Δημοφιλείς αναρτήσεις

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ


Βγήκε απ το μικρό καφέ· απόβροχο· βαθύ απόγευμα· χειμώνας. Ένας παγωμένος άνεμος φυσούσε. Πριν ξεκινήσει, σημείωσε κάτι, στο ημερολόγιο- τσέπης του, με ένα μικρό μαύρο μολύβι. Χαμογέλασε, κούνησε το κεφάλι του και άρχισε να περπατά. Ναι, είχε τελειώσει όλες του τις δουλειές. Άφησε πίσω του την μικρή πλατεία και τον κόσμο της. Μπήκε στον μεγάλο δρόμο με τις φωτεινές επιγραφές και τις τεράστιες βιτρίνες των πολυκαταστημάτων. Στάθηκε μπροστά σε δυο- τρεις από αυτές. Μία ήταν γεμάτη από είδη για χιονοδρόμους: μπουφάν, σκούφους, γάντια, μπότες, πέδιλα· μια άλλη, είχε μοναχά φωτογραφίες· μια Τρίτη είχε μόνο τα φώτα της αναμμένα. Εκεί έμεινε να κοιτάζει πιο πολύ. Προσπαθούσε να την γεμίσει με προϊόντα, βγαλμένα απ την φαντασία του: πότε με παιχνίδια, πότε με μπουκαλάκια, γεμισμένα με ακριβά αρώματα, πότε με καφετιέρες και πότε με μποτίλιες ακριβού ουίσκι. Μια ριπή παγωμένου αέρα, τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Άρχισε να περπατά και πάλι. Οι βιτρίνες διαδεχότανε η μια την άλλη. Ανάμεσα τους κι ένας κινηματογράφος. Σταμάτησε και κοίταξε τα προσεχώς. Καμία ταινία δεν τον έκανε να ενδιαφερθεί· προχώρησε προς την μεγάλη πλατεία. Ομάδες από παιδιά γεμίσανε τον δρόμο. Κοίταξε το ρολόι του: οκτώ και δέκα. «Θα τελειώσανε τα μαθήματα τους, στα φροντιστήρια», σκέφτηκε· θυμήθηκε και παιδικά τα χρόνια, τα δικά του· τις δικές του σκυταλοδρομίες, από μάθημα σε μάθημα. Όταν αναπολούσε εκείνες τις εποχές, αισθανότανε πιο όμορφα. Δυο άνθρωποι, που τον γνωρίζανε, του είπαν καλησπέρα· ανταπέδωσε. Η επόμενη βιτρίνα, ήτανε ενός βιβλιοπωλείου. Στάθηκε εκεί για αρκετή ώρα. Κλασσικοί τίτλοι στολίζανε τον χώρο της: «Ο Κόμης Μόντε Κρίστο», «Ο Πύργος», «Πόλεμος και ειρήνη »… Μπήκε μέσα στο κατάστημα· περιπλανήθηκε στα ράφια· περιπλανήθηκε στο παρελθόν. Θυμήθηκε που πήγαινε με τον πατέρα του στα πανηγύρια κι εκείνος του αγόραζε βιβλία, από παράγκες υπαίθριων βιβλιοπωλείων. Άλλες εποχές· άλλοι τρόποι. Διάλεξε ένα βιβλίο. Το πήρε και πήγε στο ταμείο. «Για δώρο;», ρώτησε η πωλήτρια. «Για μένα», της απάντησε ευγενικά. Η πωλήτρια το έβαλε μέσα σε μια σακούλα· εκείνος την πλήρωσε. Πήρε την σακούλα με το βιβλίο, ευχαρίστησε και βγήκε ξανά στο δρόμο. Λίγα βήματα πιο πέρα, ήταν η μεγάλη η πλατεία. Ήταν στολισμένη. Σειρές από φωτάκια διαφόρων χρωμάτων και σε διάφορα σχήματα, υπήρχανε πάνω σε στύλους, σε δεντράκια, σε μπαλκόνια. Στον κέντρο της πλατείας, όμορφα, νέα και ομοιόμορφα ντυμένα κορίτσια, μοιράζανε καραμέλες, σοκολάτες και άλλες λειχουδιές στους περαστικούς, διαφημίζοντας κάποιο μεγάλο ζαχαροπλαστείο. «Μια μεγάλη καραμέλα από μένα» του είπε ένα χαμογελαστό μελαχρινό κορίτσι και του πρόσφερε μια μεγάλη καραμέλα, που πιο πολύ έμοιαζε με ένα τεράστιο ξερολούκουμο. Ευχαρίστησε· πήρε την καραμέλα, την ξετύλιξε και την έβαλε στο στόμα του. Το άρωμα του τριαντάφυλλου και η γλυκιά γεύση της ζάχαρης, τον έκανε να αισθανθεί πολύ όμορφα. Θυμήθηκε και πάλι τα πανηγύρια που πήγαινε μικρός. Θυμήθηκε τώρα τις παράγκες με τους χαλβάδες, που από πάνω τους είχαν εκείνη την τραγανή, την νόστιμη την κρούστα, με τα σουτζούκ λουκούμια και με τους πωλητές και τις πωλήτριες, να χτυπάνε τα μαχαίρια στα ταψιά, για να αποσπούν την προσοχή και το ενδιαφέρων των περαστικών, πολλές φορές κερνώντας τους ολόκληρα κομμάτια. « Έχουν και οι πωλήσεις την τεχνική τους», σκέφτηκε. Στάθηκε στην μέση της πλατείας. Ένα στολισμένο δέντρο και μια φάτνη, προϊδεάζανε κάθε περαστικό στο ποιες θα ήταν οι επόμενες ημέρες. Πήγε πιο πέρα. Έστριψε δεξιά· μπήκε σε ένα δρόμο πιο στενό· πιο βρεγμένο· πιο έρημο· πιο δικό του. Περπάτησε στο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο· αισθάνθηκε να κρυώνει. Κάπου εκεί ήταν στο σπίτι, όπου έμενε τελευταία· ένα μικρό δυαράκι. Δίχως τις πολυτέλειες του παρελθόντος, δίχως ανθρώπους γύρω του. Ανέβηκε την μικρή σκάλα· ξεκλείδωσε την πόρτα. Μέσα ήτανε απόλυτο σκοτάδι· άναψε ένα πορτατίφ. Είπε καλησπέρα στον πατέρα, στην μητέρα, στην γυναίκα, στα παιδιά του· άνοιξε και το ραδιόφωνο· αμέσως ακούστηκε η φωνή του Τζειμς Μπράουν, να τραγουδάει κάτι ρυθμικό. Κάθισε στην πολυθρόνα. Έβγαλε από την σακούλα, το βιβλίο που είχε αγοράσει. Το άνοιξε και άρχισε να διαβάζει. Μετά κάποιες ημέρες, αυτοί που άνοιξαν το σπίτι, βρήκανε μόνο: ένα αναμμένο πορτατίφ, μια πολυθρόνα, ένα βιβλίο και ένα ραδιόφωνο να παίζει. Σε δυο μέρες θα ήτανε Χριστούγεννα. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΙΝΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου