Δημοφιλείς αναρτήσεις

Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

Από το μυθιστόρημά μου: Δανάη


Βρέθηκε κάπου στην ανατολή, βρέθηκε εκει περίπου πριν έναν αιώνα. Ήταν και πάλι ξαπλωμένη. Ήτανε ξαπλωμένη σε κρεβάτι σε δωμάτιο πολυτελούς ξενοδοχείου εποχής... Οι τοίχοι από το δωμάτιο ήτανε καλυμμένοι με ταπετσαρίες μπεζ, που είχαν πάνω τους χρυσά αστράκια χαραγμένα. Απ' έξω άκουγε αργόσυρτους αμανέδες που τους τραγούδαγαν λεπτόφωνα αγόρια. Άκουγε και λαό – και μάζα να διαβαίνει. Άκουγε και ήχους αγοράς και απ' το βάθος την φωνή ενός μουεζίνη να ξεκινά μιας προσευχή προς τον Αλλάχ, μόλις σταμάτησαν ν' ακούγονται οι αμανέδες. Στο δωμάτιο κυριαρχούσε το μετάξι και η μυρωδιά λεβάντας. Κι εκείνη αφουγκράζονταν την εξωτερική ζωή. Προσπαθούσε μόνο με την ακοή να καταλάβει τι συνέβαινε απ' έξω. Ήτανε μόνο, ήτανε μόνη στη ζωή. Ήτανε χρόνια μόνη στην ανατολή, κλεισμένη μέσα σε εκείνο το χρυσό δωμάτιο – κι ήταν δική της η επιλογή: Ήτανε η δική της η επιλογή: ο φόβος. Ο φόβος να επιχειρήσει να ανοίξει εκείνη την μεγάλη την παράξενη την πόρτα (με τα χρυσά τα πόμολα) του δωματίου. Άρχισε να τραγουδάει με βραχνή φωνή ένα δικό της αμανέ:
“Γεννήθηκα και κλείστηκα μες στη ζωή την άδεια
Δεν είδα πως αφρίζουνε και φεύγουν τα ποτάμια.
Γεννήθηκα και κλείστηκα μέσα σ' ένα δωμάτιο
Και δεν μπορώ έξω να βγω, ούτε να δω τον Άγιο.
Φοβάμαι τέτοια την στιγμή, αν θα την δω να έλθει
Φοβάμαι να βρεθώ εμπρός στα παιδικά μου πένθη.”
Τραγούδαγε και δάκρυζε – κι αυτό θα πει ανατολή: δάκρυα, απουσίες, αναθέματα και χρόνοι που αργούν. Χρόνοι που καθυστερούν, γιατί στο βάθος κάποιος χάροντας παραμονεύει  - και ευτυχής αυτός που θα αργήσει να τον δει και να τον συναντήσει. Σταμάτησε να τραγουδά. Ο μουεζίνης είχε σταματήσει να προσεύχεται κι αυτός. Ακούστηκαν ήχοι από πέταλα αλόγων και έπειτα φωνές και οιμωγές ανθρώπων. Ανθρώπων άγνωστων . Ανθρώπων που πληρώναν ένα πάθος τους – μπορεί να το 'λεγαν αυτό ελευθερία. Κι εκείνη δεν ήξερε... Δεν ήξερε, όπως δεν ξέρουν τι συμβαίνει γύρω τους δισεκατομμύρια απλών ανθρώπων... Δεν ήξερε τι συνέβαινε γύρω της, δεν ήξερε τι συνέβαινε μέσα της: αυτές οι δύο άγνοιες συνέθεταν τον φόβο. Αυτόν τον φόβο που παρενέβαινε διαρκώς και δεν την άφηνε την πόρτα να ανοίξει.
Άρχισε να κλαίει. Έκλαψε πάνω στο κρεβάτι του ξενοδοχείου, έκλαψε και πάνω στο κρεβάτι που κοιμόταν καθημερινά. Έκλαψε στην Κωνσταντινούπολη του 1915, έκλαψε στην Αθήνα του 2015. Κι ήταν η ίδια. Η ίδια και η μοναξιά που ένιωθε, η μοναξιά που την ταξίδευε, η μοναξιά που μετέτρεπε το Είναι της σε ανατολή, που την μετέτρεπε σ' αντίκρισμα του πρώτου του φωτός από κάθε πρωί, που την μετέτρεπε να μάρτυρα της στιγμής που φτιάχτηκε ο κόσμος.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου