Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

Από το μυθιστόρημα μου: Δανάη

Από το μυθοστόρημά μου: Δανάη
Του σέρβιρε τον καφέ. Ύστερα πήγε και κάθισε στην πολυθρόνα που ήταν ακριβώς απέναντί του. Τον κοίταζε που έπινε τον καφέ του γουλιά - γουλιά. Έδειχνε κουρασμένος. Όχι σωματικά, μα πνευματικά, ίσως και ψυχικά. Τον κοίταζε  και προσπαθούσε να  τον ψυχολογήσει, απ' τις κινήσεις του, από τους μορφασμούς του, από τα μάτια του... Προσπαθούσε να τον καταλάβει, να δει και πίσω απ' την αφηρημένη του ματιά το τι κρυβόταν.
“Δείχνεις κουρασμένος”, του είπε. Ο Σωκράτης για λιγάκι συνέχισε να ασχολείται με τον καφέ που έπινε. Μετά, κάρφωσε τα μάτια του επάνω στην Δανάη. Κούνησε το κεφάλι του πάνω - κάτω, επιβεβαιώνοντάς την. “Ναι, ετοιμάζω την μεταπτυχιακή της εργασία και δουλεύω αρκετά αυτή την εποχή”, της απάντησε. “Είναι κι αυτός ένας από τους λόγους που δεν πας στις συνελεύσεις;”, ρώτησε η Δανάη, ρίχνοντάς του ταυτόχρονα πάνω του μια ματιά γεμάτη ειρωνεία...
Δεν ήταν κανένας ηλίθιος ο Σωκράτης για να μην καταλάβαινε εκείνη την ειρωνική μα και ταυτόχρονα προκλητική στάση, απέναντί του, της Δανάης. Η στάση αυτή, μάλιστα, τον εκνεύρισε λιγάκι. “ Όχι βέβαια! Αποφεύγω τις πολλές παρουσίες μου στις συνελεύσεις, γιατί πιστεύω ότι φθείρουν με τις επαναλήψεις την ουσία της υπάρξεώς τους. Γιαυτό υπάρχουν και τα λεγόμενα 'όργανα' και στα πανεπιστήμια μα και παντού, σε κάθε κοινωνία που θέλει να την ονομάζουν ευνομούμενη μα και να είναι. Η Μαρία μετέχει στα 'όργανα' καθώς έχει εκλεγεί ενώ εγώ όχι. Είναι επιλογή μου η μη παραπάνω συμμετοχή και την υπερασπίζομαι. Όσο για την εργασία μου, εκείνη αφορά τον ρόλο μέσα σε κάθε συλλογικότητα των αυτεξούσιων ατόμων - την διαχείριση και την αυτονομία τους. Σαφώς και αφορά τον τρόπο που λειτουργούν οι συνελεύσεις και τα συμβούλια αυτά - πια βλέπω αυτές τις λειτουργίες κριτικά και για να το πετύχω προσπαθώ να κρατώ μία απόσταση από τα γεγονότα· είναι κι αυτός ένας ακόμη λόγος που απέχω”.
Μονολόγησε για λίγο. Ο τόνος της φωνής του φανέρωνε μια ένταση κυρίως εσωτερική που προέρχονταν, ίσως απ' την αγάπη του για την επιστήμη της κοινωνιολογίας, ίσως απ' τα προβλήματα που έβλεπε να υπάρχουνε στην καθημερινότητα των συνανθρώπων του, ίσως και στα προβλήματα της σχέσης του με την Μαρία.
Η Δανάη το κατάλαβε αμέσως. Κατάλαβε την ευαισθησία αυτού του νεαρού ανθρώπου κι αισθάνθηκε κάπως άσχημα που του 'χε συμπεριφερθεί ειρωνικά. Σώπασε. Μετάνοιωσε. Κατέβασε το κεφάλι της. Ο Σωκράτης το κατάλαβε. Δεν ήθελε να την βλέπει να ειν'  σε θέση δύσκολη. Άλλωστε, είχε αρχίσει να την συμπαθεί, ήδη, από την προηγούμενη φορά που είχανε βρεθεί, στο πάρτι της Μαρίας. “Υπάρχει άλλος καφές”, την ρώτησε. Εκείνη σήκωσε το κεφάλι της. Στο μισοσκόταδο, πίστευε ότι εκείνος δεν θα έβλεπε τα μάτια της που ήτανε υγρά. “Υπάρχει... Υπάρχει και καφές, υπάρχει και μουσακάς, αν ήθελες και κάτι για να φας”, του απάντησε.
“Ευχαριστώ! Μια κούπα με καφέ μονάχα”, της απάντησε. Την είδε να σηκώνεται και μ' ένα πανάλαφρο περπάτημα, να πηγαίνει στην κουζίνα. Πριν λίγες στιγμές, όταν εκείνη είχε σηκώσει το κεφάλι της, είχε παρατηρήσει τα μάτια της που γυάλιζαν και ήτανε υγρά· είχε καταλάβει ότι στα έγκατα της ψυχής εκείνης της γυναίκας, κάτι έβραζε, κάτι, που την προέλευσή του δεν μπορούσε να την εντοπίσει, μα καταλάβαινε ότι υπήρχε και την έκαιγε και την έκανε να είναι αναστατωμένη: Ίσως η μοναξιά, ίσως ο άνδρας της, ίσως οι σχέσεις της με τα παιδιά της· ίσως όλα αυτά μαζί, ίσως κι ακόμα κάτι· κάτι πολύ προσωπικό, κάτι συνδεδεμένο με την ύπαρξή της.
Κοιτάζοντας τους γοφούς της να ανεβοκατεβαίνουν κάτω από το νυχτικάκι της το ελαφρύ, καθώς εκείνη επέστρεφε στο σαλόνι κρατώντας στο 'να χέρι της την κούπα με τον καφέ για να του τον σερβίρει, εκείνος ένιωσε στην ατμόσφαιρα να υπάρχει κάποιου είδους ερωτισμός. Καθώς εκείνη έσκυψε για να ακουμπήσει εμπρός του τον καφέ, την παρατήρησε καλύτερα. Είχε μπροστά του ένα πλάσμα ποθητό και μελαγχολικό αντάμα. Την μια στιγμή την έβλεπε σαν μια γυναίκα - όνειρο, την άλλη σαν αγρίμι φοβισμένο: σαν μία γάτα που τη μια νομίζεις πως ειν' έτοιμη να σου επιτεθεί και την επόμενη στιγμή την νιώθεις να τρίβεται στα πόδια σου ζητώντας προστασία.
Μπορεί να ήταν όντως έτσι.  Πιο κοντά, όμως, τους έφερε μία κίνηση που έκανε η Δανάη: αντί να πάει και να ανάψει το φως, έφερε στο τραπεζάκι και άναψε δυο κεριά. Αυτή της η κίνηση πρόσθεσε στην ατμόσφαιρα κι άλλο ερωτισμό
Την ευχαρίστησε. Πήρε στα χέρια του την κούπα με τον καφέ και άρχισε να πίνει. Η Δανάη τον παρακολουθούσε. Στο μυαλό της ήλθε η αγκαλιά που της είχε δώσει καθώς χόρευαν στο πάρτι της Μαρίας· ήλθε η αίσθηση από τα δάκτυλά του που ακουμπούσανε και σέρνονταν επάνω στην σπονδυλική της στήλη . Είχε ανατριχιάσει - ήτανε το αγόρι της κόρης της, ήταν και αρκετά μικρότερός. Μάζεψε τα πόδια της πάνω στην πολυθρόνα που καθόταν. Από τη μια ήθελε να τον αγκάλιαζε και να τον γέμιζε με φιλιά, να γίνει ταυτοχρόνως για εκείνον μία μητέρα δεύτερη μα και μια ερωμένη, γνωρίζοντας πως η κόρη της δεν θα του έδινε ποτέ την πρέπουσα στοργή, αυτή που ολοκληρώνει μία σχέση. Από την άλλη όμως, χρειάζονταν δύναμη τεράστια για να ξεπεράσει τα ταμπού που μέσα της υπήρχαν.
Η Δανάη την καταλάβαινε την μοναξιά εκείνου του παιδιού και την συνέκρινε με την δικιά της: την μοναξιά της, την ζωή της που κινούνταν ανάμεσα σε απουσίες, τις ονειροπολήσεις, την τόλμη και την ατολμία της μαζί, την καθυστερημένη την ζωή της... 
Τράβηξε τα μαλλιά της προς τα πίσω. Ανάσανε βαθιά. Τέντωσε ύστερα τα χέρια της προσπαθώντας να ξεμουδιάσει. “Αν πεινάς, μην ντρέπεσαι μα μου το πεις, σου είπα πως υπάρχει νόστιμος μουσακάς μες στο ψυγείο”, του είπε. Ο Σωκράτης χαμογέλασε και της επιβεβαίωσε πως δεν πεινούσε, ψάχνοντας μες στο ημίφως από το δωμάτιο, μα βρει το βλέμμα της, να βρει το πρόσωπό της. “Πάντοτε έτσι ήσυχα είναι εδώ;”, την ρώτησε. Η Δανάη χαμογέλασε: “Εκτός απ' τις φορές που κάνει πάρτι η Μαρία”, του απάτησε. “Ε, δεν κάνει και συχνά”, επανήλθε ο Σωκράτης. 
Την έκανε να γελάσει. Την έκανε, ουσιαστικά, να παραδεχτεί , εμμέσως, ότι η ζωή της κινούνταν μέσα στην μοναξιά. Τότε εκείνος σηκώθηκε και πήγε κοντά της. Άρχισε να την τρίβει τους ώμους πάνω από το νυχτικό, προσπαθώντας να την ξεκουράσει· κι εκείνη του αφέθηκε, έχοντας μέσα της ανάγκη κάτι τέτοιο. Κόλλησε πάνω του. Ανάμεσά τους υπήρχανε μονάχα ρούχα: τα ρούχα του και το βαμβακερό το ύφασμα απ' το κοντό της νυχτικάκι.
Έκανε λίγο πίσω. Τέντωσε το κορμί της προς τα πάνω. Σήκωσε το δεξί της χέρι. Του χάιδεψε το μάγουλο. “ Είσαι καλό παιδί”, του είπε. Ύστερα έσμιξα ν τα στόματά τους, ταυτόχρονα με την δημιουργία μιας συνθέσεως από χάδια και αγκαλιές και από κάποια δάκρυα που έδειχναν συμπάθεια και πάθος. “Όχι τώρα, όχι εδώ”, του είπε σαν εκείνος αρχίνησε να της φιλά, επάνω από το νυχτικό, το στήθος. “Ναι, όχι εδώ, όχι τώρα”, επανέλαβε κι εκείνος, δίνοντάς της ένα τελευταίο υγρό φιλί.
Ύστερα σηκώθηκε και πήγε προς την μπαλκονόπορτα. Τον ακολούθησε κι εκείνη. Στάθηκε από πίσω του και τον αγκάλιασε. Ακούμπησε το κεφάλι της στην πλάτη του. Έκλεισε τα υγρά της μάτια. Στην αγκαλιά της ήταν εκείνος, ήταν και ο Αλέξανδρος, ήταν κι ολάκερή της η ζωή: Η ζωή που 'χε ονειρευτεί, η ζωή που δεν την έζησε ποτέ της. Ήθελε να μιλήσει· από το στόμα της δεν έβγαινε μιλιά. Μέχρι που γύρισε και την αγκάλιασε και κείνος. “Δεν ήταν λάθος”, της ψιθύρισε. “Ήτανε υπερβολικά πραγματικό - ειν' υπερβολικά πραγματικό, και η συνέχειά του, αν θα υπάρξει, ειν ' ένα θέμα της ζωής μας. Την αγαπώ, όμως, την Μαρία και να την αγαπώ θα συνεχίσω...”. “Να την αγαπάς την Μαρία. Να την αγαπάς πραγματικά. Να την αγαπάς πάρα πολύ ... -  εγώ ειμ' άλλο... Αν μετά το σημερινό υπάρξει κάποια συνέχεια, το ξέρει μόνο η ζωή μας και να το δείξει, μόνο αυτή υπάρχει που μπορεί”, του είπε και κινήθηκε προς τα πίσω, χαρίζοντάς του ένα χαμόγελο όλο μελαγχολία.
Τον συνόδεψε μέχρι την εξώπορτα. Έμεινε εκεί μέχρι που εκείνος χάθηκε στην σκοτεινιά του διαδρόμου. Όταν γύρισε στο σαλόνι, χάθηκε και εκείνη. Χάθηκε στον λαβύρινθο της μοναχικής της,  τής ζωής.Το δωμάτιο φωτίζονταν μόνο από τα δυο κεριά. Κοίταζε τις φλογίτσες τους, ένιωθε απ' την όψη τους εξαρτημένη. Ότι υπόλοιπο υπήρχε γύρω της, το 'χε σκεπάσει το σκοτάδι. Είχε καθίσει στον καναπέ και κοίταζε τις δυο φλογίτσες που τρεμοπαίζανε και άλλαζαν συνέχεια τα σχήματά τους, μοιάζοντας με μικρά φαντασματάκια.
Όντως, η συνέχεια των όσων είχε ζήσει εκείνο το απόγευμα ήτανε θέμα της ζωής της - ήτανε θέμα της ζωής, όπως και κάθε τι που βρίσκεται στο μέλλον.
ΑΠΌΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου