Δημοφιλείς αναρτήσεις

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

Από το μυθιστόρημα: Το ονειροπόλο παιδί


Από το μυθιστόρημα: Το ονειροπόλο παιδί
Πήγε στην βιβλιοθήκη, πήρε το βιβλίο: 《Ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες》. Κινήθηκε προς το γραφειάκι που υπήρχε στο δωμάτιό του κι άρχισε να διαβάζει. Να διαβάζει τις περιπέτειες του Φιλέα Φόγκ. Να τις διαβάζει και να πλάθει με το νου του άλλες· προσωπικές περιπέτειες που είχαν μέσα του τον ίδιο.
Όμως περιπέτειες διαφορετικές, πιο κοντινές, πιο καθημερινές, πιο σύντομες: ένα φανάρι που δεν απέκτησε ποτέ του χρώμα πράσινο· ένα ασθενοφόρο που σταμάτησε έξω απ' το σχολείο και τρέχαν οι τραυματιοφορείς να κουβαλήσουνε την άρρωστη γιαγιά  απ' το αντικρινό το σπίτι· η τελευταία πέτρα του γκρεμισμένου σπιτιού που έπεφτε στο χώμα· το ουράνιο  τόξο πάνω και πίσω από του σχολείου την αυλή...
Περιπέτειες μικρές, απρόσμενες και καθημερινές, που τελικά συνέθεταν  μιαν άλλη, πιο μεγάλη, αυτοί που οι μεγαλύτεροι την ονομάζανε ζωή.
Με το μυαλό του έψαξε την Ειρήνη και άρχισε με την παιδική του την φωνή να της μιλά:
《Πού είσαι; Γιατί έχεις χαθεί τόσο καιρό; Δεν είναι ο χειμώνας πια εδώ... Ήλθε η άνοιξη, ήλθε το Πάσχα – ήλθε  και έφυγε· και είσαι μακριά.
》Οι μέρες μεγάλωσαν, τελειώνουνε και οι Πασχαλινές διακοπές και τα σχολεία πολύ σύντομα θα ξανα – ανοίξουν. 
》Επιμένεις να είσαι μακριά. Επιμένεις να ζεις τις περιπέτειές σου μόνη. Εδώ όλα αλλάζουν συνεχώς: μορφές σπιτιών, μοντέλα – αυτοκίνητα, συνήθειες ανθρώπων.
》Επιμένεις να είσαι μακριά· κι εγώ σε ψάχνω, σ' αγαπώ, πού είσαι;
》Το απογευματάκι θα καθίσω και θα δω τον ήλιο που θα φεύγει. Μέσα του θα δω και τις “γραμμές”  από τ' αεροπλάνο του δρομολογίου: Αθήνα – Σαλονίκη.
》Το ίδιο κι αύριο, το ίδιο και μεθαύριο....
》Μέχρι να χτιστεί η πολυκατοικία που και αυτή τη θέα τα την κλείσει · μέχρι που θα κλειστώ κι εγώ μέσα σε ένα τείχος· και τότε θα 'ναι δύσκολο πολύ να έρθεις  να με βρεις, να μου μιλήσεις.
》Γιαυτό σου φωνάζω: Έλα! Κάνε τα βήματα που πρέπει, πέτα στον ουρανό και γίνε άγγελος  και γίνε το αστέρι της αυγής, που ειν' το ίδιο με γης δύσης το αστέρι.
》Έλα! Δεν ξέρω πόσες και ποιες ειν' οι μέρες μου – ο Φιλέας χρειάστηκε μοναχά ογδόντα.
》Κι εγώ πραγματικά δεν ξέρω. Δεν ξέρω· κι είναι αυτό που η μεγάλοι λένε τραγωδία.
》Έλα λοιπόν· και θα σου δείξω την χελιδονο φωλιά που έφτιαξαν στο χαγιάτι απ' το σπίτι της γιαγιάς τα νέα χελιδόνια. Έλα· και θα σου δείξω στην αυλή το μανιτάρι το τεράστιο που φύτρωσε στο κούτσουρο απ' το κομμένο δέντρο. Έλα· και θα σου δείξω την ελιά που βρίσκεται πίσω από της γειτονιάς την εκκλησία – από εκεί, μου είπε μια βραδιά ένα αερικό, ότι πηγάζει η αγάπη η μεγάλη.
》Μονάχα έλα! Έλα και γίνε θαύμα απ' αυτά που έχουν να συμβούν από την εποχή της βίβλου.
》Έλα και στάσου πλάι μου και βόηθα με να ζήσω》.
Ο Βασιλάκης άνοιξε τα μάτια του. Στα χέρια του κρατούσε ακόμα το βιβλίο του Ιούλιου Βερν· και μες απ' το παράθυρο, απέναντι, ο ήλιος τράβαγε προς την νυχτερινή του κατοικία, περνώντας πίσω από τις ψηλές βουνοκορφές που βρίσκονταν στο βάθος του τοπίου.
Είχε μείνει με το στόμα ανοικτό, ζώντας μία περίπου ταύτιση, ονείρου και ζωής· μια ταύτιση του τώρα με το μέλλον.
Να και τ' αεροπλάνο: το Αθήνα – Σαλονίκη· αυτό του είχε πει πως ήταν η γιαγιά. Να το· να φαίνεται από μακριά σαν μία λαμπερή κεφαλή από καρφίτσα και πίσω απ' αυτή να ξετυλίγεται μία λεπτή ουρά και μακριά όμοια με ουρά από τεράστιο και μαγικό ποντίκι. Μαγική και η στιγμή· κι οι σκέψεις του όλο μαγεία. Και πίσω από τ' αεροπλάνο,  στο τέλος της ουράς, να το ακολουθεί η Ειρήνη. Να το ακολουθεί, να χαιρετά και να πηγαίνει και αυτή προς τα εκεί που βρίσκονταν το πουθενά, προς τα εκεί που βρίσκονταν η νύχτα...
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου