Δημοφιλείς αναρτήσεις

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

Από το μυθιστόρημα: Το ονειροπόλο παιδί

Από το μυθιστόρημα: Το ονειροπόλο παιδί
Θα μπορούσε να είναι κι εκείνος σκηνοθέτης. Θα μπορούσανε να κάνει και εκείνος μια ταινία, μία ταινία, ίσως, αλλοπρόσαλλη, μία ταινία παράξενη, μία ταινία που το νόημά της ίσως να το καταλάβαιναν ελάχιστοι, κάτι που ίσως, μέσα του, το ήθελε κι ο ίδιος. Κι αυτό, διότι οι πολλοί άνθρωποι, συχνά, λειτουργούν ως χείμαρροι, που σαν φουσκώνουνε, τα πάντα παρασέρνουν. Ενώ, είναι οι λίγοι, αυτοί που δημιουργούν υποδομές, που προορίζονται για αλλαγές, που προορίζονται για πράγματα καινούρια.
Βρέθηκε σε ένα δάσος – νύχτα. Γύρω του μία σειρά παραπηγμάτων  ίσως να σήμαινε ότι κατά το παρελθόν εκεί ήταν η έδρα μιας κοινότητας παράξενων ανθρώπων ή, ένας στρατώνας ανταρτών. Στο βάθος έβλεπε τα φώτα μιας μεγαλούπολης, ενώ μπορούσε να ακούει τους ψιθύρους από ανθρώπους που σχημάτιζαν  τριγύρω του πηγαδάκια μεγάλα και μικρά, και συζητούσαν αναμένοντας κάποια επιστροφή.
Από μακριά ακούστηκε ο θόρυβος από τις μηχανές, από μοτοσυκλέτες που μούγκριζαν δυνατά όσο τον πλησιάζαν. Μπορούσε   πια να δει τα φώτα τους, μπορούσε και να τις μετρήσει – ήταν τρεις. Ταράχτηκε και η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά. Κρύος ιδρώτας έλουσε το κορμί του. Η νύχτα υποβοηθούσε την κατάσταση αυτή – η νύχτα δρούσε πάνω του σαν φόβος παραπάνω. Ο μοτοσυκλέτες τον πλησίασαν. Έφτασαν ακριβώς μπροστά του. Σταμάτησε η πρώτη και η δεύτερη. Οι αναβάτες τους πατήσανε στη γη και έβγαλαν τα κράνη. Ήτανε νέοι, όμορφοι και δυνατοί. Την τρίτη μοτοσυκλέτα την καβαλούσαν δύο. Τα μάτια του καρφώθηκαν στον δεύτερο.  Τα μάτια όλων καρφώθηκαν στον δεύτερο. Σαν έβγαλε το κράνος του εκείνος, καρφώθηκαν ακόμα πιο πολύ. Έδειχνε άνθρωπος σημαντικός, έδειχνε άνθρωπος σπουδαίος. Ακούμπησε το κράνος του πάνω στην σέλα της μοτοσυκλέτας, έκανε ένα – δύο βήματα μπροστά, έβγαλε ένα δίκοχο και το σήκωσε ψηλά. Ένα επιφώνημα θαυμασμού ακούστηκε κάτω από τον ουρανό κείνης της ξάστερης βραδιάς κι ο άνδρας προχώρησε διασχίζοντας το πλήθος. Με μία μικρή ανακούφιση και κάμποση ντροπή τον ακολούθησε και ο Βασίλης. Όταν τον είδε πια να είναι μοναχός, τον πλησίασε. Τους χώριζαν μόνο δυο – τρία μέτρα, ενώ ο ένας κοίταζε τον άλλο μες στα μάτια.
《Είσαι εσύ!》, του είπε ο άγνωστος άνδρας, δείχνοντας γνώστης ενός μεγάλου μυστικού.
Ο Βασιλάκης κούνησε το κεφάλι του, επιβεβαιώνοντάς τον.
《Ωραία!》, είπε ο άνδρας και κρέμασε το δίκοχο που κράταγε σε ένα από τα κλωνάρια μια ελιάς – ενός από τα δέντρα που κάλυπταν με τους όγκους τους τον χώρο.
Ο Βασιλάκης ανάσανε βαθιά.
《Χαίρομαι που παραδίδω την ευθύνη σε άνθρωπο τόσο ικανό》, μουρμούρισε, έβγαλε το πανωφόρι του και το έβαλε στα χέρια εκείνου του παράξενου του άνδρα.
《Καλό ταξίδι!》, είπε ο άνδρας με τρεμάμενη φωνή.
《Καλή τύχη!》, απάντησε ο Βασίλης, γυρίζοντας να φύγει
Αμέσως βρέθηκε να περπατά στους δρόμους μιας μεγάλης πολιτείας, άγνωστος, ανάμεσα σε αγνώστους, ανάμεσα σε άγνωστα προς εκείνον κτίρια, σ' άγνωστες διευθύνσεις, γυρεύοντας κάτι άγνωστο, που ήταν ίσως η σοφία του θεού, που ήταν τελικά η ουσία απ' την μοναξιά των σύγχρονων ανθρώπων.
Έβλεπε τους ανθρώπους γύρω του, απελπισμένα να αναζητούν στην μοναξιά την προσωπική τους την ελευθερία – να την αναζητούν εκεί και να μην γίνεται διαφορετικά, μιας και παντού οι συμπεριφορές επιβαλλόταν από ψηλά, επιβαλλόταν από έναν άγνωστο και απρόσωπο δικτάτορα που είχε γνώμη για το κάθε τι, που αποφάσιζε, εκείνος, για το μέλλον των ανθρώπων.
Αισθάνθηκε παγιδευμένος: Να 'ναι παγιδευμένος σ' έναν αόρατο ιστό αράχνης, φτιαγμένο από λόγια και ιδέες, από θεσμούς και νόμους, από δικαιοσύνη κι αδικία. Συνέχιζε να περπατά. Όλοι οι δρόμοι άρχισαν να μοιάζουν μεταξύ τους. Όλοι οι δρόμοι άρχισαν να γίνονται ένας και μοναδικός: ο δρόμος του, και πάλι ο δικός του δρόμος – τα σύννεφα... Τα σύννεφα κι η λευτεριά. Η λευτεριά που τα σύννεφα  ρίχνουν στους ανθρώπους όταν βρέχει.
Απόστολος Βεργής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου