Δημοφιλείς αναρτήσεις

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ (Από το μυθιστόρημά μου : Μαρίνα)


ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ (Από το μυθιστόρημά μου : Μαρίνα)
Δεκαπενταύγουστος. Μέρα αργίας· μέρα που πάντοτε επάνω της κουβαλάει μια παραξενιά. Για μένα, από παιδί, η μέρα αυτή ήταν ένα όριο. Ίσως ήταν το όριο κάθε χρονιάς. Κάποτε είχα σκεφτεί ότι αυτή η μέρα, ίσως θα έπρεπε να αντικαταστήσει την Πρωτοχρονιά.
Θυμάμαι, ότι έτσι δεν ένιωθα μόνο εγώ, αλλά και άλλα από τα παιδιά, που μεγαλώναμε μαζί - και πρώτα από όλα τα παιδιά η Μαρίνα.
Δεκαπενταύγουστος: ημέρα στο μεταίχμιο μιας συνολικής αλλαγής διάθεσης, προσδοκιών, καθημερινότητας, ονείρων. Το καλοκαίρι, τα όνειρα βλέπουν μπροστά· μετά τον Δεκαπενταύγουστο, τα όνειρα αποκτούν ένα ρόλο αναδρομικό και αναφέρονται πιο πολύ στις όμορφες στιγμές του παρελθόντος.
Για μας τότε ήταν μια μέρα άδεια - η τελευταία άδεια μέρα. Οι διακοπές μας τελειώνανε εκεί. Και από την επόμενη ημέρα, μια αντίστροφη μέτρηση και μια πορεία άλλη ξεκινούσε: εγγραφές στα φροντιστήρια, πρώτα μαθήματα εκεί, αγορές τετραδίων, μολυβιών, βοηθητικών βιβλίων. Συναντήσεις με συμμαθητές, που ένας - ένας γύριζαν απ' τα χωριά τους,ανταλλαγές εμπειριών: "πώς πέρασες;" - "πώς πέρασα"· σήμερα πράγματα ίσως κάπως βαρετά, μα τότε για εμάς, πράγματα σπουδαία, πράγματα που από μέσα τους ουσιαστικά διαμορφώνονταςνη κοινωνική μας ολοκλήρωση.
Όμως η μέρα του Δεκαπενταύγουστου ήταν κενή, όπως κενή είναι και κάθε μια αργία. Κάθε ημέρα, όπου οι άνθρωποι απέχουν ουσιαστικά από την λειτουργία της. Και πιο πολύ κενή, όταν οι πιο πολλοί από τους ανθρώπους απουσιάζουν, όπως ακριβώς σ' αυτή εδώ τη μέρα, που βρίσκει εντός της πόλης ελάχιστους, και που οι πιο πολλοί από αυτούς, ειν' μες στα σπίτια τους κλεισμένοι - οι άλλοι έχουνε διασκορπιστεί σε θάλασσες, βουνά και πανηγύρια...
Εμείς ήμαστε πάντοτε εδώ τέτοια ημέρα. Μικρά παιδιά σαν ήμαστε, μας κέρδιζαν τα παιχνίδια - τα δίναμε όλα, μέχρι εξάντλησης, μέχρι της ύστατης πνοής. Μετά μας κέρδιζαν οι συζητήσεις, ένας απογευματινός περίπατος και στο τέλος ένα βραδινό σινεμαδάκι, στον θερινό τον κινηματογράφο, όπου βρισκόταν στην ταράτσα ενός από τα μεγάλα κτίρια που ήτανε στην γειτονιά - τώρα πια εκεί δεν είναι τίποτα...
Τα λέγαμε. Υπήρχαν και στιγμές όπου μελώναμε - και να τα πείσματα και να οι ζήλιες. Μια φορά δεν της μιλούσα. Είχα πεισμώσει. Πίστευα ότι με παραμελούσε· ήταν η εποχή, που η Μαρίνα είχε αρχίσει να ανοίγεται προς όλους τους αρσενικούς, που έβλεπε τριγύρω - ή έτσι πίστευα εγώ. Περπατούσαμε· κάναμε τον απογευματινό, Δεκαπενταυγουστιάτικο περίπατο μας. Κάπου κοντά στο γήπεδο και μπρος σε έναν φρεσκοποτισμένο κήπο , σταμάτησε.
"Γιατί δεν μου μιλάς", μου είχε πει.
"Έτσι...", της είχα απαντήσει, με ύφος όλο πείσμα.
Άρχισε να κλαίει. Την κοίταζα μ' απορία. Ξαφνικά μου έδειχνε την αδύνατη πλευρά του χαρακτήρα της. Όχι, δεν ήταν αυτό ένα κλάμα διεκδίκησης. Ήταν ένα κλάμα όλο παράπονο, μπορεί και τύψεις.
Την είχα πιάσει, θυμάμαι, από τους ώμους.
"Μην κλαις", της είχα πει.
Τότε εκείνη με πλησίασε, ένιωσα την αναπνοή της. 'Ητανε και πολύ ζεστή η μέρα. Ήτανε ίσως μία από τις πιο ζεστές στιγμές της ζωής μου. Ήταν ένα φιλί - ήτανε το φιλί...
"Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, σ΄αγαπώ...", έλεγε και ξανάλεγε, όσο δεν με φιλούσε, σαν να ήθελε να επικυρώσει εκείνο το "για πάντα", που μου είχε πει, όταν και οι δυο μας ήμαστε μικροί.
Κι όμως, δυο - τρία χρόνια μετά εκείνον το Δεκαπεντάυγουστο είχαμε πια χαθεί. Ήμαστε πια αλλού, τραβώντας ο καθένας μας μια γραμμή διαφορετική - μία γραμμή δική του.
Σήμερα ξύπνησα νωρίς. Έκανα ένα ντουζ. Η μέρα έδειχνε ότι θα ήτανε ζεστή απ' το πρωί. Έκανα καφέ. Βγήκα στο μπαλκόνι. Στην αγορά, τα πάντα νεκρά, κενά· σκεπασμένα μ' ένα αόρατο πέπλο μίας μελαγχολίας. Μόνο η κυρία Βαγγελιώ και η κυρία Θεοδώρα, οι θεούσες της γειτονιάς, γυρίζανε από την εκκλησιά, έχοντας τα χέρια τους, μ' αντίδωρα γεμάτα: για τους συζύγους, για τα παιδιά, για τα εγγόνια. Είχαν φροντίσει να πάρουν αντίδωρα για όλους, δρώντας ουσιαστικά ως αντιπρόσωποι των οικογενειών τους, στον οίκο του Θεού.
Τις χαιρέτησα. Μου ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό. Προσφέρθηκαν να δώσουν και σε μένα ένα αντίδωρο. Η κυρά Θοδώρα μου το έφερε στις σκάλες - την ευχαρίστησα.
Δεν θα μπορούσα να το αρνηθώ. Αυτός ο κόσμος των γιαγιάδων, είναι το κάτι άλλο. Τα εξηγεί όλα με μέτρο τον Θεό. Συχνά μπορεί από το στόμα τους να ακούσει κανείς αφορεσμούς τύπου: "απ' τον Θεό να το βρει..." ή "έχει ο Θεός...". Αφορεσμούς όμως ειπωμένους με τόση γλύκα, που τελικά γίνονται κάτι το αγαπητό, μα στην ζωή μας σπάνιο.
Ήταν και η κυρία Δέσποινα, από το διπλανό το διαμέρισμα, που βγήκε στο μπαλκόνι της κάποια στιγμή, και μαζί με τα χρόνια πολλά, μου έτεινε ένα πιατάκι με γλυκό του κουταλιού.
"Καρυδάκι αγόρι μου! Μόλις το έφτιαξα για τα εγγονάκια μου. Πάρε και συ να δοκιμάσεις· έτσι, για το καλό".
Πήρα το πιατάκι, δοκίμασα.
"Γεια στα χέρια σου κυρία Δέσποινα. Να είσαι καλά και να σε χαίρονται τα εγγονάκια σου", της είπα και της επέστρεψα το πιατάκι, για να δεχθώ από τα χείλη της έναν καταιγισμό ευχών και φράσεων όλο γλύκα.
Αυτός είναι ο όμορφος ο κόσμος. Αυτόν τον κόσμο αγαπώ. Κατάφερα την κυρία Δέσποινα και μου πόζαρε όλο χαρά κρατώντας ένα από τα βαζάκια με το γλυκό στα δυο της χέρια.
Ύστερα μπήκα μέσα. Ξάπλωσα και άρχισα να καταστρώνω σχέδια για το απόγευμα - για το βραδάκι. Ο περίπατος που θα κάνω, οι φωτογραφίσεις, η ώρα, η διαδρομή, ήτανε μέρη των σκέψεών μου. Πήρα τις αποφάσεις μου, και να 'μαι τώρα, με ένα μικρό τσαντάκι στον ένα μου τον ώμο, και στο ένα μου το χέρι την φωτογραφική μου μηχανή.
Είναι αρχή απογεύματος. Κάνει πολύ ζέστη. Φοράω μια βερμούδα κι ένα μπλουζάκι· στα πόδια μου παπούτσια αθλητικά. Έχω το κεφάλι ξέσκεπο έχοντας αφήσει τον όποιο ρόλο προστασίας στα μαλλιά μου και έχω κατέβει... Όλα τα μαγαζιά στην αγορά είναι κλειστά - ακόμη και τα πιο πολλά απ' τα φαγάδικα, μα και τα καφενεία. Είναι η απόλυτη μέρα αργίας. Σκέφτομαι ότι οι αργίες, είναι ίσως οι μέρες, που λειτουργούν μόνο τα πνεύματα· τα πνεύματα τα ελεύθερα· τα πνεύματα αυτών που βλέπουνε τον κόσμο μ' άλλα μάτια.
Παίρνω τον δρόμο προς την κεντρική πλατεία. Οι πιο πολλές από τις βιτρίνες των μαγαζιών, είναι σκεπασμένες με τεράστια πανιά. Προφανώς οι μαγαζάτορες πρόβλεψαν την ζέστη την πολλή και θέλουνε με τα πανιά να προστατέψουν τα εμπορεύματα, που 'χουν εκτεθειμένα.
Αυτό όμως κάνει την διαδρομή για μένα να είναι τελείως αδιάφορη. Μα δεν αργώ και φτάνω στην πλατεία. Η περιφερειακή ύπαρξη των δέντρων και το πλακόστρωτο στο κεντρικό της το μέρος, κάνουν την ζέστη που υπάρχει, να γίνεται πιο μεγάλη.
Σώζεται όμως η κατάσταση από το συντριβάνι. Ένα συντριβάνι παράξενο, όμοιο με τάφο από κάποιον Φαραώ. Παλιά ήταν διαφορετικό, απλό, στρογγυλό - γύρω του παίζαμε κυνηγητό με την Μαρίνα, πότε πέφτοντας εγώ και πότε εκείνη, ακούγοντάς τα από τους δικούς μας, μα συνεχίζοντας· και συνεχίζοντας, μέχρι να φτάσουμε στα σπίτια μας γεμάτοι αίματα και σκόνες. Κοιτάζω το συντριβάνι Θυμάμαι. Μπορεί να 'χει αλλάξει, αλλά για μένα συμβολίζει ακόμη και σήμερα, την εποχή εκείνη την καλή.
Υπάρχουν γύρω από το συντριβάνι αρκετά περιστέρια. Με τις μυτούλες τους προσπαθούν να υποκλέψουν κάποιες από τις σταγόνες που πετάγονται εδώ - εκεί. Δείχνουν να τα καταφέρνουν. Η ζέστη δημιουργεί συχνά τριγύρω σκηνικά όμοια με αυτό.
Πλησιάζω τον συντριβάνι πατώντας στις μύτες. Καταφέρνω και το φωτογραφίζω. Το φωτογραφίζω να έχει επάνω του τα περιστέρια κρεμασμένα. Κρεμασμένα σαν κάποιους φυγάδες, που 'χουνε κρεμαστεί στο τελευταίο τρένο, στην γραμμή της σωτηρίας.
Κοιτάζω τις καφετέριες. Τραπέζια και καρέκλες είναι εμπρός τους, σε σειρές. Είναι εκατοντάδες, είναι τα πάντα σχεδόν άδεια. Στην μια γωνία της πλατείας, κάτω από τα πλατάνια, εκεί που ειν' η πιάτσα των ταξί, ειν' αραγμένοι τρεις ταξιτζήδες, που κάνουνε ίσως μία από τις πλέον βαρετές τους βάρδιες.
Από την άλλη μεριά ειν' μια σειρά από αγάλματα. Γύρω από τ' αγάλματα υπάρχουνε λουλούδια και γρασίδι· και στις δυο πλευρές απ' την πλατεία, που ουσιαστικά συμβολίζουν: η μία την ανατολή και η άλλη την δύση, ειν΄ τα μεγάλα δέντρα φυτεμένα.
Όταν τα είχανε φυτέψει, ήμουν παιδί, ήμουνα στο δημοτικό. Σήμερα ειν' τεράστια, είναι ψηλά, σχεδόν όσο ο τρίτος όροφος από τις πολυκατοικίες. Τις πολυκατοικίες, που τα κυκλώνουν, τις πολυκατοικίες που κυκλώνουν την πλατεία, που μας κυκλώνουν όλους, που κυκλώνουν τις ζωές μας, που μας πνίγουν.
Ο ήλιος είναι ακόμη ψηλά. Αποφασίζω να πιω έναν εσπρέσο. Αφού βγάζω κάποιες φωτογραφίες: τις καφετέριες, τα δέντρα, τα αγάλματα, τα λουλούδια, και την πλατεία όλη - επιλέγω μια καφετέρια και κάθομαι... Επιλέγω την θέση, ώστε να μπορώ να βλέπω από εδώ την πλατεία σχεδόν στο σύνολό της. Παραγγέλνω ζεστό εσπρέσο. Ζεστό, κι ας είναι καλοκαίρι· έτσι, σαν μία πρόκληση, ίσως σαν κάποιο ξόρκι.
Απέναντί μου η πολυκατοικία με τα τζάμια. Θυμάμαι σαν την φτιάξανε, που φιλοξενούσε γραφεία από μεγάλες εταιρίες - στα παιδικά μας τα μάτια, τότε, ήτανε κάτι το εντυπωσιακό αυτό το χτίσμα με τα τζάμια· κοιτάζαμε την πολυκατοικία με δέος όταν περνούσαμε από κάτω. Σήμερα οι μεγάλες εταιρίες έχουν φύγει. Πάνω της, τα πιο πολλά από τα γραφεία είναι κενά. Μόνο κάποια φροντιστήρια έχουνε απομείνει εκεί να λειτουργούν και κάτω, καφετέριες...
Φωτογραφίζω την πολυκατοικία με τα τζάμια. Φωτογραφίζω και τις άλλες. Εκείνες παρότι όταν γίνανε, δεν ήτανε τόσο εντυπωσιακές, δεν έχουν παρακμάσει όσο ετούτη.
Ο καφές έρχεται , μαζί και το ποτήρι με το νερό. Τα καταναλώνω σχετικά αργά, παρακολουθώντας τις σκιές από τα κτίρια, τα δέντρα, τα αγάλματα, να μετακινούνται, να μεγαλώνουν, να γίνονται πιο σκούρες, και πιο έντονες.
Κάτι με ενοχλεί. Ψάχνω να βρω κάποια σημάδια, κάποιες δικαιολογίες. Πώς αναπτύχθηκε ο πόλη τόσο λάθος; Αναπτύχθηκε η πόλη λάθος; Ή δεν υπήρχανε διαφορετικές επιλογές; Πάντα υπάρχουν και διαφορετικές επιλογές· και πάντοτε πίσω ο χρόνος δεν γυρίζει. Πληρώνω τον καφέ και παίρνω τον πεζόδρομο τον κεντρικό - στόχος μου η άλλη η πλατεία και το πάρκο.
Ο ήλιος έχει λιγάκι χαμηλώσει. Και στον πεζόδρομο τα πιο πολλά τα μαγαζιά ειν΄ καφετέριες. Η άλλη η πλατεία ειν' αρκετά κοντά. Φτάνω. Γύρω και απ' αυτή υπάρχουνε πολυκατοικίες - ο θρίαμβος της αντιπαροχής. Στο δεξί μου χέρι ειν' το μεγάλο άγαλμα του ήρωα. Στα γρήγορα το φωτογραφίζω. Τα παρτέρια με το γκαζόν, που υπήρχανεπαλιά, και παίζαμε και κυλιόμαστε εκεί μαζί με την Μαρίνα, πια δεν υπάρχουν. Κι εδώ υπάρχουνε πλάκες, τσιμέντο και τραπεζοκαθίσματα παντού - εδώ επικρατούνε τα φαγάδικα των καφετεριών, ίσως λόγω του πάρκου.
Φωτογραφίζω τις πολυκατοικίες, που ειν' από τις πρώτες που 'γιναν στην πόλη και που μοιάζουν με κουτιά, φωτισμένα εντελώς παράξενα από το φως του ήλιου, που έρχεται από χαμηλά - ειν' πιο σκληρό, αυξάνοντας τις αντιθέσεις.
Γυρίζω αριστερά, περνώ μέσα στο πάρκο. Από τα πυκνά φυλλώματα των δέντρων, ακούγονται οι φωνές από αμέτρητα πουλιά να κελαηδούν. Θυμάμαι, πως έτσι κάνανε και τότε τα πουλιά κάθε απόγευμα· λίγο πριν φτάσει η νύχτα, μαζευόντουσαν πάνω στα δέντρα και κελαηδούσαν συνεχώς μέχρι να σκοτεινιάσει. Το είχε παρατηρήσει πρώτη η Μαρίνα - της άρεσε ο θόρυβος αυτός πολύ, γιαυτό και με παράσερνε σε βόλτες τ' απογεύματα στο πάρκο.
Κάποιες μητέρες σέρνουνε καροτσάκια παιδικά. Κάποια παιδιά πηγαίνουν προς την παιδική χαρά, κάποια που έχουν ήδη φτάσει, παίζουν. Φωτογραφίζω τα δέντρα, τα λουλούδια, τα παγκάκια. Βλέπω το παλιό, το μικρό άγαλμα του τοπικού ήρωα· σε αντίθεση με το μεγάλο της πλατείας, που είναι πεντακάθαρο και φωτισμένο, να είναι βρώμικο, να είναι βαμμένο· να είναι βαμμένο με μπογιές, να έχει πάνω του γραμμένα πάνω του, κάθε λογής συνθήματα. Αυτό θα πει αντίθεση, αυτό δείχνει πως η ζωή είναι διπρόσωπη, και μοιάζει με τον Ιανό, ή με κάποια από τις μορφές της τράπουλας. Από την μία η δόξα, από την άλλη η χλεύη· κι ανάμεσά τους να ειν' ο χρόνος που κυλά.
Φωτογραφίζω και κάποια από τα δέντρα· ορισμένα από αυτά ειν' τυλιγμένα με κισσούς και με άλλα αναρριχώμενα φυτά.
Μια γυναίκα περνάει. Είναι μεταξύ τριάντα πέντε και σαράντα ετών. Ειν' όμορφη, όμως η ομορφιά της δεν βγαίνει μέσα από κάποιου είδους πρόκληση, αλλά από μια σοβαρότητα, που την εκπέμπει προκαλώντας μ' ένα δικό της τρόπο, πιο ουσιαστικό, θα έλεγα, πιο διαχρονικό.
"Σταθείτε", της φωνάζω.
"Σ' εμένα μιλάτε;", μου απαντά.
Τρέχω κοντά της βιαστικά. Της εξηγώ ποιος είμαι και τι κάνω. Της ζητώ να γίνει το μοντέλο μου, για μια φωτογραφία. Με κοιτά παράξενα. Αυτό είναι κάτι λογικό. Τελικά δέχεται. Την βάζω να καθίσει σ' ένα παγκάκι, την τοποθετώ ώστε να "γράφει ", όλη αυτή την σοβαρή και την σεμνή της ομορφιά, σ' ένα μεγάλο πλάνο. Μία αναπνοή, ένα δευτερόλεπτο σιωπής, κι αυτό ειν' όλο.
"Αυτό ήταν - ελεύθερη", της λέω.
"Ελεύθερη;", μου απαντά κοιτάζοντάς με μ' απορία.
Την κοιτάζω· κάνω έναν μορφασμό, που προσπαθεί να δείξει κάτι μεταξύ απορίας και ειρωνείας. Κάνω κάτι σαν υπόκλιση, κι εκείνη, χαμογελώντας μου για πρώτη φορά, μα και για τελευταία, φεύγει, απελευθερώνοντας και μένα από αυτή την παράξενη διαδικασία διαλόγου, που είχε σαν μόνο του στόχο: μία φωτογραφία, μία στιγμή, έναν συμβολισμό.
Προχωρώ προς το πίσω μέρος από το πάρκο. Περνώ την παιδική χαρά και το αναψυκτήριο. Εμπρός μου μόνο δέντρα. Λίγες οι φωτογραφίες που βγάζω εδώ, Οι ήχοι των πουλιών δυναμώνουν. Δεν ξέρω αν ειν' χαρμόσυνοι - αν ειν' λυπητεροί.
Φτάνω στην πίσω πόρτα από το πάρκο. Βγαίνω εκτός του. Περπατώ στο πεζοδρόμιο. Δίπλα μου ο δρόμος είναι ταχείας κυκλοφορίας. Κινούμαι παραλλήλως με το πάρκο. Φτάνω στην ανατολική του την πλευρά - εκεί που τελειώνει. Περνώ τον κάθετο τον δρόμο και βρίσκομαι απέναντι. Θυμάμαι πως τα χρόνια τα παλιά ο δημοτικός ο φωτισμός της πόλης τελείωνε κάπου εδώ. Θυμάμαι ακόμη, που ο πατέρας μου όταν φτάναμε σε αυτό το σημείο, τις νύχτες που πηγαίναμε στο σπίτι της γιαγιάς μου, που έμενε λίγο πιο πέρα, άναβε ένα πλακέ φακό που είχε πάντοτε μαζί του, για να μπορούμε να βλέπουμε μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι της γιαγιάς.
Προς το γήπεδο κινούμαι τώρα. Οι πολυκατοικίες συνεχίζουν να υπάρχουν. Που και που, όμως, εδώ υπάρχουνε και μονοκατοικίες - και κάποιοι κήποι... Παλιά εδώ υπήρχανε μικρά σπιτάκια, με δέντρα, ωραίους μπαξέδες καιγύρω τους παντού γρασίδι. - η αντιπαροχή απαλλοτρίωσε τα πάντα και έφερε τους ανθρώπους μακριά.
Της Μαρίνας της άρεσε πολύ να βλέπει - να χαζεύει αυτούς τους κήπους. Ήταν και η δροσιά όπου ερχόταν από εκεί και έκανε τις ώρες του καλοκαιριού, να είναι πιο ήπιες, πιο όμορφες και πιο γλυκές.
Φωτογραφίζω δυο κήπους που έχω βρει - ποιος ξέρει, αύριο μπορεί να μην υπάρχουν. Ύστερα προχωρώντας φτάνω έξω από το γήπεδο - είναι το πιο απομακρυσμένο σημείο της διαδρομής που 'χω χαράξει. Γύρω από το γήπεδο, η αλάνα που υπήρχε, είχε γίνει ένα πάρκο - ένα ακόμη πάρκο. Ένα πάρκο διαφορετικό, που απευθύνεται σε κόσμο που αθλείται. Φωτογραφίζω διάφορες γωνίες απ' το πάρκο, παίζοντας με τον ήλιο, που όλο και πιο πολύ προσεγγίζει τον ορίζοντα. Παίζω με τις ακτίνες του, δημιουργώ εικόνες μαγικές. Μετά φωτογραφίζω τις ζωγραφιές που έχουν κάνει νεαροί, στους τοίχους απ' την μάντρα του γηπέδου...
Όλα έχουν αλλάξει. Γυρίζω και πάλι προς τον ήλιο. Εκείνος έχει σχεδόν κρυφτεί πίσω από την πόλη. Παίρνω τον δρόμο της επιστροφής, με κυριεύει μία μελαγχολία. Κοιτάζοντας ψηλά νομίζω ότι οι κορυφές απ' τα ψηλά τα κτίρια, θα ακουμπήσουν, θα με σκεπάσουν. Ζητώ λιγάκι ουρανό, θέλω να αναπνεύσω. Η μόνη φωτογραφία που βγάζω σήμερα, δείχνει αυτό ακριβώς το πράγμα.
Ανοίγω το βήμα μου. Κατευθύνομαι στην αγορά. Ετούτος ο Δεκαπενταύγουστος δεν θα 'χει σινεμά, δεν θα 'χει Μαρίνα, δεν θα 'χει άλλα όνειρα απ' τα παλιά. Έχει όμως ανθρώπους νέους. Κάποιους από αυτούς, τους βλέπω στα μπαλκόνια να ονειροπολούν, σκεπτόμενοι το μέλλον τι θα φέρει. Κάποιοι ίσως γυρίζουνε από διακοπές, άλλοι θα βλέπουν τηλεόραση από συνήθεια.
Εμπρός από ένα προποτζίδικο, δυο άνδρες μαλώνουν για την μπάλα. Τους προσπερνώ, προσπερνώντας έτσι, ίσως έναν απ' τους παλιούς μου εαυτούς. Βάζω την φωτογραφική μου μηχανή μες στο τσαντάκι. Η διαδρομή αυτού του Δεκαπενταύγουστου τελείωσε εδώ. Λίγο το παρόν, λίγο το μέλλον, πολύ το παρελθόν, σ' αυτή μου την ημέρα. Μπαίνω σ' ένα από τα λίγα τα φαγάδικα που είναι ανοικτά.
"Τρία σουβλάκια", λέω στην κοπελιά.
"Πακέτο;", με ρωτά.
"Πακέτο", της απαντώ, γυρίζοντας τις πλάτες προς την πόρτα.

Απόστολος Βεργής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου