Δημοφιλείς αναρτήσεις

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Σχέδιο του πρώτου κεφαλαίου από το μυθιστόρημα που άρχισα να γράφω

(Σχέδιο του πρώτου κεφαλαίου από το μυθιστόρημα που ξεκίνησα να γράφω)
Βρυξέλλες, στο κεντρικό διαμέρισμα που έμενε μαζί με τη συμβία του τη Λία, ο Χρήστος μόνος του στεκόταν πίσω από τα διπλά τζάμια ενός από τα παράθυρα και κοίταζε τις ψιλές νιφάδες του πρώτου χιονιού εκείνης της χρονιάς που πέφταν ακανόνιστα παρασυρμένες από ένα ελαφρύ αεράκι που φυσούσε μόνο και μόνο για να διαφοροποιεί τις εικόνες κείνης της μέρας από εικόνες ημερών παρόμοιες  που ακολούθησαν και από άλλες οι οποίες είχανε προηγηθεί. Ο Χρήστος κοίταζε, ο Χρήστος σκεφτόταν: Στα τριάντα δύο του, ήδη πετυχημένος τεχνοκράτης. Πετυχημένος λόγω του ότι υπέγραφε. Υπέγραφε, επικυρώνοντας επιστημονικά αποφάσεις άλλων: ηγετών (για να μη φαίνοντ' οι δικές τους οι υπογραφές), απρόσωπων θεσμών, επιχειρηματιών με μάσκες. Υπέγραφε αυτός, υπέγραφε και η συμβία του, η ψυχρά όμορφη Λία, η συντρόφισσά του από το πανεπιστήμιο που, από αγριοκάτσικο, είχε μετατραπεί σ' αρχόντισσα κυρία. Υπέγραφε. Υπέγραφε να γίνει το νερό πιο σπάνιο, το γάλα πιο ξινό, οι διαδρομές πιο ακριβές και μετά υπέγραφε να γίνει το νερό ακόμα πιο σπάνιο, το γάλα ακόμα πιο ξινό κι οι διαδρομές πιο ακριβές ακόμα. Υπέγραφε και οι τύψεις μέσα του πολλαπλασιαζόταν με ταχύτητα καλπάζοντα καρκίνου. Γιατί,  καλή και η επιτυχία, καλή κι η άνετη ζωή, καλός και ο παραμυθένιος έρωτας - αλλά οι τρόποι που αποκτιούνται  ολ' αυτά, εντέλει σημαδεύουν και όταν τα σημάδια τους είν' από τα μέσα, είν' πιο επώδυνα για κείνους που τα έχουν γιατί, είναι δικά τους που να πάρει.
Κοίταζε το χιόνι, κοίταζε κάτω το δρόμο. Κάτω, πολύ κάτω - δωδέκατος όροφος γαρ. Άνθρωποι από δω, άνθρωποι από κει και αρκετά στολίδια• τα Χριστούγεννα δεν ήταν μακριά• Χριστούγεννα σε ξένο τόπο, Χριστούγεννα σαν ξένος• σαν ξένος, σαν άλλος, σαν όχι ο εαυτός του. 《Δεν είμ' εγώ αυτό το πράγμα, όχι δεν είμαι》ψιθύρισε. Είδε να σταματά στου δρόμου μια γωνιά ένα ταξί, να κατεβαίνει απ' αυτό ένα νεαρό ζευγάρι, να φεύγει το ταξί, να φεύγουνε κι εκείνοι. 《Πρέπει να φύγω》ψιθύρισε πιο σιγανά από πιο πριν. Περπάτησε ως το υπνοδωμάτιό του, φόρεσε το πανωφόρι του, το κασκόλ του, τον σκούφο του, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ο συμμετρικός τρόπος που έβγαιναν από τον σκούφο του οι μπούκλες των μαλλιών του τον έκανε να χαμογελάσει. Κατέβηκε, κατεβαίνοντας φόρεσε και τα γάντια του - τα χρόνια που 'χε στις Βρυξέλλες τον είχαν κάνει να αντέχει πιο εύκολα το κρύο, που λεν: είχε προσαρμοστεί. Και οι νιφάδες του χιονιού ήταν απ' της ξερές, από αυτές που τις απομακρύνεις από πάνω σου μόνο με ένα τίναγμα, απλά, χωρίς κόπο, χωρίς πολλή σκέψη, αντιδρώντας (που λέμε) φυσικά. Γιαυτό είχε κατέβει απ' το διαμέρισμα, γιατί κείνο το χιόνι δεν χρειαζόταν σκέψη για να αντιμετωπιστεί οπότε του 'μενε περίσσια σκέψης έτοιμη για να χρησιμοποιηθεί για ότι έπρεπε, για τον ίδιο, για το μέλλον του, για το στομάχι του που 'χε δεθεί τις τελευταίες μέρες.
Περνούσε μπρος από εστιατόρια, μπρος από ζαχαροπλαστεία απ' αυτά με τις περίφημες τις σοκολάτες, περνούσε μπρος από διαφόρους πειρασμούς - δεν πεινούσε κι άνοιγε το βήμα του, σταματώντας μόνο μπροστά από βιτρίνες κάποιων βιβλιοπωλείων και χαζεύοντας τα χρώματα και τις ζωγραφιές που είχαν πάνω τους οι τόμοι οι οποίοι ήταν απλωμένοι όμορφα εκεί. Και σκεφτόταν, συνέχιζε να σκέφτεται: της αρχές που είχε λάβει από την οικογένειά του, τον τίμιο αστυνόμο τον πατέρα του, την αγωνίστρια του δικαίου δικηγόρο τη μητέρα του, τα παιδικά του χρόνια - όχι, δεν ήταν πια ο ίδιος: Σκέφτονταν, και οι τύψεις του μεγάλωναν και πολλαπλασιάζονταν, κάνοντάς τον να αισθάνεται όλο και πιο στριμωγμένος. 《Πρέπει να φύγω》επανέλαβε, περνώντας από μια διάβαση στην άλλη τη μεριά ενός μεγάλου δρόμου:
《Υποτίθεται έχουμε γεννηθεί για να 'μαστε ότι είμαστε. Όμως, ύστερα απ' τη γέννηση, αμέσως ξεκινούν τα ξεπουλήματα - μην είναι η ζωή αυτό το πράγμα; Κι αν είν' αυτό το πράγμα η ζωή, είναι σωστό να είναι έτσι; Και τι είναι το σωστό; Γιατί για τον καθένα από μας να είν' σωστό εν' άλλο πράγμα; - Ερωτήσεις, ερωτήσεις, ερωτήσεις. Κι αν παραμένει κανείς πιστός στις ίδιες απαντήσεις, τον λένε και μαλάκα οι πολλοί και τον καταδικάζουν》είπ' από μέσα του ο Χρήστος λίγο πριν σταματήσει μπρος από ακόμα μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου η οποία ήταν στολισμένη και αυτή για τα Χριστούγεννα. Περίπου ένα ολόκληρο δεκάλεπτο σταμάτησε εκεί, το πέρασε διαβάζοντας σχεδόν όλους τους τίτλους των βιβλίων που υπήρχαν στη βιτρίνα. Ακολούθως περπάτησε για άλλο ένα δεκάλεπτο πάνω σε κάποια από τα πεζοδρόμια των Βρυξελλών, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει τη σημασία που 'χουνε οι δρόμοι για αυτό που λέμε καθημερινότητα, το πόσο δεν τους υπολογίζουμε πριν από αποφάσεις μας, αποφάσεις μας για θέματα που μάς αφορούν, για θέματα που είναι κρίσιμα για όλους.
Βρήκε μία μικρή πλατεία, κάθισε σ' ένα από τα παγκάκια της, σκουπίζοντας από πάνω του το χιόνι - μη όμως τινάζοντας από πάνω του πια το άλλο χιόνι, αυτό που έπεφτε, που σκάλωνε στο πανωφόρι του, στον σκούφο του, στο κασκόλ του, στα μαλλιά του. 《Άραγε ύστερα από ώρα θα μοιάζω με χιονάνθρωπο;》αναρωτήθηκε ξανά κι άρχισε το περπάτημα και πάλι, το περπάτημα, το όχι ψέμα, την πιο σκληρή αλήθεια που υπάρχει: το περπάτημα πάνω σε πεζοδρόμια και δρόμους που σαπίζουν, που είν' υγροί, που είναι καθαρή πραγματικότητα, χωρίς προσμίξεις, χωρίς δασείες να αλλάζουν προφορές - γιατί οι προφορές, αλλάζοντας, αποπροσανατολίζουν: Δρόμοι με δέντρα, δρόμοι όπως τα δέντρα, με διακλαδώσεις, με την τύχη να αναπαύεται  σε κάποια από τα κλωνάρια τους, με τη ειρήνη να περνά και να γαντζώνεται σε κάποια απ' αυτά σαν εν' αποδημητικό πουλί - ύστερα φεύγει, χάνεται, κανείς δεν ξέρει το πού βρίσκεται, αν ζει ή, αν συνεχίζει τις αναζητήσεις της κάπου σε κάποιον Άδη. 
Συνέχιζε να σκέφτεται, σκεφτόταν πια τη Λία και τις δικές της λογικές, τις όποιες αρετές και τα μειονεκτήματά της: ψυχραιμία, γνώσεις, ομορφιά, κομφορμισμός, εξάρσεις, αμφιβολία, επαναστατικότητα με ημερομηνία λήξεως, απάθεια κι εγωισμός. 《Άλλαξε και η Λία, μεταμορφώθηκε》 ψιθύρισε. 《Άλλαξε, και πώς να της το πω; Δεν πρόκειται να καταλάβει: Όταν βολεύονται, οι πιο πολλοί απ' τους ανθρώπους δεν καταλαβαίνουν. Δεν καταλαβαίνουν, ούτε ότι αυτοπληγώνονται, ούτε ότι λερώνονται, ούτε ότι αργά, πολύ αργά ή γρήγορα θα τους δείξουν με το δάχτυλο κι αυτούς όπως και τόσους άλλους》 συνέχισε, κατανοώντας ότι μία απόφαση να αλλάξει τη ζωή του, θα σήμαινε και χωρισμό, και κόντρα του με τη Λία, τον φοιτητικό του έρωτα που 'χε μετατραπεί σε σχέση: Πικρό χαμόγελο τον βρήκε, δεν άντεχε να μην είναι ότι είναι κι ήταν πια έτοιμος να επαναστατήσει, να γίνει πρόσωπο, να καθαριστεί, να καθαριστεί ακόμα κι αν χρειαζότανε να απομονωθεί και να τον πουν και βλάκα: Πληρώνεται η συνέπεια στις μέρες μας, πληρώνεται η ύπαρξη συνείδησης, είν' αγαθά από τα ακριβά, χρεώνουν διαφορετικά, χρεώνουν απομόνωση και ξεχρεώνουν τύψεις.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου