Δημοφιλείς αναρτήσεις

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

ΣΥΓΝΩΜΗ


      Όταν κοιτάζω τ’ αναμμένα φώτα της πολιτείας, σε θυμάμαι. Και η θύμηση διακλαδίζεται όταν ακούω τις καμπάνες να χτυπούν. Αν οι προθεσμίες μας κάποτε τελείωσαν, τα όσα ζήσαμε, δεν σβήστηκαν ποτέ. Έτσι βλέπω υα μάτια σου, στα μάτια κάθε γυναίκας νεαρής· και είναι για μένα αυτό μια νέα άνοιξη, γιατί, μπορεί και σε κρατά κοντά μου. Συλλαβίζω τα’ όνομα σου: συλλαβές δύο. Δύο· εμείς οι δύο. Στα δύο κόβω το φεγγάρι πάλι σήμερα. Βάφω τα κομμάτια: το ένα μαύρο, το άλλο άσπρο· ύστερα τα αναμιγνύω· τα κάνω και πάλι ένα. Από μια βρύση τρέχει άφθονο νερό· ο δρόμος έξω μούσκεμα· ίσως να πέρασε και κάποιος άγγελος πιο πριν· ίσως εσύ. Αυτό που διακρίνει τους ερωτευμένους τελικά, είναι πως βλέπουνε παράξενα σημάδια ακόμη και εκεί που δεν υπάρχουν· δυστυχώς σε λίγο δεν υπάρχουν. Ανάμεσα σε ένα τρίγωνο, που σχηματίζουνε μεγάλοι δρόμοι, έχει φυλακιστεί το όνειρο, που έκανα μικρός. Να ερωτευθώ, να με ερωτευθούν. Μισό όνειρο· μισοί έρωτες. Ευτυχώς, που τελικά τις νύχτες η πολιτεία δείχνει λίγο όμορφη· είναι, που την ασχήμια, την καλύπτει το σκοτάδι. Γύρω από τις εκκλησίες, υπάρχουνε μεγάλα δέντρα. Δέντρα σεμνά, ντροπαλά· δέντρα, που θέλουνε να δείξουν στους ανθρώπους το σωστό· αφού οι άνθρωποι, υπήρξαν πάντα αρνητές και αποστάτες. Απέναντι απ’ την αγάπη, έχει στήσει η σιγουριά ανταλλακτήριο, θέτοντας συνεχώς διλλήματα. Γιατί ο Θεός, έκανε να ζει εντός του ρίσκου η αγάπη· να ζει εντός μίας ξεχωριστής ημέρας, που είναι ένα δώρο αναφοράς, σ’ όσους μπορούν και δίνονται και ζουν κι επιβιώνουν. Στις διασταυρώσεις της ζωής, περνάνε ασταμάτητα ελπίδες. Στον ουρανό, τ’ αστέρια, ζηλεύουνε τα βραδινά, τα φώτα των ανθρώπων, που φωτίζουνε αχνά τα αστικά τοπία του χειμώνα. Και συ; Σε φαντάζομαι να στέκεις, να μετράς τα δάχτυλα σου, πίσω απ’ ένα κρύο τζάμι και να κοιτάζεις μέσα του, γυρεύοντας ένα «γιατί», που ν’ απαντά στα πάντα. Σε φαντάζομαι ν’ ακούς μια μουσική, όπου να ξεπερνάει την μοντέρνα· να γυρίζεις μες τα νεύρα· να κλείνεις το ραδιόφωνο· να βρίσκεις ηρεμία στο κρεβάτι. Και ειν’ πολύ νωρίς για ύπνο, για όσους βασανίζονται απ’ την αγάπη· και ειν’ πολύ νωρίς να γίνεις κάρβουνο, ενώ μπορεί να είσαι θαύμα. Σου χα χαρίσει κάποτε ένα λουλούδι· το πέταξες το λουλούδι· το λουλούδι έκλαψε· κι εγώ το ίδιο. Τόσο απλά και τόσο διαχρονικά  και τόσο πρόστυχα, γιατί ειν΄ πρόστυχη κι η ζωή μας και ζητάει προστυχιά, για να παράξει ευτυχία· δεν το χω. Οδυνηρά ειν΄ τα σημερινά μου όνειρα· κι η πολιτεία γύρω μου τεράστια και τόσο όμορφα παράλογη, όπου στο τέλος θα μου ζητήσει, να της πω και μια συγνώμη. Και θα ζητήσω συγνώμη κι απ’ την πολιτεία κι από σένα, που γεννήθηκα τόσο μικρός και τόσο ταπεινός· και που δεν έκανα για άρχοντας και για πολιτικός. Νταν νταν νταν… χτυπάει η καμπάνα της μεγάλης εκκλησίας, αλλάζοντας την ώρα, αλλάζοντας την σκέψη. Στο δρόμο κάποια παιδιά, πηγαίνοντας στα σπίτια τους, κρατώντας τα βιβλία στη μασχάλη· θα τέλειωσαν από το φροντιστήριο. Στην βεράντα μου, η ψύχρα δυναμώνει. Στην ψυχή μου η άβυσσος μεγάλωσε· τώρα χωρά εντός της, ολάκερο τον μέγα κόσμο· ολάκερη εσένα.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΓΡΑΜΜΑ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου