Δημοφιλείς αναρτήσεις

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015

Από το μυθιστόρημά μου: Δανάη


Από το μυθιστόρημά μου: Δανάη
Σεπτέμβριος. Μήνας μικρός – μεταβατικός. Το προηγούμενο το βράδυ είχε βρέξει ύστερ' από πολύ καιρό. Όμως το πρωινό ήτανε ηλιόλουστο. Βγήκε στην βεράντα του σπιτιού της. Ήταν μόνη. Οι άλλοι είχαν φύγει από νωρίς. Ο Ανέστης στο χρυσοχοείο, ο Ντίνος στο σχολείο και η Μαρία στο πανεπιστήμιο.
Μόνη της... Μόνη της μες στο πολυτελές της σπίτι. Στο σπίτι της; Στο δικό της σπίτι; Όχι. Δεν το ένιωθε πια δικό της. Αυτό που ένιωθε με σιγουριά ήταν ότι τελείωνε ένα κομμάτι της ζωής της. Ήταν σαν χθες που έμπαινε, για άλλη μια φορά, μέσα σ' αυτό το σπίτι, κρατώντας στην αγκαλιά της τον Ντίνο – βρέφος· και η μικρή Μαρία να την υποδέχεται μαζί με τον Ανέστη και ένα – δυο ακόμα συγγενείς, τρέχοντας γύρω της σαν ένα ζουζουνάκι. “Μεγάλωσαν πια τα παιδιά – την έχουν αυτή την κακή συνήθεια να μεγαλώνουν”, σκέφτηκε... Κι εκείνη, κοντά σαράντα, με παιδιά της παντρειάς. Μικροπαντρεύτηκε με τον Ανέστη. Λίγο το ότι ήταν ευκατάστατος, λίγο το ότι ήταν και γλετζές· την θάμπωσε... Θαμπώθηκε και του χάρισε τα πιο καλά της χρόνια.  “Ας είναι”, σκέφτηκε, “γίνανε τα παιδιά – δύο πολύ καλά παιδιά”...
Μόνη της στάθηκε στο μπαλκόνι και δέχθηκε την πρωινή δροσιά στο πρόσωπό της. Τα παιδιά στα μαθήματα, ο άνδρας στη δουλειά κι εκείνη μόνη της: Απόμαχη; Ταμένη; Άτυχη; Τυχερή; Δεν μπορούσε να καθορίσει το τι ήτανε αυτό που την αντιπροσώπευε εκείνη τη στιγμή. Καταλάβαινε όμως την αλλαγή: Την καταλάβαινε την μοναξιά, την καταλάβαινε από τις αποστάσεις που μεγάλωναν: Η απόσταση από τον  Ανέστη που όσο η κρίση προχωρούσε τον απορροφούσε όλο και πιο πολύ το άγχος της δουλειάς, είχαν περάσει και τα χρόνια και  απομακρυνόταν διαρκώς, παραχωρώντας απ' τον κενό του χρόνο πιο πολύ στους φίλους, στο ποτό και σε άλλες, προς εκείνη άγνωστες παρέες.... Η απόσταση από τα παιδιά μεγάλωσε τη μέρα, ακριβώς, που πέρασε στην Πάντειο η Μαρία. Η ίδια δεν είχε σπουδάσει, μιας κι έμπλεξε νωρίς – νωρίς στις οικογενειακές υποχρεώσεις. Έτσι της ήταν δύσκολο να κατανοεί τους προβληματισμούς της κόρης της· μια φορά προσπάθησε ν'  αρχίσει να διαβάζει κι εκείνη, ήτανε όμως πια αργά και τα παράτησε...
Την θαύμαζε την κόρη της, όπως θαύμαζε και όσους είχαν καταφέρει στη ζωή τους να σπουδάσουν, να μάθουν πράγματα, να γίνουνε σπουδαίοι. Κάτι που δεν έκανε η ίδια, δηλαδή... Κάτι που ήτανε αυτό που δημιουργούσε την απόσταση που 'χε απ' την Ειρήνη. Μία απόσταση που με τον καιρό μεγάλωνε και το 'χε καταλάβει. Αλλά και ο μικρός της Ντίνος πια, είχε γίνει κοτζάμ παλικάρι. Πήγαινε στο Λύκειο κι ήταν κι αυτός, τη μία στα διαβάσματά του, τη άλλη στα ποδόσφαιρα και στον αθλητισμό. Τουλάχιστον όμως της είχε αδυναμία κι εκείνα τα : “καλημέρα μαμά” ή “καληνύχτα μαμά”, συνέχιζε να της τα λέει με την ίδια τρυφερότητα που τα έλεγε μικρός. Ήτανε δε περήφανος γιατί – όπως έλεγε – είχε την πιο όμορφη μαμά μες στο σχολείο και οι συμμαθητές τον ζήλευαν γιαυτό. Ήταν απλά η ζήλια; Ή ήτανε οι εφηβικές φαντασιώσεις τους, οι πόθοι και ίσως τα υγρά τα όνειρα που έβλεπαν τις νύχτες;
Όπως και να 'χε η Δανάη ήτανε κάτι το ξεχωριστό· ήτανε όμορφη πραγματικά, πάντοτε προσεγμένη, πάντοτε μες στην μόδα, ντυμένη και χτενισμένη όμορφα, χωρίς υπερβολές, χωρίς περισσευάμενα φτιασίδια. Την φρόντιζε την εξωτερική της την εμφάνιση, της άρεσε το ωραίο και το υπερασπίζονταν με πάθος. Της άρεσε το ωραίο πάνω της, μα και στους άλλους. Έτσι είχε μάθει από μικρή, έτσι είχε μάθει απ' τη μητέρα της, που μπορεί και να  μην ήτανε και κάτι το σπουδαίο ( μία απλή νοικοκυρά), είχε όμως μες στην αισθητική της ως κάτι έμφυτο, κάτι που για να το αποκτήσουν άλλοι, έτρεχαν σε σχολές διακοσμήσεως, καλών τεχνών και άλλες τέτοιου είδους. Αυτό το κάτι  το κληρονόμησε από την μητέρα της η Δανάη και μεγαλώνοντας ήταν από τα λίγα που της είχε απομείνει και που το θεωρούσε ιδιοκτησία της. Αυτό το κάτι: το γούστο...
Αυτός ήταν ένας από τους λόγους για τους συνεχείς τσακωμούς της με τον Μαρία, μιας και εκείνη (μάλλον) είχε πάρει απ' τον πατέρα της και ήταν ένα ατημέλητο παιδί. Η Μαρία ντύνονταν σχεδόν σαν τις επαναστατημένεε κοπέλες της δεκαετίας του εβδομήντα. Μόνο αμπέχονο δεν είχε πάρει να φορέσει μέχρι τότε. Και η Δανάη απελπίζονταν κάνοντάς της συνεχώς παρατηρήσεις, τύπου: “κοιτάξου λίγο στον καθρέφτη, πώς θα βγεις έξω έτσι χάλια” και απ' την άλλη αισθάνονταν μια υπεροχή, βλέποντας , λόγω της δικής της προσεγμένης εμφανίσεως, να ελαττώνεται η απόσταση από την Μαρία, μπαίνοντας, έτσι, σε ένα ακαθόριστο και αστείο ανταγωνισμό, σ' ένα παιχνίδι που δεν ήταν η Μαρία ο αντίπαλος, που ο αντίπαλός της ήταν ο ίδιος της ο εαυτός, ήταν το ίδιο της το Είναι. Το Είναι της και ο χρόνος. Ο χρόνος και η ματαιότητα που κρύβεται εντός αυτού.
Έλειπαν όλοι... Τη έλειπαν...  Είχανε γίνει παρελθόν, έστω για λίγο. Το μεσημέρι – το απόγευμα, θα γύριζαν, όμως εκείνη την στιγμή είχανε γίνει παρελθόν. Παρελθόν ως δοκιμή – ως μια πορεία εντός το μέλλοντος, εντός της μοναξιάς, εντός της απομόνωσης λόγω φυγής των άλλων. Γύρισε στην κουζίνα της. Έπλυνε τα πιάτα από το πρωινό. Τα πιο πολλά ψωμιά, μαρμελάδες, βούτυρα είναι απείραχτα – πάνε οι εποχές που έπαιρναν όλοι μαζί το πρωινό, πια οι άλλοι τρεις (για τους δικούς του λόγους ο καθένας) έφευγαν σαν κυνηγημένοι για τους πρωινούς τους προορισμούς. Σαν κυνηγημένοι; Ή σα να ήθελαν κάτι να αποφύγουν; Ή σα να ήθελαν να αποφύγουν κάποιον από τους άλλους; Ή σα να ήθελαν να αποφύγουν και τον ίδιο τους τον εαυτό; Έτσι τον τελευταίο τον καιρό, ρουφούσαν στα γρήγορα λίγο από καφέ ή από τσάι και διασκορπίζονταν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, ή για δουλειές, ή για μαθήματα, ή για ικανοποίηση των πόθων των δικών τους. Εκείνη όμως, όπως έκανε συνεχώς είκοσι χρόνια, συνέχιζε να στήνει καθημερινά το τραπέζι που πρωινού για όλους, έτσι, για τη τιμή των όπλων... 
Τέλειωσε με το πλύσιμο των πιάτων. Ανέβηκε στα δωμάτια για να τα συγυρίσει. Του Ντίνου το βρήκε, όπως πάντα, στην εντέλεια· της κόρης της σε μαύρο χάλι. Τελείωσε και από 'κει. Το παστίτσιο το είχε έτοιμο από το προηγούμενο το βράδυ – τελευταία έπαιρναν και απ' έξω φαγητό, μιας και η οικονομική κατάστασή τους το επέτρεπε ακόμη. Εκείνης της άρεσε να μαγειρεύει, να περιποιείται την οικογένειά της, όμως, με τον καιρό, η όρεξή της είχε κάπως ατονίσει. Έτσι υπήρχαν μέρες που βολεύονταν με το “απ' έξω”  - παραδόξως, ουδείς της ζήτησε τον λόγο για αυτό, άλλωστε, οι πιο πολλοί από τους τρεις συνήθως γύριζαν απ' έξω αρκετά αργά και ήταν φαγωμένοι.
“Κρασοπουλειό είχε ο πατέρας της και ζούσε μέσα στους μεζέδες. Όμως, το φαγητό του το έτρωγε στο σπίτι πάντα. Κι ας ήτανε να κατεβεί  και πάλι στη δουλειά – άλλοι άνθρωποι και άλλες εποχές...”, είχε κάποτε σκεφτεί, καθώς βρισκόταν μόνη στο τραπέζι. Βγήκε στη βεράντα: το μέρος που τον τελευταίο τον καιρό φιλοξενούσε όλες τις σκέψεις του κι όλα τα όνειρά της. Πριν βγει, στάθηκε πίσω από την μπαλκονόπορτα. Άνοιξε τις κουρτίνες και “πρόβαρε” θέσεις πιθανές, για να υποδεχόταν την καρέκλα και το μικρό της τραπεζάκι, στις κρύες μέρες του χειμώνα που θα ρχόταν. Για ένα πράγμα αισθανόταν τυχερή: ότι απέναντι από την μονοκατοικία που διέμενε με την οικογένειά της τα τελευταία χρόνια, υπήρχε ένα μεγάλο πάρκο – η θέα του και μόνο, την ηρεμούσε, της άλλαζε διάθεση αμέσως, δεν την επέτρεπε διολισθήσεις προς την απελπισία, γίνονταν κοινωνός των σκέψεών της, γίνονταν άνθρωπος κανονικός που την συντρόφευε τις στιγμές που την ξεχνούσανε οι άλλοι. Δεν έμεινε στο μπαλκόνι για πολύ, μιας κι ανακάλυψε πως είχε ξεχάσει να πάρει την κούπα του καφέ μαζί της. “ Α, στο καλό! Ντιπ αφηρημένη είμαι πάλι”, σκέφτηκε και γύρισε στην κουζίνα. Η κανάτα με τον Γαλλικό είχε ακόμη μέσα αρκετό – δεν χρειαζότανε να κάνει άλλο... Γέμισε την κούπα της και κίνησε ξανά για την βεράντα. Σκέτο καφέ, χωρίς τσιγάρο πια... Χωρίς, γιατί μέσα του δεν έβρισκε τίποτε... Ποια παρηγοριά; Όλα ήταν  ένας μύθος, και οι μύθοι είναι κατάλληλοι μοναχά για να εξηγούν τα ανεξήγητα, εκλαϊκεύοντας τα. Η Δανάη πια, δεν ήθελε ελαικεύσεις, ήθελε λύσεις, ήθελε την αλήθεια, ήθελε την αλήθεια μιας καινούριας της ζωής, ήθελε να βρει ξανά τον εαυτό της. Και έτσι το έκοψε, “μαχαίρι” το τσιγάρο. Κάποιες από τις φιλενάδες της, της είπανε ότι μπορεί να έπαιρνε χωρίς αυτό κιλά... Μύθος... Ένας ακόμη μύθος... Η Δανάη συνέχιζε να είναι όπως ήταν...
Κάθισε... ο ήλιος είχε ανέβει  πιο ψηλά. Πριν καθίσει κατέβασε την τέντα παρακάτω, προβλέποντας την κίνησή του, φροντίζοντας να μην τον έχει μέσα στα δυο της μάτια. Χτύπησε το κινητό της. Ήταν ο Ντίνος. “Δεν πρόλαβα μαμά  σήμερα να σου πω από κοντά την  καλημέρα. Μαμά καλημέρα! Σ' αγαπώ !”, της είπε. “Κι εγώ σ' αγαπώ παιδάκι μου! Καλημέρα και να προσέχεις”, του απάντησε κι ύστερα έκλεισαν τα τηλέφωνά τους και οι δυο. Χαμογέλασε... “Τουλάχιστον το αγόρι μου ακόμα με θυμάται, έστω και τηλεφωνικά”, σκέφτηκε πίνοντας λίγο απ' τον καφέ της. Και μετά πήγε στο παρελθόν και μετά έγινε πάλι νέα. Έγινε μια μαθήτρια ξανά. Έγινε μια μαθήτρια που γύριζε απ'  το σχολείο. Όπως όταν ήτανε μικρή. Τότε, που πριν ανέβει στο σπίτι, περνούσε από του πατέρα  της το μαγαζί που ήταν στο ημιυπόγειο. Ο πατέρας της είχε στήσει  το κρασοπουλειό στο ημιυπόγειο από το πατρικό του σπίτι. Ήτανε το πιο γνήσιο κρασοπουλειό που υπήρχε στην μικρή τους πόλη. Μετά γίνανε της μόδας τα τσιπουράδικα, μα τότε ο πατέρας της ήταν συνταξιούχος.  Τα πάντα ήταν εκεί μέσα πεντακάθαρα· άλλη μία  απόδειξη  για το ότι η αγάπη της για το ωραίο και την τάξη, ήτανε κάτι γονιδιακό. Στο βάθος υπήρχαν τα δυο μεγάλα τα βαρέλια (ένα για το λευκό κρασί και ένα για το κόκκινο) – τα κρασιά ήταν δικά τους (ντόπια), κι ήταν αυτά που βασιζόταν πάνω τους του μαγαζιού η φήμη. Ναι! Το καλό κρασί και η καθαριότητα ήτανε το κεφάλαιό τους. Δίπλα από τα βαρέλια υπήρχανε δυο μικρά ψυγεία. Στο ένα ο πατέρας της έβαζε κάποια από τα άλλα τα ποτά: τσίπουρο, ούζο, μπύρες, που προορίζονταν για κάποιους της “κακογουστιάς”, όπως έλεγε όσους δεν προτιμούσαν το κρασί. Εκεί το καλοκαίρι έβαζε και καράφες γεμάτες με νερό, για να 'χει για τους πελάτες του πάντοτε παγωμένο. Δίπλα υπήρχε κι ένα άλλο ψυγειάκι, εκεί φιλοξενούνταν τα υλικά για τους μεζέδες. Πάνω από το ψυγειάκι ήταν ακουμπισμένη μία τάβλα που πάνω της υπήρχε το ψωμί, πάντοτε τυλιγμένο σε βαμβακερό πανί για να προστατεύεται και να κρατιέται δροσερό κι αφράτο μέχρι να καταναλωθεί. Και στην γωνία υπήρχε το τραπέζι  που πάνω τους έστηνε τους μεζέδες ο πατέρας της... Μεζέδες με ωμά (ζωντανά, όπως εκείνος έλεγε) τα φαγώσιμα: ελιές, τυριά, αλλαντικά, αντζούγιες και άλλα τέτοια· και φυσικά ψωμί, που το 'παιρνε από ένα ξυλόφουρνο που ήτανε στον άλλο μαχαλά και που έβαζε μέσα στη ζύμη ρεβυθάλευρο κάνοντάς το πιο νόστιμο, πιο φουσκωτό. Τους μεζέδες τους έστηνε και τους σερβίριζε επάνω σε λαδόκολλες, φτιάχνοντας πάνω στα βαμμένα σε χρώμα μπλε της θάλασσας τραπέζια, συνθέσεις με τους μαστραπάδες και τα μικρά, ελληνικά, ποτήρια του κρασιού - κάποτε είχε πάει στην πόλη τους ένας πλασιέ που πούλαγε ποτήρια. Πήγε στον πατέρα της Δανάης κάποια προς δειγματισμό. Του έδειξε ένα ποτήρι κολονάτο. Του είπε πως ήταν ποτήρι ειδικό για κρασί και του πρότεινε να αγοράσει για το μαγαζί του κάποια ίδια και σε πολλή καλή τιμή. Ο κυρ. Βαγγέλης τον κοίταξε. “Βάλε μια δωδεκάδα απλά ελληνικά! Ετούτο το κρασί για να το ευχαριστηθεί κανείς δεν ειν' ανάγκη το ποτήρι του να είναι κολονάτο. Ετούτο το κρασί μιλάει στην καρδιά και πίνεται μέσα από την ταπεινότητα ενός δικού μας ποτηριού, απ' τα απλά”, του είπε, εκφράζοντας μ' αυτό τον τρόπο μια άποψη ουσιαστικά πολιτική, για το τι είναι ηδονή ελληνική, ακόμα και στην γεύση.
Ασβέστωνε το μαγαζί δύο φορές το χρόνο. Χρησιμοποιούσε πάντοτε ασβέστη· χρησιμοποιούσε τρόπους παραδοσιακούς για να διατηρεί ωραία την εμφάνιση του μαγαζιού. Δύο φορές τον χρόνο έβαφε και τραπέζια και καρέκλες με λαδομπογιά, χρησιμοποιώντας πάντα χρώμα μπλε – χρώμα ελευθερίας. Γύρω στις δέκα γλάστρες στόλιζαν την πρόσοψη του μαγαζιού, κατοχυρώνοντας το γούστο του ιδιοκτήτη το καλό. Εκεί είχε μεγαλώσει η Δανάη, από εκεί μπροστά περνούσε με την σάκα της να κρέμεται στους ώμους, πηγαίνοντας – γυρίζοντας, σχολείο – φροντιστήριο. Πάνω από το μαγαζί ήταν το σπίτι, με την μεγάλη την βεράντα του που ήταν και αυτή γεμάτη γλάστρες με: μολόχες, γεράνια, μαντζουράνες, ορτανσίες και γαρδένιες. Εκείνη η βεράντα ήταν τα καλοκαίρια της· και η βεράντα στην οποία κάθονταν κείνη τη στιγμή ήτανε η υπόλοιπη ζωή της. Την είχε γεμίσει κι εκείνη με γλάστρες· προσπαθούσε, έτσι,  να ξαναβρεί το δημιουργικό της παρελθόν : μία τομή στο μελαγχολικό – μοναχικό παρόν της.
Το πρωινό της διάβαινε αργοπορώντας... Στροφή την στροφή, σκέψη την σκέψη. Διάβαινε αναζητώντας  την μορφή του τέλους του καλοκαιριού, αναζητώντας τον εαυτό της μες στις επόμενες δεκαετίες, ψάχνοντας μία αφορμή για να αλλάξει τη ζωή της... Και να ονειρευτεί ξανά· να επιστρέψει σε εκείνο το κορίτσι που το ψαχνε  μια ζωή ονειρική, μία ζωή βγαλμένη από τον κόσμο της μεγάλης της οθόνης.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου