Δημοφιλείς αναρτήσεις

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ "ΣΑΝΤΡΑ"


"Από το μυθιστόρημα Σάντρα"
Σαν τέλειωσε κείνο το παιχνίδι της με τη μνήμη, κατάλαβε πως για το Πάσχα που πλησίαζε δεν θα της έμενε κι εκείνης τίποτα πέραν της μοναξιάς της ή και της εργασίας της. Ούτε καν ένας πόνος που να την τσιγκλάει  και που να της δημιουργεί μια προσμονή τερματισμού του, ούτε βεβαίως και φίλοι που με τα τηλεφωνήματά τους να της αναστατώναν τον ρυθμό. Κοίταξε τον Αλέξη μες στα μάτια, ίσως σ' αυτά είδε κάτι από τον δικό της εαυτό. Εκτίμησε τη θέση του, μέτρησε και τη θέση τη δικιά της. Πήρε μία βαθιά ανάσα:
《Τι θα 'λεγες να το περάσουμε μαζί αυτό το Πάσχα;》 του είπε.
《Και δεν εννοώ μόνο τη Λαμπρή μα όλες τις ημέρες》 συμπλήρωσε.
《Μα πώς;》είπε απορημένος ο Αλέξης.
《Να, θα βγαίνουμε μαζί:   για καφέ, για φαγητό, για ότι άλλο. Θα πάμε σινεμά, θα παίξουμε, θα περπατήσουμε παρέα. Αν θέλεις μπορείς να έρχεσαι στο σπίτι μου και να μιλάμε》του αποκρίθηκε η Σάντρα.
Ο Αλέξης γέλασε. Γέλασε πιο πολύ με τον τρόπο που του μιλούσε και του παρουσίαζε τις προτάσεις της, ο οποίος έμοιαζε με τρόπο μιας παιδούλας. Γελούσε, είχε γοητευτεί από εκείνη. Βέβαια του χαλούσε τα μοναχικά του σχέδια. Από την άλλη όμως ήτανε η προτάσεις της μία απρόσμενη διέξοδος προς μια συντροφικότητα, έστω και πρόσκαιρη, έστω και με την ύλη της να είναι περιορισμένη.
《Γιατί όχι》της απάντησε κι ύστερα άρχισε να μονολογεί:
《Δεν είμαι από δω. Όχι, δεν είμαι από δω κι εγώ. Και αν γεννήθηκα, κι αν κατοικώ εδώ, αυτός ο τόπος με μισεί, δεν με χωράει. Δεν ξέρεις πόσο όμορφα είν' όταν φεύγω. Όμως δεν γίνεται να μη γυρνώ, να μην επιστρέφω. Παλιά πονούσα κάθε φορά που συναναστρεφόμουν ντόπιους  -  ύστερ' απομονώθηκα, έφτιαξα τον προσωπικό μου κόσμο. Γνώρισα μέσω διαδικτύου ανθρώπους από μακριά, ανθρώπους αξιόλογους, ανθρώπους με τους οποίους επικοινωνώ και αδιαφορώ για όσους αδιαφορούν για μένα κι ας είναι ντόπιοι. Έτσι, συνήθως, σε περιόδους εορτών μένω μονάχος  -  οι λιγοστοί κοντινοί μου φίλοι έχουν υποχρεώσεις》
Ακούγοντάς τον η Σάντρα έκανε μία σύγκριση της ζωής του με την παρελθούσα της ζωή. Διαφορές και ομοιότητες μονομαχούσαν: Το οικειοθελές του κλείσιμο με τα ανοίγματά της λόγω της ιδιότητας της πόρνης, η μοναξιά του με τη μοναξιά της, οράματα που ήτανε και για τους δυο κοινά και προς το τέλος:   η πραγματικότητα, η ποιότητα, οι αντιστάσεις και των δυο με την προστυχιά της σύγχρονής μας, υποτίθεται, κοινωνίας.
《Δηλαδή είμαι στην είσοδο τους προσωπικού σου κόσμου;》τον ρώτησε κοιτάζοντάς τον μες στα μάτια.
《Ύστερ' από πολλές συμπτώσεις》της αποκρίθηκε, με τη φωνή του να 'χει αποκτήσει μία βελούδινη χροιά.
《Θέλεις να περπατήσουμε λιγάκι;》του πρότεινε.
《Γιατί όχι》 της αποκρίθηκε και έκανε να σηκωθεί.
Τον ακολούθησε. Βρεθήκανε να διασχίζουν την πλατεία, να βλέπουν να 'χουν σχεδόν ολοκληρωθεί οι ζωγραφιές  που κάναν στην πλατεία τα παιδιά κι απέναντι, από την εκκλησία να εξέρχεται πλήθος από ανθρώπους.
Περπατώντας  ένιωθαν και οι δυο διαφορετικά κι αυτό τους έκανε να βλέπουνε διαφορετικά τον  κόσμο. Η ύπαρξη του ενός δίπλα στον άλλο εξουδετέρωνε τις όποιες αρνητικές θύμισες υπήρχανε στις ψυχές τους  οι οποίες προέρχονταν από δρόμους  κι από αντιπαθητικούς ανθρώπους που είχαν στις ζωές τους συναντήσει.
《Όταν κανείς έχει στο πλάι τους κάποιον που γίνεται δικός του, όλα αλλάζουν, όλα περνούν σε μιαν άλλη διάσταση  -  γίνονται διαφορετικά, εξουδετερώνονται αρνητικές δυνάμεις και επιδράσεις, γίνεται πιο ωραία η ζωή》 σκέφτηκε ο Αλέξης.
Ίσως, μόλις τότε, είχε αρχίσει να κατανοεί την αξία της συντροφικότητας, ίσως, μόλις τότε, είχε αρχίσει να ορίζει το τι είναι ομορφιά. Σκέψεις παρόμοιες έκανε και η Σάντρα  -  αν και εκείνης οι αναζητήσεις αυτού του τύπου είχανε ξεκινήσει πιο νωρίς. Πιο νωρίς γιατί, δουλεύοντας ως πόρνη και συναναστρεφόμενη αστούς είχε αρχίσει να ζηλεύει. Εκείνη ήτανε πάντοτε η άλλη, η “εταίρα”, το συμπλήρωμα, το υλικό για να ξεσπά επάνω του κάθε τυχαίος άνδρας - κι οι συντροφιές τους ήτανε, εκ των πραγμάτων, πάντοτε πρόσκαιρες με όριό τους να 'ναι το κρεβάτι•   ένα κρεβάτι, ένα οποιοδήποτε κρεβάτι, έναν θεσμό φτιαγμένο για πουτάνες.
Καθώς περπατούσαν, εκείνη κοίταζε τους ανθρώπους οι οποίοι βρισκότανε τριγύρω. Κοίταζε αν την κοίταζα, παρατηρούσε πώς την κοίταζαν, το έψαχνε καλά. Το έψαχνε, το τολμούσε. Το τολμούσε, ξεπερνώντας παρελθοντικές της στιγμές κατά τις οποίες η ντροπή για ότι έκανε δρούσε εντός της αποτρεπτικά, ως κλείσιμο ή ως αποφυγή.  Θα μπορούσε κανείς να πει ότι μια αίσθηση ελευθερίας είχε μπορέσει να διαπεράσει την ψυχή της, επουλώνοντας κάποια από τα τραύματά της. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ένιωθε κάποια περηφάνια γιατί βρισκόταν δίπλα σε έναν άνδρα χωρίς την ιδιότητα της πόρνης, δίπλα σε έναν άνδρα σοβαρό και δύσκολο, και επιτέλους δίπλα σε έναν άνδρα ο οποίος ήτανε αδέσμευτος κι έδειχνε για εκείνη κάποιο ενδιαφέρον.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου