Δημοφιλείς αναρτήσεις

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

Απο το μυθιστόρημα: Ο άγιος εκδικητής


- Από το μυθιστόρημα: Ο άγιος εκδικητής -
Ήταν μία από τις πρώτες φθινοπωρινές ημέρες κάπου στα τελειώματα της δεκαετίας του εξήντα. Ο νέος υπαστυνόμος Ιωάννης Μάνος καθόταν στο άδειο του ισόγειο γραφείο, πίνοντας έναν υπηρεσιακό καφέ και κοιτάζοντας τον κόσμο έξω μέσα από το ανοικτό παράθυρο, νιώθοντας ένα ελαφρύ αεράκι να του χτυπά ευχάριστα το πρόσωπο. Οι σκέψεις του ταξίδευαν στο παρελθόν: είχε πετύχει τον στόχο που είχε βάλει από μικρός: ήτανε πλέον ο πιο νέος σε ηλικία αστυνομικός, στην χώρα, που είχε πάρει τον βαθμό του υπαστυνόμου. Είχε θυσιάσει πολλά πράγματα απ' τη ζωή του, είχε αρνηθεί το εύκολο χρήμα που έδινε το τότε καθεστώς στους αστυνομικούς που αναλάμβαναν τις “βρώμικες δουλειές”. Είχε προτιμήσει να φύγει για μια ολόκληρη τετραετία στις Η.Π.Α. για να διδαχτεί: να μάθαινε πώς λειτουργούσε η εκεί αστυνομία και κυρίως το πώς γινότανε εκεί οι εξιχνιάσεις των εγκλημάτων. Έμαθε πολλά. Έμαθε τρόπους, τακτικές, συστήματα, κάτι, που όταν γύρισε, τον έκανε να διαφέρει από τους παραδοσιακούς Έλληνες αξιωματικούς της εποχής εκείνης. Ήταν ήρεμος. Ο εξάρσεις που είχε ήταν ελάχιστες και προγραμματισμένες. Ήταν αναλυτικός στην σκέψη του, πολύ συστηματικός στην συλλογή των πληροφοριών και ικανός να δίνει λύσεις. Έτσι, πολύ γρήγορα του δόθηκε η ευθύνη της εξιχνιάσεως εγκλημάτων. 
Εκείνες τις ημέρες η εγκληματική δράση παρουσίαζε ύφεση. Η παρουσία της αστυνομίας στους δημόσιους χώρους, για λόγους πολιτικούς, απέτρεπε και τους υποψήφιους εγκληματίες του ποινικού από το να προβαίνουν σε παρανομίες. Εκείνου, κάπου μέσα του, αυτό του άρεσε - δεν του άρεσε να χάνονται ζωές. Ένας από τους λόγους για τους οποίους είχε επιλέξει το επάγγελμα του αστυνομικού ήτανε στις ψυχές αυτών που οδηγούνταν σε εγκληματικές πράξεις: τα κίνητρά τους, τις αντιδράσεις  τους, στην συμπεριφορά τους μετά τις αποκαλύψεις των εγκλημάτων που είχαν κάνει. Το πέρασμά του από της Η.Π.Α. τον βοηθούσε, το ίδιο  το πείσμα και η αφοσίωσή του στην εργασία του και η αποστασιοποίηση από τον κατασταλτικό (πολιτικά)  ρόλο που είχε η τότε αστυνομία.
Απ' έξω ακούστηκαν οι σειρήνες από δύό περιπολικά  τα οποία μετέφεραν κάποιους παραβάτες, χαλώντας την καλή διάθεση που είχε και διακόπτοντας τις σκέψεις του που με κόπο προσπαθούσε να συναρμολογήσει ψάχνοντας μες στο παρελθόν. Είδε με την άκρη του ματιού του απ' το παράθυρο, έξω από το κτίριο να σταματά μια κλούβα και από μέσα της να βγαίνει ένας σωρός ανθρώπων. Οι πιο πολλοί είχανε αίματα στα πρόσωπά τους και σκουντουφλούσαν καθώς οι αστυφύλακες τους έσπρωχναν προς τα μέσα. “Κάποια διαδήλωση θα έγινε και θα μάζεψαν αριστερούς και πάλι. Αλίμονό τους... Αλίμονο σε όποιον σε κάτι διαφωνεί”, σκέφτηκε κι έπιασε το κεφάλι του. Μετά, τελείως μηχανικά, ρούφηξε λίγο από τον καφέ του. Η γεύση του καφέ του ήταν αδιάφορη. Ο καφές  υπήρχε σχεδόν πάντα στο γραφείο του για παρέα, παρά λόγω ανάγκης του να πιει. “Σ' αυτό το κράτος οι ποινικοί κρατούμενοι πρέπει να θεωρούν τους εαυτούς τους ευνοημένους, καθώς η μεταχείρισή τους δεν έχει καμία σχέση με την σκληρότητα που αντιμετωπίζουν οι αριστεροί”, σκέφτηκε. Μετά σκέφτηκε ότι σε άλλα καθεστώτα το μάρμαρο το πλήρωναν άλλες ομάδες ανθρώπων: φιλελεύθεροι, χριστιανοί και γενικά οι διαφωνούντες. Δοκιμάζονταν δε επάνω τους και νέοι τρόποι βίας, βασισμένοι, κυρίως, στον έλεγχο της ζωής, των συνειδήσεων και της ελευθερίας των επιλογών τους. Τρόποι βίας ψυχολογικοί που τελικά τους διαλύαν. Στις Η.Π.Α. είχε μάθει τρόπους και τεχνικές, πολλές φορές δε, εφάρμοζε τα όσα είχε μάθει για να εξιχνιάζει εγκλήματα που αναλάμβανε, ξεφεύγοντας από αδιέξοδα κι από χαμένο χρόνο. Μα, η αστυνομία στης εποχής του, στον τόπο του, ήταν ακόμα στον μεσαίωνα με ξύλο, φωνές και με βασανιστήρια να βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη και το προσωπικό να είναι ανεκπαίδευτο, προερχόμενο από μια μάζα ανθρώπων τα οποία είχαν διοριστεί από το μετεμφυλιακό καθεστώς των νικητών.
Δεν περίμενε πολλά από αυτούς, άλλωστε οι πιο πολλοί χρησιμοποιούνταν στην καταπολέμηση του κομμουνισμού και στην υπηρεσία δίωξης του ποινικού εγκλήματος είχανε μείνει λίγα άτομα για αρκετή, όμως, δουλειά. “Λίγοι και καλοί”, είχε πει όταν ανέλαβε το έργο που του είχε οριστεί. Βασικός βοηθός του είχε οριστεί ένα νέο παιδί στην υπηρεσία που, επίσης, δεν ήθελε να μπλέκει με κυνήγι μαγισσών και κάθε είδους κομμουνιστών, προτιμώντας το πιο σύνθετο έργο  του εγκληματολογικού.  Ήταν νέος, φιλόδοξος και έξυπνος αστυνομικός. Ρίζος Τοπάλης ήταν το όνομά του. Είχε γεννηθεί στο Βόλο και είχε πάθος με το ποδόσφαιρο και όταν ήταν εκτός υπηρεσίας έπαιζε σε μια ερασιτεχνική ομάδα. Ήταν τίμιος και ευθύς άνθρωπος και ο Ιωάννης δεν άργησε να το ανακαλύψει. Οι άλλοι άμεσοι συνεργάτες του Ιωάννη που γρήγορα και με φροντίδα είχε οργανώσει σε ομάδα, ήταν η γραμματέας του: Αντιγόνη Αρβανίτη, μία σεμνή κοπέλα, πολύ έξυπνη και οργανωτική που είχε ένα σπάνιο, για εκείνη την εποχή, προσόν: μιλούσε και έγραφε τέλεια την αγγλική γλώσσα. Τέταρτο μέλος της ομάδας ήταν ο ιατροδικαστής Χρήστος Χασαπόπουλος, ένας έμπειρος γιατρός κοντά στα εξήντα του οποίου τα μάτια είχαν δει πράγματα και θαύματα, όντας πια βετεράνος. Γνώστης της επιστήμης του, ακέραιος και το σημαντικότερο: εχέμυθος. Το πέμπτο μέλος της ομάδας ήταν ο οπλουργός Νίκος Πανουριάς, γνωστότερος με τα παρατσούκλι: “ Ρίγκο” λόγω των πολλών γνώσεων του για τα όπλα και για την επιδεξιότητα του όταν τα χρησιμοποιούσε.
Ο Ιωάννης συχνά ευχαριστούσε το Θεό που τον είχε βοηθήσει κι είχε βρει αυτούς τους συνεργάτες που με το ήθος και την αφοσίωσή τους κάνανε το σκληρό του έργο αρκετά πιο εύκολο. “Τοπάλη! Τι γίνεται έξω; Τι κλούβα είναι τούτη πάλι;”, φώναξε απευθυνόμενος στον βοηθό του. Ο Ρίζος Τοπάλης κείνη την ώρα έρχονταν στο γραφείο από το διάδρομο μ' ένα καφέ στο χέρι. “Μάζεψαν πάλι φοιτητές από μια διαδήλωση και τους πηγαίνουν για την γνωστή περιποίηση... Πιο πριν έφεραν κάτι μεθυσμένους από ένα μπαρ”, απάντησε ο Ρίζος. 
Ο Ιωάννης Μάνος έπιασε το κεφάλι του με τρόπο που δειχνε ότι σκεφτόταν κάτι ή, ότι είχε πονοκέφαλο. “Πάλι τα ίδια... Λες και με το να τους δέρνουν λύνονται όλα τα προβλήματα. Αν θέλουν να τους διαλύσουν, ας τους κάνουν νόμιμους και ας τους βάλουν να εκλέξουν αρχηγό. Τότε θα τελειώσουν όλα”, είπε, δείχνοντας προβληματισμένος. “ Κι εσύ, κόψε τους παγωμένους καφέδες, γιατί, έχει μπει Σεπτέμβρης που είναι μήνας ύπουλος γι' αρρώστιες”, συμπλήρωσε. Δυο πράγματα ήτανε που φοβόταν ο Ιωάννης. Το ένα ήταν οι αρρώστιες - το άλλο ήταν τα ύψη. 
Τις αρρώστιες τις φοβόταν από μικρός, όταν,  στα καλά καθούμενα, κι ενώ είχε γυρίσει στο σπίτι τους προερχόμενος από παιχνίδι, ο πυρετός του ανέβηκε απότομα, έφτασε στους σαράντα βαθμούς και έμεινε εκεί σχεδόν για ένα μήνα, μέχρι που ένας νεαρός γιατρός διέγνωσε το πρόβλημα που είχε, πρόβλημα που γιατροί - φίρμες της εποχής δεν είχαν διαγνώσει. Του έδωσε την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή και μετά κάποιο καιρό συνήλθε. Έτσι είχε μάθει να αγαπάει κάθε τι το νέο, το μοντέρνο, κάθε τι που θα μπορούσε να πάει τον κόσμο πιο μπροστά. Γιαυτό και στις Η.Π.Α.  ήταν από τους πρώτους φοιτητές του εγκληματολογικού που ασχολήθηκαν με την χρήση υπολογιστών στην προσπάθεια καταπολέμησης της εγκληματικότητας ανά τον κόσμων: υπολογιστών τεράστιων, αργών, που ήταν όμως οι αρχές των αλμάτων της τεχνολογίας ως το σήμερα. Όταν γύρισε ήξερε ήδη αρκετά. Αρκετά, αλλά χωρίς αντικείμενο, διότι τότε: υπολογιστής σε ελληνική υπηρεσία, εάν υπήρχε, υπήρχε ως ανέκδοτο μονάχα. 
Το ύψος είχε αρχίσει να το φοβάται όταν σε ένα εμπορικό κέντρο στη Νέα Υόρκη έγινε μάρτυρας της αυτοκτονίας ενός ανθρώπου από αυτούς που λένε: του περιθορίου. Χρήστης ναρκωτικών είχανε πει κι ο Ιωάννης θυμόταν πάντα το σώμα του να πετάγεται από τον πέμπτο όροφο και να σκάει στην ψυχρή άσφαλτο του πάρκιγκ από το εμπορικό κέντρο. Ήταν χειμώνας και το περιστατικό του χαράχτηκε έντονα στο μυαλό του.... Από τότε όποτε τύχαινε να βρεθεί κάπου ψηλά, θυμόταν... Θυμόταν, ζαλιζόταν, ήθελε να κατέβει, να απομακρυνθεί, να νιώσει την ασφάλεια της γης, του στερεού φλοιού, της εύκολης ισορροπίας.
Γέλασε ο Ρίζος Τοπάλης . “Αστυνόμε, δεν έχω εγώ ανάγκη. Εμείς οι Θεσσαλοί είμαστε άτομα μεγάλης αντοχής”, του είπε. “Εκεί που παίζεις ποδόσφαιρο, κλοτσώντας αυτή τη φούσκα που την κυνηγάτε διαρκώς λες κι ειν' ο μέγας θησαυρός, γκολ, έβαλες ποτέ; Ή τζάμπα παιδεύεσαι;” , είπε ο υπαστυνόμος έχοντας πάρει ύφος αυστηρό. “ Α,... αστυνόμε μου, τις τσαντίλες σου έχεις σήμερα. Αμυντικός παίζω. Εμείς οι αμυντικοί σπανίως βάζουμε γκολ. Η δουλειά μας είναι να μην βάζουν γκολ οι αντίπαλοι στην ομάδα μας. Αλλά, τι λέω; Αφού ξέρω πως δεν παρακολουθείς... Αλλά και η φούσκα αυτή, πολλές φορές ειν' από καθαρό χρυσάφι. Δες πόσα λεφτά βγάζουν οι άσσοι των μεγάλων ομάδων”, είπε ο Ρίζος και αράδιασε μία σειρά από ονόματα διάσημων ποδοσφαιριστών της εποχής.
Ο Ιωάννης έγειρε προς τα πίσω. Είχε επιβάλλει  στους συνεργάτες του να  μιλούν στον ενικό στον ίδιο αλλά και μεταξύ τους - ο πληθυντικός ήταν για τους “απ' έξω”. “Γιαυτό φωνάζω! Γιατί οι κυνηγοί της φούσκας βγάζουν εκατομμύρια και επιστήμονες: γιατροί, καθηγητές, μηχανικοί και τόσοι άλλοι αμείβονται, συνήθως, με ξερούς, φθηνούς μισθούς. Ακόμα δε, οι αμοιβές των πλέον καλά αμειβομένων από αυτούς, δεν φτάνουνε τις αμοιβές των ποδοσφαιριστών που τις περισσότερες φορές ειν' εντελώς αγράμματοι. Άσε και που, παράγοντες και οπαδοί των ομάδων είναι η Σάρα και η Μάρα. Μέτρα, πόσες φορές σε έχω στείλει σε κερκίδες για να ανακαλύψεις ανθρώπους του υποκόσμου: εμπόρους ναρκωτικών, μαχαιροβγάλτες, ύποπτους τζογαδόρους... και δεν συμμαζεύεται. Αλλά, αυτός είναι ο κόσμος μας, αυτή είναι η κοινωνία. Η κοινωνία που σε κάνει να έχεις απέναντι σου αφεντικά της νύχτας και πρέπει να τα προσφωνείς: κυρίους. Ξέρεις, στην Ιταλία, μεταξύ μαφιόζων η λέξη 'κύριος' είναι βρισιά”, μονολόγησε επιθετικά ο νεαρός υπαστυνόμος.
Ο Ρίζος χαμογέλασε και ρούφηξε λίγο από τον καφέ του. “Νευριασμένος ο αστυνόμος, αλλά, αυτός, και μες στις πιο μεγάλες του εκρήξεις, δεν βρίζει σαν τους άλλους, αλλά, αραδιάζει φωναχτά τα επιχειρήματά του για να στηρίξει τις απόψεις του. Μα, σίγουρα κάτι άλλο τον έχει κάνει επιθετικό, σίγουρα κάτι άλλο”, σκέφτηκε... 
Και δεν είχε άδικο. Μια μέρα πριν ο Ιωάννης είχε διαλύσει την σχέση που είχε με μια κοπέλα. Αιτία; Οι δύο κόσμοι! Αυτοί οι δύο κόσμοι που σε αυτόν εδώ τον τόπο αλλά μα, και στον κόσμο όλο, μάχονται διαρκώς, σαν το καλό με το κακό, το δίκιο με το άδικο, έτσι ακριβώς είναι που μάχονται κι ο πλούτος με την φτωχεια.
AΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου