Δημοφιλείς αναρτήσεις

Κυριακή 30 Ιουλίου 2017

Από το μυθιστόρημα: Αόρατες συνομιλίες (Επιστολή αρ. 20)


Από το μυθιστόρημα: Αόρατες συνομιλίες
(Επιστολή αρ. 20)
Και είπε ο Θεός: βροχή κι εκείνη πέρασε και απ' τη γειτονιά μου. Τώρα πια είν' απόγευμα κι οι μουσικές αναμιγνύονται με την οχλαγωγία. Ακούγεται κάπου εδώ κοντά ένα μικρό παιδί να κλαίει κι εγώ κάνω προσπάθειες να συμμαζέψω όνειρα ωρών που μόλις πέρασαν κι αυτές απ' τη ζωή μου - σαν τη βροχή, σαν τ' αυγουστιάτικο φεγγάρι που θα ρθει• κι αυτό θε να περάσει.
   Ο Ίκαρος έπεσε• μετά επέστρεψε στον ουρανό με ασανσέρ: τεχνολογία ως κομάντο που ρχεται και που διαστρέφει τη ζωή ή, γίνεται τέχνη. Τα στάχυα κάηκαν, τ' αραποσίτια πίνουν όλο το νερό. Χθες που ανέβαινα στο λόφο είδα ένα πελαργό• δίπλα στο δρόμο περπατούσε• κάποτε σταματούσε - ράμφιζε, έπαιζε μουσική μουσική πρωτόγονη• σκεφτόμουν πως υπήρχανε και ποιητές που έπλαθαν ποιήματα και πριν εφευρεθεί η άλφα - βήτα.
   Στον ουρανό είν' κάποια σύννεφα μικρά - δεν με φοβίζουν. Συνήθως, αρκεί να δει κανείς ένα τοπίο κι η ιστορία γίνεται μια μαντεψιά ή, διαφορετικά: κοιτάζοντας το πώς περπατούν οι άνθρωποι, καταλαβαίνεις...- Και της Αγιά Μαρίνας έβρεχε και της Αγιά  Παρασκευής• το λες και θαύμα να αλλάζει ο καιρός επάνω σε γιορτές και συ υποχρεωτικά να ταξιδεύεις. Υποχρεωτικά; - Βλακείες! Μονάχοι μας γινόμαστε υποχρεώσεις. Όμως (λέει) τα θαύματα ζουν μόνο για τρεις μέρες - αν ζουν τα θαύματα μονάχα τόσο, η πίστη πόσο ζει;
   Τα στάχυα κάηκαν, τ' αραποσίτια πίνουν όλο το νερό. Συνήθως έτσι γίνεται: Αυτοί που απομένουνε κερδίζουν πιο πολλά, μέχρι, που, και αυτοί αποχωρούν λίγο πριν το φινάλε. Τα στάχυα, τα αραποσίτια και το καλοκαίρι. Αχ το καλοκαίρι! Δεν το κατάλαβα πώς έγιν' έτσι γρήγορα κι ωρίμασε κι αυτό, και πάει να περάσει: Περαστικό το καλοκαίρι, περαστικοί οι άνθρωποι, περαστικά τα αστικά λεωφορεία, περαστικό το γήρας - και μετά; Για το μετά λέω κι εγώ να φτιάξω κάνα δυο τραγούδια• είν' πιο ευπώλητα και διαφημίζονται πιο εύκολα: είν' σαν τις φήμες που κυκλοφορούν βαδίζοντας ταχύτατα απ' το 'να στόμα στ' άλλο, από τη μια μεριά της γης στην άλλη, από την γη των Θετταλών, στο Μπρούκλιν, στο Μανχάταν. Δεν ξέρω αν θα το επιχειρήσω τελικά, αν έχω τις δυνάμεις - εσύ να 'χεις τ' αυτιά σου ανοικτά και να κοιτάς τον ήλιο όσο εκείνος βρίσκεται στον ουρανό και λάμπει.
   Λοιπόν, όλα για την αθανασία; Να υποκρίνομαι δεν το μπορώ, δεν το επιθυμώ, είμ' ήδη μες στο κόλπο, όπως όλοι. Όπως όλοι. Όπως κι εσύ με τους χορούς και τις κουβέντες σου, όπως τόσοι πολιτικοί, τόσοι ηθοποιοί και τόσοι ακροβάτες - εντέλει ακροβάτες όλοι: Κερδίσουμε σπόρους αθανασίας, συνήθως, κινδυνεύοντας, βουτώντας σ' άγνωστα νερά από τα δέκα μέτρα. Όλα για την αθανασία: για την αθανασία κι όχι για τον παράδεισο υποχρεωτικά - άλλωστε δίνοντ' οι πιο μεγάλες υποσχέσεις απ' την κόλαση, κι οι άνθρωποι ακολουθούν τα πεπρωμένα τους σαν τα σκουλήκια τα οποία κατεβαίβουνε απ' τα μεγάλα πεύκα, ακολουθώντας  το 'να τ' αλλο• ένα αν βγει από τον δρόμο της ζωής, βγαίνουν όλα μαζί κι αυτά που τα ακολουθούν• ηλίθια σκουλήκια, ηλίθιοι άνθρωποι, ηλίθιοι κι εμείς όταν ακολουθούμε άσχετους ή πονηρούς πλαστούς μεσσίες.
   Στο βάθος ο ήλιος ακουμπά πάνω στη γέφυρα απ' το σιδηροδρομικό σταθμό. Πάνω της κάθονται πέντε μικρά παιδιά (ανάκατα κορίτσια και αγόρια) και τον κοιτάζουν. Κοιτάζουν τον ήλιο, το φόντο το πορτοκαλί, κοιτάζουν τον ορίζοντα: Έτσι παράγονται νέες ποιήτριες και νέοι ποιητές, άνθρωποι που καταλαβαίνουν τη ζωή διαφορετικά, που αύριο θα τους πουν παράξενους κι αυτούς• θα τους χαρακτηρίσουν έτσι άλλοι άνθρωποι, άνθρωποι από κείνους που έχουν τη συνήθεια να αγοράζουνε τεράστια ψυγεία και ύστερα να κλείνονται μέσα σ' αυτά• αχ, οι άνθρωποι μπερδεύουν τη συντήρηση με την αθανασία. Και, είν' πολλοί. Και, είν' οι πιο πολλοί. Σκέψου, από μια συνοικία με κοντά δέκα χιλιάδες κατοίκους, την ομορφιά  που 'χει ο ήλιος τούτη την στιγμή, την εκτιμήσαν μοναχά πέντε παιδιά - άντε και καμιά δεκαριά ακόμα άτομα σε  άλλα μέρη.
   Κατάλαβα, όσοι δημιουργούν πραγματικά, δημιουργούν για λίγους - και τρέχει κάθε καλοκαίρι προς τα μπρος, και συνηθίζουμε ανθρώπους - και ύστερα τους χάνουμε: με τούβλα - τραγωδίες και με τσιμέντο - χρόνο που περνά χτίζεται η ζωή, η ανθρωπότητα κι οι νύχτες. Με τούβλα - τραγωδίες και με τσιμέντο - χρόνο που περνά, μη περιμένοντας   ν' αναστηθούν Ιουλιέτες, μη περιμένοντας να μετανιώσουνε οι φόνισσες, μη περιμένοντας Τιτανικούς ν' αναδυθούνε. Αχ, όσο υπάρχει αύριο - όσο υπάρχει αύριο για τον καθένα μας, όσο υπάρχει αύριο και για να μας παρηγορούν κάποια σπουδαία κείμενα και κάποιες διαχρονικές φωτογραφίες.
   Ξέρω, δεν μεγαλώσαμε μαζί. Μπορεί να μεγαλώσαμε στο  ίδιο τόπο αλλά όχι μαζί. Έστω και η  διαφορά μίας στιγμής αρκεί να καταργήσει το μαζί, αρκεί για να μας κάνει πρόσωπα με διαφορετικές πορείες•  στην πραγματικότητα το μαζί το φτιάχνουμε εμείς και θέλει εξαντλητική δουλειά για να πετύχει. Δουλειά και προστασία. Ξέρω, θα με ρωτήσεις πάλι: Ναι, δεν μεγαλώσαμε μαζί, ούτε και είμαστε μαζί ή, πιο σωστά, είμαστε μαζί μόνο όσο εσύ διαβάζεις τις επιστολές μου κι όταν εγώ διαβάζω τις δικές σου τις επιστολές ή, όταν και οι δυο διαβάζουμε τη μνήμη. Χα χα, κατάντησε να είναι έρωτας το να μαθαίνουμε. Κατάντησε να είναι; Ή μήπως είναι; Ή μήπως είναι έρωτας αυτή η ύπουλη επικοινωνία (όσο διαρκεί), παρέα με την εναπόθεση σπουδαίων μας στιγμών στη μνήμη; - Δεν ξέρω. Δεν ξέρω ή, δεν θέλω να ξέρω. Μήπως είν' έρωτας : να μη γνωρίζεις; - Περιμένω την απάντησή σου.
   Πάντως, ετούτα τα παιδιά πάνω στη γέφυρα ξέρουν τις απαντήσεις, τις ξέρουν όπως τις ξέρει κάθε ποιητής - που, ή τις εμφανίζει και τον κοροϊδεύουνε, ή, ξέροντας τ' αποτέλεσμα, τις θάβει στην καρδιά του. Γιατί, είν' η καρδιά του κάθε ποιητή σαν την καρδιά του ήλιου: Καίει, ζεματάει, λιώνει τα πάντα μέσα της, εξαϋλώνει κάθε τι που ακουμπά, το αναλύει στα στοιχεία του και ύστερα το ξαναφτιάχνει διαφορετικό, εντάσσοντάς το σε έναν κόσμο διαφορετικό, μες στον δικό της κόσμο.
   Ναι, φορτώνονται οι καρδιές των ποιητών, του κόσμου μας τη θλίψη. Άρχισαν οι ειδήσεις, ακούγονται οι παρουσιαστές των καναλιών, η γέφυρα βρίσκετ' απέναντί του, πάνω της στέκονται μαγεμένα τα παιδιά, ο ήλιος δύει, ο ήλιος έδυσε, τώρα η ανθρωπότητα μπορεί να κρυφτεί ελεύθερα -  ως το πρωί (που λένε) έχει ο Θεός. - Μόλις γυρίσω σπίτι μην ξεχάσω να ποτίσω τα λουλούδια.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου