«Αόρατη
πόρτα»
Καπνοί
πυκνοί έβγαιναν απ' τις καμινάδες. Είχε
νυχτώσει από νωρίς· φοβότανε τον εαυτό
της η νυχτιά −
αυτό ήταν όλο κι όλο. Ήταν κι ένα όνομα
πολιτικού, γραμμένο πάνω στην πλάκα της
απέναντι γωνίας, που χαρακτήριζε μία
ολόκληρη, μεγάλη συνοικία −
σαν χιόνιζε δεν γλίτωνε κι αυτή από την
υγρασία∙ όπως και
τ' όνομα, όπως και όλα τα ονόματα, ζώντων
και τεθνεώτων.
Κρύωνα!
Δεν ήμουν άλλο τίποτα, παρά ο εαυτός
μου∙ και δίπλα μου, αόρατη η πόρτα η
μεγάλη − πρόλαβα και την έκλεισα για
τους εχθρούς, προτού να φτάσουνε στη
γη, οι πρώτες οι νιφάδες.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου