ιστορίας. Κι εσύ! Ναι εσύ! Εσύ μιμούμενη τις εποχές έπαιζες με τ' ανώριμό μου το μυαλό, πότε ντυμένη Ιεζαβέλ, πότε ντυμένη Λάρα, πότε Σαλώμη, πότε Άννα• ποτέ ντυμένη η πραγματικότητα, όπως στον κινηματογράφο. Ντυμένη εσύ, ντυμένος κι εγώ: ντυμένος διαφορετικός απ' απ' ότι είμαι, ντυμένος “Βασιλεύς των Βασιλέων”, ντυμένος και “Ηλίθιος”, ρόλοι που δεν απέχουν και πολύ: περίπου οσ' απέχει και το άσπρο απ' το μαύρο.
   Πρωί στη Μόσχα, μεσημεράκι στη Συγγρού, ύστερα ψάρεμα στη λίμνη της Γεννησαρέτ, τ' απόγευμα στον Γολγοθά, βραδάκι εξορία μακριά, στο Ίρκουτσκ ή και στο Μακρονήσι.
   Αν το 'χεις καταλάβει, φτάσαμε ως εδώ μασκαρεμένοι, ντυμένοι με στολές ανθρώπων που δεν ήμασταν εμείς• τώρα πια είμαστε γυμνοί• γυμνοί, ακριβώς όπως και η πατρίδα μας, ακριβώς όπως κι οι έρωτες των τραγικών παραμυθιών, αυτών που η Χιονάτη μένει στο τέλος μόνη της να γράφει γράμματα όπως εγώ σ' εσένα.
   Όμως μ' αρέσει. Μ' αρέσει να σε θυμάμαι πάντοτε μασκαρεμένη• τα γεγονότα σαν τα ντύνουμε κατάλληλα περιορίζουνε τη δύναμη της μοναξιάς και βασιλεύουνε οι παραισθήσεις της ανάγκης. Κι είναι φορές που θέλω να πιστεύω και εγώ σε κάτι το οποίο να 'ναι λάθος• πες το αυτό αν θες μαζοχισμό, πες το αν θες βλακεία... Δεν έχει σημασία. Δεν είν' και λίγες οι φορές που προχωράμε ως ανθρωπότητα, πιστεύοντας σε λάθη• άλλωστε, είν' και η αυτανάφλεξη μια λύση - ίσως και τελευταία• πίσω μας οι ακτές που κάποτε κολυμπήσαμε εντός τους κατά το παρελθόν ή, και μελλοντικά ως επανάληψη αρχείου γεγονότων.
   Ναι, μ' αρέσει! Μ' αρέσεις! Πάντα μου άρεσες! Μου άρεσες  κι ως Λάρα κι ως Ιεζαβέλ, μου άρεσες κι ως Σαλώμη κι ως Άννα. Κι εγώ ντυμένος Κρέων• ψυχρός, κακός κι ανάποδος• κάποιος πρέπει να παίζει και αυτό τον ρόλο πότε - πότε• άλλωστε η ουσία κι η μαγεία της ζωής βρίσκεται μέσα στο ντορβά των αντιθέσεων, των αντιφάσεων, των εγκλημάτων με συμβολισμούς και της σκηνοθεσίας. Χα χα, κι εγώ ντυμένος Κρέων κι εσύ να με σκηνοθετείς: τρέλα για τους τρελούς κι η σοβαρότητα να εμφανίζεται μόνο μετά από μεγάλες τραγωδίες. Τι ειρωνεία!
   Τι ειρωνεία! Όπως στιγμή που πίνεις τον καφέ σου όντας ήρεμος και ξαφνικά μπουκάρουν μαζικά ιθαγενείς και σε ζαλίζουνε χορεύοντας πρόχειρους χορούς, όντας απ' τον καφέ κι εκείνοι μεθυσμένοι (τι παράξενο!)• εντέλει ζεις προσδοκώντας ν' αποφύγεις τη βλακεία. Και πώς βολεύει η στολή του Κρέοντα σε τέτοιες περιπτώσεις! - Σε βλέπουν και απομακρύνονται• απομακρύνονται και 'συ κερδίζεις ηρεμία κι αρκετή από τη δημιουργική τη μοναξιά• και βλέπεις τη ζωή διαφορετικά, δίχως γυαλιά από τα παρδαλά, δίχως πολλές κουβέντες, γιατί, ο επιπλέον θόρυβος παραμορφώνει. Κάποια κενά μας  τα γεμίζει με ατόφια λάθη, σκίζει και παραλλάσσει τις στολές μας, μας φέρνει πιο κοντά στα τέρατα κι αν κάποιος είναι αγαθός, δεν προλαβαίνει, ούτε λεωφορεία, ούτε τρένα, ούτε ιστορικές στιγμές που συμβολίζουνε θριάμβους.
   Και τι μένει; Τι μας μένει; Μας μένουν μόνο αναμνήσεις, λίγοι φίλοι και αρκετές απ' τις στολές που κάποτε φορέσαμε, είτε στην Ιερουσαλήμ, είτε στη Μόσχα, είτε κάτω απ' την Ακρόπολη των Αθηνών, κάποτε, παλιά, πολύ παλιά, τότε που υποτίθεται οι τάξεις αντιμάχονταν η μια την άλλη. Στολές που τις φορέσαμε και αλλαγές που δεν τις ζήσαμε και ας νομίζαμε πως κατοικούσαμε εντός τους.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Δευτέρα 3 Απριλίου 2017

Το τέλος της ιστορίας


(Το τέλος της ιστορίας)
Παθητική φωνή, μοιραία αυτοτιμωρία
Χριστός στο εκτελεστικό απόσπασμα
Γαρυφαλλάκι που ο χρόνος το βεβήλωσε 
Με λόγια, λόγια, λόγια...

Τις σάλπιγγές μας, τις εκποίησαν  
Τα βλέφαρα δεν φτάνουνε
Τα μάτια για να κλείσουν•
Δεν θέλω να ξαναπεράσω από 'δω
Τ' αδέλφια γίναν μάσκες.

Το παρελθόν δικάζεται ξανά
Το παρελθόν απουσιάζει απ' την δίκη
Τι να κάνουμε, το παρελθόν δεν διορθώνεται
Αλλά διαιωνίζεται η φασαρία.

Δούλος της φασαρίας
Ή της ζωής ακάματος δημιουργός;
Από ψηλά γελούν οι τολμηροί
Τα χόρτα σαν μαραίνονται
Δεν έχουν στόχους•
Φορώ το διεθνές σακάκι μου
Και φεύγω.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ