Δημοφιλείς αναρτήσεις

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Απο το μυθιστόρημα: Το ονειροπόλο παιδί

Από το μυθιστόρημα: Το ονειροπόλο παιδί
Στο σπίτι η μητέρα, του είχε έτοιμα αβγά τηγανητά. Έφαγε, διάβασε, πήγε στα Αγγλικά. Πια η μέρα διαρκούσε και μετά το τέλος του μαθήματος των Αγγλικών έχοντας μεγαλώσει. Μεγαλώνοντας η μέρα, ένιωθε ότι είχε κι εκείνος χρόνο πιο πολύ, χρόνο που μπορούσε να τον δαπανά για τον εαυτό του. Να τον δαπανά για τον ίδιο: να μελετά, να ονειρεύεται, να γράφει στο μυαλό του συμπεράσματα που έβγαζε από την ζωή, συμπεράσματα που θα τον βοηθούσαν – κάποιες στιγμές – να ξέρει το ποιος είναι και τι κάνει.
Μερικές φορές το νου του τον κυρίευε ο φόβος. Συχνά προσπαθούσε να πλάσει την ζωή του διαφορετικά. Έψαχνε για να βρει την Αγάπη, το κοριτσάκι των ονείρων του, το κοριτσάκι που συμβόλιζε: την αγάπη, την ελπίδα, την ζωή, τον πρώιμο και ακαθόριστό του έρωτα – το πρότυπό του.
Γύρισε στο σπίτι, ίσα για να αφήσει την τσάντα – χαρτοφύλακα των Αγγλικών, να πιει λίγο νερό, να χαιρετήσει τη μαμά για άλλη μια φορά κι ύστερα να κινήσει για την εκκλησία, για την ίδια πετρόχτιστη εκκλησία που στέκονταν και θαύμαζε το χτίσιμό της, το μεσημέρι όταν γύριζε απ' το σχολείο.
Δεν ήταν μακριά· μονάχα δυο τετράγωνα μετά απ' το μεγάλο δρόμο. Η μητέρα του, τού έβαλε στην τσέπη από το παντελόνι που φορούσε λίγες δραχμούλες για κερί και για να αγοράσει και να πιει μια δροσερή πορτοκαλάδα μετά το τέλος των χαιρετισμών.
Εισήλθε στο ναό, άναψε και κεράκι. Προσκύνησε  την εικόνα της Παναγίας κι ύστερα πήγε και κάθισε στο στασίδι που βρίσκονταν πίσω από τους ψάλτες της δεξιάς πλευράς.
Του άρεσε να ακούει, του άρεσε να μαθαίνει. Ακούγοντας τους ψαλμούς των Χαιρετισμών, το μυαλό του ταξίδευε στην πολιορκημένη Βασιλεύουσα, στην Πόλη των πόλεων, στην ξεχασμένη ιστορική πατρίδα. Στην Πόλη, που μέσα από τα βιβλία που διάβαζε για αυτή, ονειρεύονταν ότι έζησε εκεί μία δική του προηγούμενη ζωή.
Ακούγοντας τους Χαιρετισμούς  στην Παναγία, τους επεξεργάζονταν. Τους άλλαζε. Τους μετέτρεπε σε Χαιρετισμούς στη ζωή, στην άνοιξη, στη νιότη, στην αρχή. Στην παρθενία της αρχής, στην παρθενία ενός δρόμου άδειου.
Ίσως να ήταν αν αντίστοιχες με την ηλικία του αυτές οι σκέψεις. Μα το μυαλό του δούλευε μ' αυτόν τον τρόπο. Ταξίδευε... Ταξίδευε και έβλεπε... Έβλεπε εικόνες, τος συνδύαζε με τους ήχους των ψαλμών κι έμπαινε στα μυστήρια της ιστορίας.
Στα μυστήρια της ιστορίας που στον Μεσαίωνα ήτανε ισχυρά· που περιελάμβαναν  δοξασίες συνδεδεμένες με πίστη σε υπερφυσικά φαινόμενα που όμως σήμερα η επιστήμη έκανε να δείχνουνε αστεία.
Ο Βασιλάκης έβαζε τον εαυτό του να ζει στην τότε εποχή και προσπαθούσε να κατανοήσει το πώς σκέφτονταν οι άνθρωποι. Τον μάγευε η υπέρβαση του προφανούς, τον μάγευαν τα μυστήρια, τον έκαναν να είναι ποιητής, τον έκαναν να είναι μάγος.
Οι ήχοι, οι λέξεις, το θυμίαμα· οι εικόνες από το χθες, οι εικόνες από το σήμερα· η σύγκριση, η μοναξιά. Μια υπαρκτή ανυπαρξία και μια προσπάθεια να αρνηθεί το πρόστυχο κομμάτι της ζωής, την βία, τις αδικίες, τους πεζούς – ωμούς  ανθρώπους. Να αρνηθεί την απλοϊκότητα – την ευκολία· και ύστερα να φύγει προς τα μπρος. Και όλ' αυτά με την βοήθεια μιας δύναμης  υπέρτατης, μια δύναμη νοητικής· μιας δύναμης – δημιουργού, που άκουγε να την υμνούνε οι ψαλμοί εκείνης της εαρινής ακολουθίας.
《Τη υπερμάχω, σταρτηγώ ...》, 《Την ωραιότητα της παρθενίας σου...》και η άνοιξη  ήταν εκεί αυτοπροσώπως. Ήταν εντός της παιδικής του της ψυχής· ήταν μέσα σε ένα δάκρυ που τρεξε άθελά του πάνω στο μάγουλο κι εκείνος βιάστηκε με μιας να το σκουπίσει.
Πραγματικά δεν ήθελε τα τελειώσει εκείνη η ακολουθία των Χαιρετισμών. Την είχε πραγματικά ανάγκη εκείνη την ατμόσφαιρα του μυστηρίου. Είχε πραγματικά ανάγκη όλα εκείνα τα άλματα της λογικής που ξεφύτρωναν από παντού, που τον αγκάλιαζαν, που τον προστάτευαν και που τον ηρεμούσαν.
Μετά το τέλος της ακολουθίας βρέθηκε να περπατάει προς το σπίτι, κρατώντας στο ένα του το χέρι το τενεκεδάκι με την πορτοκαλάδα και πίνοντας την  γουλιά – γουλιά να προσπαθεί να αυξήσει την  απόλαυση, την απόσταση, την διάρκεια, τον χρόνο...
Για μια ακόμα φορά τα φώτα από τα σπίτια των χωριών που βρίσκονταν επάνω στα βουνά έκλεψαν την ματιά του. Αισθάνθηκε κάτι σαν δέος, απέναντι σε μια απεραντοσύνη γήινη, που δεν ήτανε τίποτα περισσότερο από έναν κόκκο άμμου μέσα στο σύμπαν.
Αισθάνθηκε μικρός. Ήταν μικρός. Ήταν ένας μικρούλης ποιητής – μία επένδυση στου μέλλοντος την σκέψη.



ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου