Δημοφιλείς αναρτήσεις

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

Από το μυθιστόρημα : Ονειροπόλο παιδί

   Το μάθημα κύλησε ομαλά. Τέλειωσε κι ήταν ακόμη μέρα. Σαν βγήκε από την αίθουσα ο Βασιλάκης, αντίκρισε το τελευταίο της το φως είχε μια γκρίζα και μυστήρια υφή, όπου συμβόλιζε μια άλλη, μια σοβαρή, μια έντιμη Ελλάδα.
   Πήρε το δρόμο για το σπίτι, βαδίζοντας πολύ αργά. Μέχρι του δρόμου τα μισά, είχε στο πλάι του την Ελενίτσα. Κάπου εκεί τον αποχαιρέτησε και έστριψε στο δρόμο που βρίσκονταν το σπίτι το δικό της.
Κι εκείνος συνέχισε πλέον μόνος του να περπατά, κοιτάζοντας προς τα βουνά, και βλέποντας τα φώτα από τα σπίτια των χωριών, που βρίσκονταν επάνω στις πλαγιές, ν' ανάβουν ένα ένα. Ν' ανάβουν και να δημιουργούν επιστροφές από δέντρα Χριστουγεννιάτικα, που είχαν ξεχάσει να ανάψουν στην πρέπουσα στιγμή, κι αποζητούσαν κάποια λύτρωση, ανάβοντας εμπρός στα όμορφα, στα παιδικά του μάτια.
   Σταμάτησε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του, και κοίταξε ξανά προς τα βουνά, μέχρι που είδε και το τελευταίο φως ν' ανάβει. Χτύπησε το κουδούνι απ' την πόρτα του σπιτιού. Του άνοιξε η μητέρα του. Πέρασε μέσα και κατευθύνθηκε αμέσως στο δωμάτιό του. Κάθισε στο τραπεζάκι, και πήρε στο ένα του το χέρι, το χαρτάκι που έγραφε το πρόγραμμα των μαθημάτων της επομένης μέρας.
   Τον ακολούθησε η μητέρα του, αφού πρώτα πέρασε απ' την κουζίνα και έστυψε για εκείνον ένα ζουμερό, μεγάλο πορτοκάλι του έκοψε κι ένα μεγάλο κομμάτι από το κέικ που 'χε φτιάξει, πιο πριν, εκείνο το απόγευμα.
 Πήγε στο δωμάτιό του και του πρόσφερε, το κέικ, τον χυμό του πορτοκαλιού, και πάνω από όλα, την ατελείωτη αγάπη που του είχε. Τον ρώτησε για τα μαθήματα του σχολείου και για τα Αγγλικά. Τον ρώτησε αν ήθελε βοήθεια για κάτι ήταν κι αυτή κουρασμένη, καθώς δούλευε από το πρωί, και σαν το μεσημέρι γύρισε στο σπίτι, είχε να μαγειρέψει, να πλύνει, να σιδερώσει, και χίλιες δυο άλλες δουλειές, από αυτές που θέλουν τα σπίτια για να εξασφαλίζεται η ομαλή τους λειτουργία.
   «Όχι μαμά, μπορώ και μόνος μου· άλλωστε η μόνη δυσκολία σήμερα είναι στα θρησκευτικά να μάθω και να θυμάμαι απ' έξω τα παιδιά του Ιακώβ: Ρουβίν, Συμεών, Λευί, Ιούδας, Ισσάχαρ, Ζαβουλών, Δαν, Νεφλαδείμ. Γαδ... κοίτα σχεδόν τα κατάφερα» - της είπε, κι άρχισε να καταβροχθίζει λαίμαργα το κέικ ου του είχε φέρει.
  Η μητέρα του, τον άφησε να συνεχίσει το διάβασμα. Είχε ακόμη "στο κεφάλι της" κι εκείνη αρκετά. Ο πατέρας είχε έλθει, είχε φάει, και είχε φύγει για να πάει σε μία δεύτερη δουλειά, για να μπορέσουν  να τα βγάλουν πέρα, μιας και οι μέρες ήταν δύσκολες, και οι απαιτήσεις της ζωής πολλαπλασιαζόταν διαρκώς.
  Ο Βασιλάκης έλεγε και ξανάλεγε τα ονόματα από τα παιδιά του Ιακώβ, ως και την ώρα που κατάφερε να μην ξεχνά κανένα. Που και που, κοίταζε και τον Μπούμπη - το κουκλάκι,ή έξω απ' το παράθυρο, ή ένα ζωγραφικό πίνακα, που ήταν κρεμασμένος σε έναν από τους τοίχους απ' το δωμάτιό του, και έδειχνε ένα ηλιοβασίλεμα, πίσω από μεγάλα - γυ,νά δέντρα, κι ανάμεσά τους να περνά, ένα μικρό ποτάμι.
  Και τα παιδιά του Ιακώβ, είχανε γίνει με το νού του ένα: «Ρουβίν, Συμεών, Λευί, Ιούδας...» - ύστερα, η γραμματική· τα ουσιαστικά και τα επίθετα· οι κλισεις· η γλώσσα· η επικοινωνία των ανθρώπων.
  Πια ήταν παρελθόν τα όσα είχαν γίνει το πρωί. Παρελθόν, μα όχι ξεχασμένα. Η Ελενίτσα, οι όμορφες εικόνεις από το δειλινό, η αγάπη της μητέρας, και τα μαθήματα της επομένης μέρας, τα είχαν σκεπάσει.
  Έτσι ο χρόνος λειτουργεί: σκεπάζοντας! Σκεπάζει κάθε τι κακό, με πράγματα καλά και όμορφα, κι υπάρχουν περιπτώσεις που τυφλώνει.
  Και τι μένει; Ονόματα... Ονόματα που μας κάνανε καλό, ονόματα ευεργετών μας, ονόματα γενικώς: «Ρουβίν, Συμεών, Λευί, Ιούδας...»...
   Ονόματα... Ονόματα και τίποτ' άλλο...
Απόστολος Βεργής


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου