Δημοφιλείς αναρτήσεις

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Η ΜΙΚΡΟΥΛΑ ΜΕ ΤΑ ΚΙΤΡΙΝΩΠΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ


Το βράδυ, ήταν πασπαλισμένο με ίχνη, που έδειχναν πως ήτανε γιορτές. Τα μαγαζιά ήτανε ανοικτά. Μέσα στα ρούχα, που της είχε χαρίσει ένας ιερέας ταπεινός, προσπαθούσε να κρυφτεί, από τους πυροβολισμούς ενός αέρα κρύου. Τα ποδαράκια της είχαν παγώσει ήδη· μα εκείνη συνέχιζε να χαμογελά. Δυο τρεις περαστικοί της είχανε δώσει λίγα μικρά κιτρινωπά νομίσματα. Κάποιοι δεν είχανε κι εκείνοι να της δώσουν. Άλλοι την κλότσησαν να πάει μακριά τους. Περπατώντας και απλώνοντας το μικρό χεράκι της, ταυτόχρονα κοίταζε και τις πολύχρωμες βιτρίνες. Όμορφα ρούχα, γλυκά, φαγητά κι άνθρωποι με πρόσωπα χαμογελαστά. Μέσα σε ένα τέτοιο κόσμο είχε κι εκείνη γεννηθεί· μα η ζωή της γύρισε από νωρίς την πλάτη. Ο πατέρας της πέθανε και η μητέρα της έμεινε άνεργη. Έτσι έμειναν μόνες οι δυο τους, με ένα σύστημα ζωής, να δείχνει και τις δυο με το δάχτυλο. Φτάσανε στο τίποτα, στο πουθενά και βγήκανε και οι δυο στους δρόμους. Δυο άστεγες ψυχές, δυο άστεγα χαμένα όνειρα, μέσα σε μια εποχή επέλασης νεοβαρβάρων, όπου ελάχιστοι πια ήθελαν και μπορούσαν να προσφέρουν στους φτωχούς. Και κείνοι κάτι λίγο, κάτι πιο πολύ συμβολικό. Οι άλλοι κρατούσανε τον πλούτο για τους ίδιους· νιώθανε πίσω του ασφάλεια κι αυτό τους έκανε να είναι πιο ωμοί, πιο άγριοι. Έτσι έβρισκαν τρόπους εύκολους, για να αποφεύγουν να βοηθούν τους ταλαιπωρημένους (π.χ. όταν έβλεπαν να χάνονται από το κρύο άνθρωποι, έλεγαν ότι αυτό είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό, γιατί δεν είμαστε όλοι το ίδιο). Μα το μικρό το κοριτσάκι, ήταν ακόμη ζωντανό. Το ζέσταιναν τα όνειρα μονάχα. Αυτά τα όνειρα, όπου τα έβλεπε ακόμη κι όταν περπατούσε, βλέποντας τις βιτρίνες και όλο τον κόσμο γύρω του. Κάποτε είχε ονειρευτεί πως ζούσε μέσα σε ένα μεγάλο πύργο. Κι εκεί περίμενε, ζώντας μονάχη, τους δικούς της. Μα εκείνοι δεν ερχόταν· και όσο κι αν ζούσε πλούσια, ήταν και πάλι λυπημένη. Πάντα τα όνειρα που έκανε είχανε τέλος λυπημένο. Έτσι συνέχιζε να περπατά, απλώνοντας εδώ- εκεί το χέρι. Μια ευτραφής γυναίκα, ντυμένη με ρούχα και παπούτσια πλούσια, την χτύπησε με μια ομπρέλα. Ναι, πόνεσε από το χτύπημα εκείνο· μα πιο πολύ πόνεσε από εκείνης της γυναίκας την ματιά. Προχώρησε ανάμεσα στον κόσμο· οι βιτρίνες της θαμπώνανε τα μάτια· οι ήχοι από τα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια της τρυπάγανε τ αυτιά. Στην πλατεία, μια γιορτή ετοιμαζότανε για τους λίγους. Αγοράκια και κοριτσάκια, ντυμένα με ζεστά ρούχα, χαμογελαστά, βρισκότανε εκεί· θα πρέπει να ήταν από κάποια χορωδία. Και γύρω τους επίσημοι· και γύρω τους πολλοί επίσημοι· και γύρω τους επίσημοι μονάχα. Εμπρός στα μάτια της μικρούλας, ήταν στημένο ένα έλατο τεράστιο και δίπλα ήταν στημένη μια εξέδρα, που πάνω της ανέβαιναν διάφοροι και έκαναν ομιλίες, δίνοντας στο τέλος όλοι τους ευχές για χαρούμενα Χριστούγεννα. Στο τέλος ο δήμαρχος πάτησε ένα κουμπί και το έλατο φωτίστηκε από ατέλειωτα, πολύχρωμα φωτάκια. Πήγε να χειροκροτήσει, μα ένας αστυνομικός την έσπρωξε με δύναμη. «Στην πάντα να περάσει ο δήμαρχος» φώναξε. Κι ευθύς εμπρός της πέρασε ο δήμαρχος και η ακολουθία του, ντυμένοι με μαύρα, ακριβά, δερμάτινα παλτά. Στο χέρι της είχε τα μικρά κιτρινωπά νομίσματα. Είδε μια παράγκα, που πούλαγε μικρά γλυκά. Πήγε κοντά και έδειξε τα νομίσματα που είχε μέσα στο τρυφερό της το χεράκι· αυτός που είχε την παράγκα όρμησε απάνω της φωνάζοντας και την κυνήγησε. Όταν γύρισε στην θέση του, στην παράγκα του έφτασαν δυο παιδιά καλοντυμένα· άρχισε να τα εξυπηρετεί αμέσως. Η μικρούλα έφυγε μακριά. Περιπλανήθηκε στους δρόμους της παγωμένης πόλης. Έξω από κάποια σπίτια, υπήρχανε στολίδια φωτισμένα, ενώ η οσμή καμένου ξύλου, είχε απλωθεί παντού. Σταμάτησε μπροστά σε μια εκκλησία· περπάτησε μέχρι την είσοδο της. Εκεί δίπλα σε μια κολόνα , που στήριζε τον πρόναο, κάθισε στην πιο απάνεμη πλευρά. Ένα μικρό σκυλάκι την πλησίασε· το πήρε στην αγκαλιά της. Έκλεισε τα μάτια της. Άρχισε να ονειρεύεται άλλους τόπους· μοναχικούς· χωρίς ανθρώπους. Αλλά τόπους όμορφους· με δάση, με ποτάμια, με παραδείσια πουλιά, να πετάνε από δέντρο σε δέντρο κελαηδώντας· και με μικρά ζωάκια, να είναι γύρω της παντού. Μετά είδε να εμφανίστηκε εμπρός της ένας άνδρας· ήτανε γύρω στα τριάντα και είχε μάτια γαλανά και λίγα γένια. «Έλα μαζί μου», της είπε και της έδωσε το χέρι του· η μικρούλα, του έδωσε και το δικό της. Ένιωσε το τράβηγμα του, σαν ένα χάδι κι άρχισε μαζί του, να ταξιδεύει. Το πρωί όταν χτύπησαν οι καμπάνες, ένα σκυλάκι γαύγιζε εμπρός στην εκκλησιά όλο χαρά, κουνώντας την ουρά του και δίπλα από μια απ τις κολόνες της εισόδου, κάποιος ζητιάνος, βρήκε μαζεμένα λίγα μικρά κιτρινωπά νομίσματα. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου