Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2015

Από το μυθιστόρημά μου: Δανάη

Από το μυθιστόρημά μου: Δανάη
Εκείνο το πρωί ήτανε μόνη. Εκείνη και το πάρκο. Εκείνη και η αντανάκλαση του ίδιου της του εαυτού. Ήξερε ότι μετρούσε σαν γυναίκα. Ήξερε ότι ήταν όμορφη. Ήξερε πως σαν έβγαινε έξω, πιο αργά,  θα κέντριζε θα βλέμματα των ανδρών με το παρουσιαστικό της. Τα όνειρά της, όμως, ήταν διαφορετικά. Είχανε μέσα τους ψυχή, ζητούσαν προετοιμασία, ζητούσαν το ταξίδι, πριν ανοίξουνε τα παράθυρά τους στη ζωή, πριν να ανοίξουνε τα παράθυρα τους  σ' έναν έρωτα που θα την τράνταζε κι ίσως σε μια αγάπη. Ήτανε μόνη και είχε αφεθεί στο χάδι της ψυχρής, της φθινοπωρινής της αύρας. Ένιωθε αναστατωμένη. Κοίταζε γύρω της, ήθελε να “πιαστεί” αλλά ντρεπόταν. Ντρεπόταν και η ντροπή της έβγαινε από την υποψία πως μπορούσε κάποιος να την δει – βέβαια τα μόνα που μπορούσαν να την δουν ήταν τα δέντρα απ' το πάρκο. Ναι, ντρεπόταν ακόμα και τα δέντρα – ντρεπόταν, πραγματικά, τον εαυτό της, και η αλήθεια η ωμή ήταν αυτή μονάχα. 
Σηκώθηκε απότομα απ' την καρέκλα που καθόταν. Πήρε στα χέρια της την κούπα με τον καφέ, ρούφηξε ως και την τελευταία την σταγόνα. Μπήκε στο σαλόνι της. Έκλεισε πίσω της την μπαλκονόπορτα – τράβηξε τις κουρτίνες. Κοίταξε όλο το δωμάτιο. Η διακόσμησή του έδειχνε πιο μουντή, μιας και μειώθηκε το φως... Τα πάντα της φάνηκαν μουντά, το δωμάτιο της θύμιζε μαυσωλείο. Και ο νεκρός; Ο νεκρός ή η νεκρή; Ακούμπησε στο σώμα της τα χέρια – ήταν ζωντανή! Ζωντανή, ως τι; Ως κορμί; Ως άνθρωπος; Μα, ειν' ο άνθρωπος μόνο κορμί; Μα ειν' ο έρωτας μονάχα επαφή της σάρκας; Ποιος το ορίζει; Ποιος το αποφασίζει; Ακουμπώντας το κορμί της το ένιωσε παγωμένο. Κρύωνε... Δεν είχε πυερετό, ούτε και η θερμοκρασία στο δωμάτιο ήταν πολύ πεσμένη... Κι όμως κρύωνε... Κι όλο αυτό το κρύο έβγαινε απ' τις αναμνήσεις της, μέσα από την καθημερινή της τη ζωή, μέσα από τις αντιθέσεις των ονείρων της, μέσα απ' την ψυχή της, δηλαδή... Γιατί αυτό είναι ψυχή: μία αποταμίευση όλων των παραπάνω: μία αποταμίευση που πρέπει να παράξει αποτέλεσμα, κι αυτό να γράφεται καθημερινά στις πρώτες μας τις σκέψεις... 
Περπάτησε για λίγο αναστατωμένη στο δωμάτιο. Ήταν αναποφάσιστη. Πήγε στην μπαλκονόπορτα ξανά. Με το δάχτυλό της έκανε στις κουρτίνες μια χαραγματιά, κοίταξε προς το πάρκο: μια τελευταία ματιά, μία αναπνοή... και πάλι πίσω στο δωμάτιο και πάλι ...πάνω κάτω... Στάθηκε μπροστά στον καναπέ. Στάθηκε μπροστά στις ενοχές της. Στάθηκε μπροστά σε ένα ιδιόμορφο εκτελεστικό απόσπασμα... Στάθηκε μπροστά σε ένα δίλημμα: από τη μια οι τύψεις της, από την άλλη το ζητούμενο μιας ολόκληρης ζωής: η ελευθερία... Ξάπλωσε πάνω στον καναπέ. Κατέβασε το φερμουάρ της φόρμας που φορούσε. Τα στήθη της ξεπρόβαλαν σαν μια αλήθεια. Κατέβασε το παντελόνι απ' την φόρμα, παραμέρισε το μικρό βρακάκι της... Το παγωμένο της κορμί απέκτησε μια παράξενη θερμότητα αμέσως. Ήταν σαν να επέστρεφε απ' την Αλάσκα ή απ' τη Σιβηρία, ήταν σαν να επέστρεφε από μια εξορία. Μια εξορία που την είχανε στείλει από όταν ήτανε μικρή, μια εξορία που τον ονόμαζαν: ηθικούς κανόνες.
Το χέρι της έγινε άνθρωπος. Το χέρι της έγινε ένας άνδρας. Άνδρας από τους δίχως πρόσωπο, κάτι που πλέον δεν την ένοιαζε – άκουγε μοναχά τα λόγια κάποιου ποιητή, λόγια που ένωναν το κορμί με την ψυχή της:
“Μουντό φως! Ρώγες που τις αγγίζει ο αέρας. Ρώγες που θήλασαν κάποτε δυο παιδιά – ρώγες που δεν θηλάσανε ερωτικά κανένα. Μουντό φως, κοιλιά που κάποτε είχε φιλοξενήσει δύο έμβρυα, κοιλιά που δεν φιλήθηκε ποτέ της. Τριχούλες  του αιδοίου κουρεμένες με μεγάλη προσοχή, έτσι που να ομοιάζουν με καρδιά, να ομοιάζουνε με την καρδιά σου, να ομοιάζουνε με τη αγάπη σου, με την αγάπη σου που έχει μαραζώσει... Τη  αγάπη σου που δεν μπόρεσες να χαρίσεις σε κανένα, έως τώρα εραστή, την αγάπη σου που επιστρέφει στην καρδιά σου, σαν ένα πελώριο και άκαμπτο καρφί, σαν μια απόλυτη απόφαση μιας θείας δίκης. Μουντό φως... η κλειτορίδα σου και τα γλυκά σου χείλη. Μουντό φως... το σημείο “τζι” και το νταβάνι από το δωμάτιο να σε πλακώνει... Ο σύζυγος, τα παιδιά, οι φίλοι, οι γνωστοί, η κοινωνία... Η παιδική σου σάκα, το τζιν που πρωτοφόρεσες και ήτανε σκισμένο. Του πατέρα σου το μαγαζί, τα μπλε τραπέζια, το μπλε το χρώμα, το νερό, η θάλασσα...η μοναξιά... Η μοναξιά – το κλάμα σου. Η μοναξιά – οι τύψεις σου. Η μοναξιά – οι εραστές που 'χουν τα πρόσωπα σβηστά. Η μοναξιά – το παράπονό σου. Η μοναξιά – τα παιδιά σου. Η μοναξιά – ο άνδρας σου. Η μοναξιά – οι νόστιμοι χυμοί του έρωτά σου. Η μοναξιά – το κενό. Η μοναξιά – το κενό. Η μοναξιά – το φως. Η μοναξιά – το μουντό φως. Η μοναξιά – οι κλειστές κουρτίνες. Η μοναξιά – ο οργασμός σου. Η μοναξιά – εσύ,  η ίδια η Δανάη... Κλειτορίδα, σημείο “τζι”: δυο ευλογίες που άργησε πολύ μα τις ανακαλύψεις... Δυο ευλογίες που σου  χαρίσ' ο Θεός, δυο  ευλογίες που 'χεις πάνω σου και που σε κάνουνε  γυναίκα.”...
Τέλειωσε την ερωτική της την στιγμή με δάκρυα στα μάτια, όντας ανακουφισμένη, όντας υγρή, όντας δυνατή, όντας ευαίσθητη, όντας απλώς...γυναίκα.
Απόστολος Βεργής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου