Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

O ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ

      Έξω κρύο πολύ· ένα μικρό αγόρι μονάχο του στεκότανε μες το δωμάτιο του· χειμώνας. Έξω, ένα ημίφως μελαγχολικό κυριαρχούσε καθώς νύχτωνε. Τα μάτια του, ήταν πρησμένα απ’ το κλάμα· δεν το είχε κανείς μαλώσει. Εκείνο το απόγευμα αισθανόταν κάτι να αλλάζει μέσα του. Ίσως να έφταιγε που ήτανε χειμώνας· ίσως να έφταιγε κι η μοναξιά· ίσως… Στο σπίτι δεν υπήρχε κανείς άλλος. Αυτή η μοναξιά το έκανε να ψάχνει με το βλέμμα του να δει την άλλη όψη της ζωής και των ανθρώπων. Από εμπρός του άρχισαν αμέσως να περνούν, αυτά που το αρέσανε: εικόνες από μια εκδρομή σ’ ένα λιβάδι, μια όμορφη συμμαθήτρια, μια βουτιά μέσα σε θάλασσα ζεστή, μια βόλτα με κάποιον από τους γονείς του, μια κινηματογραφική ταινία  να προβάλλεται σε μια αίθουσα σκοτεινή· κι εκείνο να κοιτάζει στο πανί, τις έγχρωμες εικόνες.  Τα όνειρα του είχανε χρώμα· είχανε μέσα τους μια ομορφιά χρωματιστή. Μιλούσε με τα όνειρα του· τα ήθελε για φίλους του. Κάποιες στιγμές, τους έλεγε και τα παράπονα του· κάποιες άλλες, τα έβλεπε σαν μια παρηγοριά. Ζητούσε από κείνα να ναι σύμμαχοι του, κάθε στιγμή που ήταν μοναχό. Κάθισε στο κρεβάτι που υπήρχε στο δωμάτιο· κοίταξε προς το παράθυρο, απ’ όπου έμπαινε το λιγοστό το φως του απογεύματος. Είδε εμπρός του να ναι καλοκαίρι· είδε να ειν’ εμπρός σε μια θάλασσα. Δίπλα του μια  ώριμη και όμορφη γυναίκα απ’ τη μια και η αγαπημένη συμμαθήτρια του απ’  την άλλη. Ο ελαφρύς αέρας που ερχόταν απ’ την θάλασσα, του δρόσιζε, ενώ ο ήχος απ’ τα κύματα που είχαν σηκωθεί, ήτανε συνοδοί τους. Η συμμαθήτρια ήταν κι εκείνη ένα παιδί· ένα κοριτσάκι όμορφο με τα μαλλάκια του να κρέμονται, φτιαγμένα κοτσιδάκια· και το κορμάκι του να είναι νεαρό και άγουρο. Από την άλλη, η ώριμη γυναίκα, είχε πανέμορφα ξανθά μαλλιά και ένα σώμα μεστό, καλοφτιαγμένο, με ελάχιστο τμήμα του, να ειν’ κρυμμένο  μέσα σε ένα  κομψό, ολόσωμο μαγιό. Δεν ήξερε ποια να πρωτοκοιτάξει. Το κοριτσάκι του χαμογελούσε  και του ζητούσε να πάνε για παιχνίδι. Η ώριμη γυναίκα, απλά το κοίταξε, στέλνοντας πάνω του μια ενέργεια  αόρατη και προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να το κρατήσει κοντά της. Το αγόρι σκεφτόταν μια τον γυναίκα και μια το κορίτσι. Η ζωηράδα και το παιχνίδι της νεότητας, η σιγουριά της ώριμης  εμφάνισης, η προστασία και η σκέψη. Ταλαντεύτηκε το αναποφάσιστο παιδί κι εκεί το όνειρο αυτό τελείωσε. Ξάπλωσε στο κρεβάτι· έξω είχε πια νυχτώσει. Έβαλε το κεφάλι του κάτω απ’ την κουβέρτα. Άρχισε το μυαλουδάκι του ξανά να ταξιδεύει μακριά. Μέσα σε μια αίθουσα χειμερινού κινηματογράφου· μια αίθουσα σκοτεινή· μια αίθουσα ένιωσε να το απομονώνει απ’ τους γύρω του. Το αγόρι κοίταξε το πανί, που πια δεν ήτανε λευκό· που πλέον πάνω του προβάλλονταν  οι πρώτες οι εικόνες της ταινίας. Ένα τρένο έφτανε σε ένα χιονισμένο σταθμό· άνθρωπου βαριά ντυμένοι να περιμένουν. Μόλις σταμάτησε το τρένο, είδε μια ξανθιά γυναίκα, ντυμένη μ’ ένα γούνινο παλτό να κατεβαίνει· ήτανε πιθανών κάποια πριγκίπισσα ή μια βασιλοπούλα. Τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα. Πίσω απ’ το σταθμό, υπήρχε μια πόλη, χαμένη μέσα σ’ ένα μεγάλο, χιονισμένο δάσος. Η γυναίκα μπήκε μέσα σε μια μεγάλη άμαξα, που άρχισε να κινείται προς την πόλη. Πια το αγόρι, δεν το ενδιέφερε καθόλου η υπόθεση που είχε η ταινία, αλλά η πρωταγωνίστρια με τα ξανθά μαλλιά και τα γαλάζια μάτια και τα υπέροχα χιονισμένα τοπία του βορρά. Η φύση και η γυναίκα· τα δυο πράγματα που πιο πολύ απ’ όλα, κέρδισαν το ενδιαφέρον του. Έπειτα η σκέψη του παιδιού πήγε σε μια σχολική εκδρομή· μια εκδρομή, στα όρια της πόλης· ανάμεσα σε φρεσκοσκαμμένα φθινοπωρινά χωράφια. Υγρός και κρύος ο αέρας που κατέβαινε απ’ τα βουνά. Οι δρόμοι ανάμεσα στα χωράφια χωματένιοι· και στις άκρες τους αυλάκια. Η αγαπημένη του συμμαθήτρια ήταν κοντά του. Η καρδιά του αγοριού, άρχισε να χτυπάει γρήγορα· ήταν η πρώτη του φορά, που ένιωθε αυτό το πράγμα. Περπάτησαν τα δυο παιδιά, από τα άλλα ξέχωρα. Του έδειξε ένα μικρό πουλί, όπου πετούσε χαμηλά και έψαχνε να βρει στο μαύρο χώμα  σπόρους, που είχαν ξεχαστεί εκεί από το καλοκαίρι. Της έδειξε ένα κιτρινισμένο φύλλο, που έμοιαζε να ειν’ πλατάνου, με τα νεύρα του να είναι ξασπρισμένα. Έσκυψε, το πήρε στα χέρια του και της το χάρισε. Για τα παιδιά που ονειρεύονται, τα πιο ασήμαντα στον κόσμο πράγματα, είναι τα πιο μεγάλα δώρα. Γύρω τους τα σύννεφα είχαν κατέβει  και ο φόβος της βροχής, έδωσε τέλος πρόωρο σ’ εκείνη την μικρή τους εκδρομή. Το αγόρι έμεινα όλο το απόγευμα κάτω απ’ την κουβέρτα του· εκεί το βρήκε και το βράδυ. Τριγύρω του ήτανε πια παντού σκοτάδι. Έξω ξεκίνησε να βρέχει. Ώρες πολλές αργότερα, θα ξημέρωνε ημέρα Κυριακή· θα έβλεπε εμπρός του νέα όνειρα· θα έχτιζε στο μυαλό του ένα κόσμο, που θα ΄τανε διαφορετικός, θα τον ονόμαζε δικό του.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΉ ΠΕΖΏΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ " ΕΙΚΟΝΕΣ" ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ "ΣΑΝ ΜΕΣΑ ΣΕ ΟΝΕΙΡΟ"


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου