Δημοφιλείς αναρτήσεις

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2017

Από το μυθιστόρημα Σάντρα


Από το μυθιστόρημα : Σάντρα
Απόγευμα; Ποιο απόγευμα; Ο χειμώνας το μισεί αυτό το τμήμα της ημέρας  -  το μισεί, το καταργεί, το εκδικείται. Κάθισε δίπλα απ' το σώμα το καλοριφέρ το οποίο γειτόνευε με το παράθυρό της. Το κορμάκι της άρχισε να ζεσταίνεται, να αναδεύει. Είχε πάρει στα χέρια της το βοηθητικό βιβλίο ιστορίας το οποίο είχε αγοράσει πιο νωρίς. Διάβαζε. Κάθε που κουραζόταν σταματούσε. Κοίταζε προς τα έξω:   τα κτίρια άρχιζαν ένα - ένα να μοιάζουνε με δέντρα Χριστουγέννων, να είναι σύνολα από μικρά φωτάκια.
《Φωτάκια ίσον μελαγχολία》 ήτανε ένα απ' τα μότο της που αφορούσε τις γιορτινές ημέρες του χειμώνα.  Ψευτοχαμογελούσε  κι ύστερα γύριζε στις σελίδες του Πελοποννησιακού Πολέμου κι στην ηγεμονία των Σπαρτιατών, μαθαίνοντας και έπειτα διαμορφώνοντας γνώμη για τα γεγονότα. Της άρεσε αυτή η διαδικασία, αισθάνονταν δημιουργική, αισθάνονταν ένα είδος έρωτα για ότι έκανε εντός εκείνων των στιγμών, όντας μονάχη της, όντας ευτυχισμένη.
Ευτυχισμένη γιατί; - Γιατί είχε πια κίνητρα και εμπνεόταν. Δηλαδή, διότι είχε μπει μέσα σε  μία θάλασσα από διαδικασίες αλλαγών, μια θάλασσα φιλόξενη, μια θάλασσα δικιά της. Και κολυμπούσε μέσα της, και έπλεε, και μάθαινε να ξεπερνά την αντοχή που αφορά την επιβίωση, να ψάχνει την επόμενή της μέρα.
Ο Αλέξης της είχε πει να σημειώνει, να κρατάει σημειώσεις με τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματά της, να λειτουργεί δημιουργικά, ν' αντιλαμβάνεται αυτή τη διαδικασία ως υποθήκη μελλοντικών της προσφορών στους μαθητές και τις μαθήτριές της.
Σηκώθηκε και πετάχτηκε ως τη βιβλιοθήκη. Πήρε ένα μολύβι κι ένα μπλοκ. Γύρισε πίσω στην πολυθρόνα που καθόταν. Μηχανικά κοίταξε προς τα έξω. Έκανε κάποιου είδους έλεγχο στη θέα, στην καθημερινότητά, στο σύνολο των επαναλήψεων που λέγεται ζωή:   Τα μελαγχολικά φωτάκια ήταν εκεί  -  μάλιστα, είχαν πολλαπλασιαστεί καθώς η νύχτα είχε προχωρήσει.
Επέστρεψε στα διαβάσματά της. Ταυτόχρονα σημείωνε τα σχόλιά της στο χαρτί, κάθε φορά που διάβαζε κάτι που της κέντριζε το ενδιαφέρον. Κάποια στιγμή έκλεισε το βιβλίο και το μπλοκ. Για λίγο έπαιξε με το μολύβι που κρατούσε, περνώντας το από το ένα δάχτυλο στο άλλο κι εντέλει, ακουμπώντας τον αντίχειρά της στην αιχμηρή μυτούλα. Ακουμπώντας την, πιέζοντάς τη αρκετά, φτάνοντας ως τα όρια του πόνου.
Απέναντί της, τα φωτάκια  -  φωτάκια προερχόμενα από μονοκατοικίες, διαμερίσματα, εργαστήρια και ότι άλλο. Η ψυχή της βρίσκονταν σε άνοδο, έκανε κάτι εντός του οποίου έβρισκε τον εαυτό της. Έκανε... Ναι, έκανε... Έκανε γιατί είχε λεφτά. Γιατί είχε, γιατί κατείχε. Ώρες - ώρες όριζε ως εκδίκηση αυτή την κατοχή. Ως εκδίκηση προς το σύστημα το οποίο την είχε ωθήσει στην πορνεία. Ακριβώς ως εκδίκηση και μάλιστα στην πλέον κρίσιμη στιγμή, στη στιγμή που έμπαινε στον δρόμο ο οποίος θα την οδηγούσε στην εκπλήρωση των παιδικών και των εφηβικών της των ονείρων.
Συνέχιζε να πατά με δύναμη του μολυβιού τη μύτη. Στο μήλο του αντίχειρά της είχε δημιουργηθεί μία πληγή και λιγουλάκι αίμα είχε τρέξει. Δάγκωσε τα χείλη της, ήταν οργασμικός ο μορφασμός της. Χαμογέλασε... Ήταν παιδί, ήτανε έφηβη, ήταν μεγάλη. Ήταν όσα δεν έζησε - όσα δεν μπόρεσε να ζήσει. Όμως ήτανε ζωντανή, ήτανε ολοζώντανη -  περιθώρια για διαπραγματεύσεις δεν υπήρχαν.
Και τότε έκλαψε, λυτρώνοντας τον εαυτό της. Έκλαψε, ένωσε κάθε δάκρυ γης με το νερό της θάλασσας εντός της οποίας κολυμπούσε:  Τη θάλασσα των ονείρων της, την θάλασσα των αλλαγών, την θάλασσα μιας νέας γνωριμίας...
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου