Δημοφιλείς αναρτήσεις

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017

Απόσπαμα από το μυθιστόρημα: Βαδίζοντας παρέα με τον διάβολο


"Απόσπασμα από το μυθιστόρημα: Βαδίζοντας παρέα με τον διάβολο"
Στην Ελλάδα πια, κι ύστερα από ένα πέρασμα που κάνανε από την Αθήνα όπου ο Χρήστος γνώρισε στους δικούς της τη Μιρέιγ, οι δυο τους είχανε βρεθεί στην Πελοπόννησο, σε ένα παραλιακό χωριό κοντά στη Καλαμάτα για διακοπές. Για 《επιτέλους》 διακοπές όπως είχε πει βαριανασαίνοντας  ο Χρήστος, λίγο πριν ξεκινήσουν. Είχαν βρεθεί σ' εκείνο το χωριό τυχαία•  τυχαία γιατί είχαν νοικιάσει ένα αμαξάκι μίνι και όρμησαν μέσα στο καλοκαίρι• όρμησαν με προορισμό το όπου θα τους έβγαζε ο δρόμος. Κι ο δρόμος, τους είχε βγάλει σε εκείνο το χωριό, δίπλα στη θάλασσα, μέσα στα λιόδεντρα και στις φραγκοσυκιές, σχεδόν στο νότιο τέλος της ηπειρωτικής Ελλάδας: στο νότιο τέλος της παλιάς Ελλάδας, της παλαιότερης, τής βάσης της υπάρξεως καθενός που φέρει ελληνική παιδεία, δηλαδή: που κουβαλά την τραγωδία στην καρδιά του, την τραγωδία η οποία είν' ένα από τα συστατικά υπάρξεως σκεπτόμενων ανθρώπων. Ο Χρήστος περνούσε σχεδόν κάθε πρωινό στη θάλασσα ενώ η Μιρέιγ καθόταν στις σκιές των δέντρων, πότε διαβάζοντας έργα θεατρικά και πότε σκιτσάροντας σκηνές με τοποθετημένους μέσα σε αυτές διαφόρους πρωταγωνιστές παραστάσεων που ονειρεύονταν να ανεβάσει. Η Μιρέιγ φοβόταν τον ήλιο, από μικρή καιγόταν πολύ εύκολα το δέρμα της και ύστερα πονούσε. Γιαυτό επέλεγε τις σκιές, αρκούμενη στο να βλέπει τον Χρήστο να εκτονώνεται κολυμπώντας ή βουτώντας μέσα στο νερό. Όμως, τα απογεύματα γινότανε τα πράγματα διαφορετικά, η Μιρέιγ έβγαινε από το καβούκι της, κολυμπούσε κι εκείνη, έπαιζε σαν μικρό παιδάκι με την άμμο κι ύστερα έπαιρνε τον Χρήστο απ' το χέρι και περπατούσαν μέσα στους ελαιώνες, σε ένα κόσμο λιτό κι απέριττο τον οποίο περίπου η Μιρέιγ δεν τον γνώριζε καθώς  είχε, συν τω χρόνω, μετατραπεί σ' ένα παιδί της πόλης, του Παρισιού, των επιδείξεων, ονείρων διαφορετικών, πιο ασαφών από τα όνειρα τής μέλισσας, τής πεταλούδας, τού τριζονιού, τού τζιτζικιού, τής λιβελούλας. Στην αρχή την παράσερνε ο Χρήστος, η αρσενική πλευρά απ' τη ζωή μα, στη συνέχεια, τον παράσερνε εκείνη, άλλωστε, είχε καταφέρει να τού κερδίσει τον θαυμασμό - την χάζευε όταν την έβλεπε να βουτά στη θάλασσα τη νύχτα, να κολυμπά μέσα στην πιο ψυχρή από τις όψεις του νερού, να κολυμπά μέσα στο μαύρο, στο μυστήριο, όμοια θεά που δεν την άγγιξαν τα μάγια των ανθρώπων.
《Θεά - γητεύτρα του χρόνου》: ακριβώς έτσι την αποκαλούσε χαϊδευτικά ο Χρήστος καθώς κατάφερνε με τη παρουσία της να τον βγάζει απ' τον χρόνο, να αγαπάει τις στιγμούλες περισσότερο - ήταν η μούσα του, κάτι που, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, το έψαχνε από μικρό παιδί, ούσα το παραπλήρωμα της ύπαρξής του, το ακριβότερο minimum μιας συμφωνίας, το ακριβότερο και το σπουδαιότερο μιας συμφωνίας σταθερής που με τον χρόνο  γινόταν όλο και πιο σταθερή και η οποία διαρκώς του έδειχνε το όνομα: 《δημιουργία》. Γιατί, μια σχέση άγια είν' από μόνη της δημιουργία, και η δημιουργία είναι μέλλον, μέλλον που ξέρει πώς παράγονται στιγμές που μένουν, που αξίζουν.
《Έλα, δε βαρέθηκες; Έλα εδώ, θα καείς από τον ήλιο》 τον φώναξε η Μιρέιγ κι εκείνος έτρεξε και ξάπλωσε μπροστά στα πόδια της πάνω σε μία ψάθα. Της έκανε ένα νεύμα κι εκείνη τού 'δωσε ένα μπουκάλι με νερό το οποίο κατέβασε (που λένε) με τη μία. 《Δεν ξέρω αν θα 'χω τη δυνατότητα στο μέλλον, μα θα 'θελα να περνάω ένα μήνα κάθε χρονιάς σε κάποιο τέτοιο μέρος: σ' ένα χωριό, πότε σ' ένα χωριό παραθαλάσσιο και πότε σ' ένα χωριό από εκείνα των ψηλών βουνών, πότε χειμώνα, πότε καλοκαίρι, μα και φθινόπωρο και άνοιξη, ν' ανακαλύψω όλο το φάσμα του καιρού, να μάθω τον τρόπο που ανανεώνεται η φύση. Αλλά μονάχα ένα μήνα κάθε φορά, πιο πάνω δεν αντέχω μακριά από την πόλη, απ' τους ήχους, τα φώτα της, την αγορά και ναι, τους ανθρώπους, τα πάθη, τις αδυναμίες τους, την καθημερινότητα, την ιστορία》 της είπε ο Χρήστος αφού ήπιε όλο το νερό κι αισθάνθηκε να ξεδιψάει. 《Μήπως είμαστε μύθοι; Μήπως είμαστε μύθοι που επινοούν άλλους μύθους; Μήπως αυτούς τούς μύθους που επινοούμε, τούς ντυνόμαστε; Κι είμαστε και δεν είμαστε• και γράφουμε ξένα πράγματα• και πνίγουμε τη φύση μας• και πνίγουμε τη φύση μες στα τρίσβαθα των εαυτών μας; -Τη φύση, τη φύση μας, κάτι δικό μας, περιουσία μας, η μόνη μας περιουσία》τού αποκρίθηκε η Μιρέιγ, συνεχίζοντας να σκιτσάρει. 《Μήπως, ίσως, μπορεί: Ως πότε θα μας κυβερνούν οι πιθανότητες; Ως πότε θα μας κυβερνάει η πλευρά των μαθηματικών η οποία δημιουργεί: αμφιβολία, σύγχυση, αμφίρροπο παιχνίδι. Ως πότε η ζητούμενη αρμονία θα 'ναι εξόριστη; Μήπως η φύση μας είναι ατόφιο άγχος;》 αραδιάζοντας μια σειρά από υπαρξιακά ερωτήματα προσπάθησε ο Χρήστος να της απαντήσει. 《Εμένα ο πατέρας μου με ήθελε αγόρι. Όταν γεννήθηκα έφυγε απ' το σπίτι. Μία βδομάδα ζούσε μόνος του σε ξενοδοχείο μέχρι να συμβιβαστεί, να καταλάβει, να γυρίσει. Μεγαλώνοντας, κάποια στιγμή, μού το 'πε η μητέρα μου - τούς μίσησα και τους δυο κι ύστερα απ' αυτό ήμουν μια άλλη• κλείστηκα• κλείστηκα και ονειρευόμουν περισσότερο• οι μύθοι, μού γίνανε ανάγκη• μού έγινε ανάγκη το ψέμα, η διόρθωση, το blanco... Καταλαβαίνεις;》 η φωνή της Μιρέιγ, καθώς τού μιλούσε, αποκτούσε ένταση και κάποια δάκρυα είχαν αρχίσει να στολίζουνε το πρόσωπό της. Ο Χρήστος την τράβηξε πάνω στην ψάθα, την αγκάλιασε, τα τζιτζίκια συνέχιζαν να δίνουν τον ρυθμό: 《Καταλαβαίνεις; Έμεινα μόνη μου, ένιωθα να με έχουν απορρίψει όλοι• όλοι, κυρίως οι δικοί μου, οι συμβατικά δικοί μου. Έμεινα μόνη μου και βρήκα καταφύγιο στις τέχνες: να διαβάζω, να ζωγραφίζω, στο τέλος να παίζω: να παίζω ότι δεν ήμουν, να παίζω ότι θα ήθελα να είμαι, να παίζω με τα όνειρά μου• κι αργότερα, να βάζω να παίζουν για εμένα άλλοι, να τους τοποθετώ... Σε καταφύγιο έζησα Χρήστο, σ' ένα δικό μου καταφύγιο - ευτυχώς》 συνέχισε η Μιρέιγ. Ο Χρήστος την έσφιξε ακουμπώντας το κεφάλι του στην πλάτη της: 《Σε έχω δει να περπατάς φορώντας ένα φουστανάκι από ύφασμα με λουλουδάκια, μικρή, μπροστά απ' το δημοτικό σχολείο στο οποίο πήγαινες. Σε έχω δει να σε ρωτά η καθηγήτρια και συ να μην της απαντάς. Σε έχω δει σ' εξώστη σινεμά να κλαις. Σε έχω δει σ' ένα κομψό καφέ να προσπαθείς να αποφύγεις βλέμματα εν δυνάμει εραστών. Σε έχω δει σε διαδήλωση να βρίζεις από μέσα σου, έχοντας καταλάβει ότι σε πηγαίνουνε κάπου που δεν επιθυμείς, εκεί που είν' το λάθος, που το καταλαβαίνεις ότι είν' αυτό εκεί - παρ' όλ' αυτά εξωτερικά σωπαίνεις. Σε έχω δει να σκιτσάρεις ένα από τα ξωκκλήσια που διακοσμούν την ιστορία. Σε έχω δει πολλές φορές. Πίστεψέ με, σε έχω δει παντού, σε έχω δει και σε καταλαβαίνω》 της αποκρίθηκε ο Χρήστος. 《Το πιο εύκολο πράγμα είν' το να βρίζεις φωναχτά. Πουλάει - πώς να το κάνουμε. Πλην όμως, δεν είν' αυτό εν' άνοιγμα, είν' μόνο ένα ξέσπασμα από αυτά π' ανακυκλώνουν τη ζωή και πολλαπλασιάζει τους διαβόλους. Γιαυτό και είπα: “Μιρέιγ, το βρισίδι από μέσα σου, κρυφά - και ύστερα: δημιουργία: Εκεί δείξε το πόσο είσαι τολμηρή, μοντέρνα, ηρωίδα και ότι άλλο θες》 του απάντησε, έχοντας ανατριχιάσει από τη επαφή του προσώπου του με τη δικιά της πλάτη. 《Αχ, η μοναξιά, για τον δημιουργό, είσαι το πιο μεγάλο δώρο: Δώρο, όμως: μαχαίρι απ' τα δίκοπα, μαχαίρι από αυτά που έχουνε στις λάμες τους σκαλισμένες φράσεις - η φράση αυτού του μαχαιριού: “Στον χρόνο πρέπει να πιστεύεις”. Ζει κάθε δημιουργός σε καθεστώς δικτατορίας, της δικτατορίας του χρόνου, και των πιθανοτήτων που ορίζονται από αυτόν, τον χρόνο ο οποίος γίνεται χαλί για να περπατούν εκείνες πάνω του, να μην ακούγονται, να μη λερώνονται και να μην παύουν να υπάρχουν》 ψιθύρισε ο Χρήστος νιώθοντας και εκείνος έντονα την επαφή του κεφαλιού του με τής πλάτης της το δέρμα.
Το πιο μεγάλο μέρος από τα απογεύματα περπατούσαν κάτω από τα λιόδεντρα. Η Μιρέιγ σκεφτόταν την αξία που 'χει η ζωή κι ο Χρήστος σκεφτόταν τη Μιρέιγ, όσα τού  'χε εξομολογηθεί πρωτύτερα, το πόσο μυστικά πορεύονται στον κόσμο μας οι πραγματικοί δημιουργοί, απέχοντας από την όποια έκθεσή τους σε φωτεινές βιτρίνες: 《Κάποιοι σού λένε ότι συνηθίζεται το φως• κι αν τους πιστέψεις γίνεσαι με τη μια ένας από τούς τζογαδόρους της ζωής ή ένας χαρτοκλέφτης. Συνηθίζεται το φως, όμως, καθώς το συνηθίζεις σε απορροφά, σε κάνει ήρωα από τους κακούς, σε κάνει φονιά, σε κάνει και ρουφιάνο. Σε κάνει ή είσαι; Μελέτησε την έννοια της “αποκάλυψης” και θα το καταλάβεις》 μονολόγησε εσωτερικά ο Χρήστος, συνεχίζοντας να περπατά κάτω από τα λιόδεντρα, κρατώντας τη Μιρέιγ απ' το χέρι.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου