Δημοφιλείς αναρτήσεις

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΜΙΑΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΜΙΑΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ
Το τι είναι μοναξιά, πώς να το εξηγήσει κάποιος, που μέσα της δεν έζησε ποτέ; Ένα αρχαίο τείχος, ένας φάρος κι ένα μεγάλο έλατο, στην άπλα ενός κάμπου, το γνωρίζουνε κι ας μην μιλούν - μονάχα ταξιδεύουν. Κι όμως, μπορούσα να την δω. Μπορούσα να την δω, να κάθεται πάνω σε πολυθρόνα κουνιστή και να διαβάζει· έχοντας πάνω την, να ειν' ζωγραφισμένη, η ομορφιά κάποιας χλωμάδας· έχοντας το 'να της χέρι, διαρκώς, στ' αριστερό της στήθος πάνω - λες κι είχε σαν σκοπό ζωής την εκπομπή από εκεί αγάπης· ή σαν να ήθελε, από τους χτύπους της καρδιάς, κάτι να κλέψει ή σαν να είχε μέσ' στο στήθος της, κάτι, που ήθελε να φυλαχτεί ως μυστικό. Κι όμως, εγώ, ,μπορούσα να το δω - να δω μέσα εκεί, κρυμμένο τι υπήρχε· ήταν μια προηγούμενη ζωή, μία δεκαετία άλλη ή μια στιγμή, πριν κάποιο πεπρωμένο, την πετάξει σ' ένα κενό, σε μία άβυσσο. Διαρκές ειν' το κενό και φωτεινά τα διαλείμματα, στιγμών αγάπης και μοιάζει να 'ναι αυτό ζωή· και μοιάζει ·και είναι. Επέστρεψα το πρόσωπό μου προς τον ήλιο και μέσα του, είδα ν' αντανακλάται η μορφή της - έστρεψα το πρόσωπό μου προς τον ήλιο και μέσα του, είδα ν' αντανακλάται η ποιότητα των λόγων της. Όταν την κοίταξα ξανά, είχε μεταφερθεί πιο πέρα, σ' έναν αυλόγυρο σπιτιού, κάπου σ' ένα χωριο μιας πεδιάδας και στα ριζά μοναχικού γηλόφου, που έτυχε μα φιλοξενηθεί κάπου εκεί. Γύρω η περιοχή, κατάφυτη - κυριαρχούσανε τα πεύκα και η καμπάνα μιας μικρούλας εκκλησιάς, χτυπούσε για απόγευμα. Την πλησίασα· βρέθηκα ακριβώς απέναντί της - ήμουν τυχερός· ήμουν αθώος, γιατί είχα φροντίσει κι ήμουνα μικρός· μικρός εγώ, μικρός ο κόσμος μου, μέσα του πια κι εκείνη. Σταμάτησε το διάβασμα, το μέρος της καρδιάς της ελευθέρωσε κι έβγαλε τα γυαλιά της. <<Καλησπέρα>>, μου είπε, με μια ήρεμη και γλυκιά φωνή - όμως το βλέμμα μου, έμενε καρφωμένο στα μαλλιά της, που έμοιαζαν με καταρράκτη, που έριχνε χρυσό νερό στο χώμα. Τι τάχα να 'ταν πάνω της μαγεία; Ήτανε η ευγένεια; Ήταν η κλασσική της ομορφιά; Ήταν σκέψεις, που 'κανε την ώρα 'κείνη; <<Καλησπέρα>>, είπα κι εγώ κι αρκέστηκα να πάω πιο κοντά της. Άφησε το βιβλίο δίπλα της και τα γυαλιά, το ίδιο. Σηκώθηκε, μου έπιασε το χέρι και τραβώντας με ακόμη πιο κοντά της, μου έδειξε την κορυφή από το τελευταίο κυπαρίσσι της αυλής της. <<Εκεί ειν' ο κόσμος μου>>, είπε κι ένιωσα ξαφνικά, να μην υπάρχω, να γίνομαι κάτι διαφορετικό, κάτι το άλλο - να γίνομαι κάποιος άλλος , να είμαι και ταυτόχρονα εγώ. <<Ναι! Τώρα μπορώ να γράφω ποίηση!>>, φώναξα κι άρχισα να χοροπηδώ τριγύρω της, σαν άγριο κατσίκι. Μου απάντησε μ' ένα χαμόγελο και μ' ένα δάκρυ, ως μια επιβεβαίωση, των όσων είχαν γίνει. Έσκυψα και της φίλησα το χέρι· ήταν αυτό μία επιβεβαίωση της ήττας μου· ήταν αυτό μία επιβεβαίωση της νίκης της ζωής - για νίκη της ποιήσεως δεν θα μιλήσω, γιατί αυτό ήτανε δεδομένο από πριν. Οι ύστερες στιγμές μας, κύλισαν ήρεμα, όπως και όλη η υπόλοιπή μας η ζωή - και ο αιώνας έκλεισε, μαζί κι η ιστορία· γιαυτό, αν δείτε γήλοφο μοναχικό, μέσα σε πεδιάδα, να θυμάστε: κάπου εκεί γεννήθηκε, μια αιώνια, μία μεγάλη αγάπη.
AΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΓΡΑΜΜΑ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου