Δημοφιλείς αναρτήσεις

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

Από το μυθιστόρημά μου: Δανάη


Από το μυθιστόρημά μου: Δανάη
Το γκρι συνέχιζε να κυριαρχεί στον ουρανό, αγγίζοντας τον ορίζοντα απ' άκρη σ' άκρη. Το γκρι ήταν το χρώμα που μετέτρεπε τα πάντα σε μελαγχολία, καθώς το μεσημέρι ήτανε πλέον γεγονός. Στο πρόσωπό της επέστρεψε ένα αχνό χαμόγελο, βλέποντας να γυρίζουνε από τον αγορά τα τελευταία τα παιδιά που κρατούσανε στα χέρια τους βιβλία. Κοιτάζοντάς τα ένιωθε πιο νέα - ένιωθε πιο καλά. Ένιωθε στα ματάκια της να εμφανίζεται η νύστα. Γύρισε στο σαλόνι και έκλεισε το ραδιόφωνο. Έβαλε το παστίτσιο που πια είχε κρυώσει στο ψυγείο  - όποιος από την οικογένεια θα γύριζε στο σπίτι θα έβρισκε φαγητό πολύ. Η ίδια, όμως, δεν πεινούσε. Έφαγε ίσα - ίσα για να δει αν το μαγείρεμα που έκανε στέφθηκε με επιτυχία.
“Καλό έγινε”, σκέφτηκε και πήγε στο δωμάτιό της, νυστάζοντας όλο και πιο πολύ. Γδύθηκε και ξάπλωσε αμέσως. Ακόμη κι εκείνο το γκρίζο κομματάκι ουρανού που φαίνονταν από το παράθυρό της, δρούσε επάνω της κατασταλτικά. Κοιμήθηκε μη αντέχοντας άλλο αυτού του γκρίζου τον υπνωτισμό. Κοιμήθηκε και βρέθηκε αλλού: σε μία έρημο γεμάτη με αμμόλοφους και κάκτους, να περπατά, φορώντας μόνο μία πουκαμίσα μπεζ, που έφτανε ως το γόνατό της. Ο ήλιος ήταν έντονος, ήτανε κόκκινος, πλησίαζε στη δύση. Περπατούσε πάνω στην άμμο που ήτανε ευχάριστα θερμή και που της έδινε ενέργεια για να μπορεί να προχωρεί και παραπέρα. Παρατηρούσε τους κάκτους. Πάνω σε κάποιους απ' αυτούς φύτρωναν μεγάλα κι όμορφα λουλούδια που ήταν βαμμένα με μια μίξη των χρωμάτων: κόκκινο, κίτρινο και μπλε. Προσπάθησε να κόψει κάποια από αυτά - δεν μπόρεσε καθώς την εμπόδιζαν του κάκτου τα μεγάλα τα αγκάθια. Απογοητεύτηκε, βλέποντας πως τα χέρια της ήταν πολύ τρυφερά για να αντέξουν τα τσιμπήματα από των κάκτων τις βελόνες. Ύστερα,  άκουσε καλπασμούς αλόγων. Σήκωσε το κεφάλι της και τα είδε να έρχονται από μακριά και να 'χουνε κατεύθυνση τη δύση. Ήταν ολόλευκα, ήταν τεράστια και κάλπαζαν σηκώνοντας τα πόδια τους ψηλά - φτάνοντας σχεδόν ως τα ουράνια. Κάθισε κάτω μένοντας με το στόμα ανοικτό , έχοντας εντυπωσιαστεί από εκείνα τα μεγάλα ζώα. Μόλις την πλησιάζανε, αλλάζανε πορεία ένα - ένα· σχημάτισαν γύρω της ένα κύκλο, έναν κύκλο τεραστίων διαστάσεων και στην περίμετρο αυτού άρχισαν να κινούνται. Κάλπαζαν με τρόπο θεαματικό· κάποια από αυτά σηκώνονταν στα δύο πόδια. Στην αρχή φοβήθηκε. Έφερε την μία της παλάμη, μπροστά στο στόμα της που ήταν ανοικτό. Μετά άρχισε να συνηθίζει και μάλιστα να της αρέσει να τα βλέπει να κινούνται περιμετρικά της, μ' εκείνον τον τον τρόπο τον δυναμικό - μ' εκείνον τον τρόπο που ' δειχνε αρχοντιά και περηφάνια. Άρχιζε να χειροκροτεί. Σηκώθηκε και πάλι όρθια και κοίταζε τον κύκλο των αλόγων. Πια ένιωθε ότι την προστάτευαν, πια ένιωθε άνετα ανάμεσά τους. Μέχρι ξεκίνησε η διάλυση εκείνου του κύκλου με τα άσπρα άλογα και ένα - ένα απογειώνονταν κι ανέβαιναν στον ουρανό και γίνονταν τεράστια ολόλευκα πουλιά όπου πετούσαν προς την δύση. Όταν ανέβηκε στον ουρανό το τελευταίο, ο ήλιος είχε πια χαθεί κι εκείνη πια ήτανε πάλι μόνη και αντιμέτωπη με τις σκιές των κάκτων.
Ξύπνησε· στριφογύρισε λιγάκι στο κρεβάτι. Σηκώθηκε με αργές κινήσεις, έχοντας το βλέμμα της στραμμένο στο παράθυρο, προσπαθώντας να έχει υπό έλεγχο το φως που έμπαινε στο δωμάτιο από εκεί, προσπαθώντας να μαντέψει  το αν έβρεχε ή, αν η βροχή είχε σταματήσει.
Απόστολος Βεργής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου