Δημοφιλείς αναρτήσεις

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2017

Από το μυθιστόρημα Σάντρα

"Από το μυθιστόρημα Σάντρα"
1
Η μοναξιά είν ένα ρούχο που φοριέται ατελώς. Η μοναξιά είν' μια αναστροφή του χρόνου που εκφράζει μια ανθρώπινη κατάσταση, που σημαίνει:   απομάκρυνση από το χρόνο τον πραγματικό κι απ' ότι γύρω μας συμβαίνει. Η μοναξιά είν' ένας ρόλος. Είν' ένας ρόλος για ανθρώπους δυνατούς και τολμηρούς. 
Η Σάντρα βρισκόταν στο μεταίχμιο δύο εαυτών:  του παρελθοντικού και του μελλοντικού της. Αντάμα με τη μοναξιά της περπατούσε στα πέριξ της πλατείας. Μια μελαγχολική συννεφιά είχε τυλίξει την ύπαρξή της   -  ήταν που ο καιρός συμβάδιζε με την ψυχή της. Ήτανε πια φθινόπωρο και κάποια από τα αδιέξοδα ετούτης γης ζωής της χτύπαγαν την πόρτα. Τις αποφάσεις της τις είχε πάρει. Η κόπωση πολλών ετών από μια όμοια ζωή δεν της άφηναν άλλες επιλογές. Τον κύριό της στόχο τον είχε πια πετύχει:  μια άνετη και ανεξάρτητη ζωή  -  έχοντας όμως την καρδιά της άδεια.
Κυριακή, όλοι οι δρόμοι ήταν άδειοι, προσπαθούσε να διασκεδάσει την ανία της. Το τελευταίο της το ραντεβού είχε λάβει χώρα πριν μόλις μια βδομάδα:  Δέκα πέντε χρόνια call girl, δεκαπέντε χρόνια μοναξιάς διαφορετικής και αφοσίωσης στο στόχο:  μια άνετη και ανεξάρτητη ζωή. Στα είκοσι τρία της είχε περάσει την πόρτα εκείνης της παράξενης βιομηχανίας:  του πληρωμένου sex· φιλόλογος και άνεργη, και όμορφη συγχρόνως.
Της χρειάστηκαν δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια για να τα καταφέρει, για να δημιουργήσει το κεφάλαιο που χρειαζόταν για να αποδεσμευτεί από εκείνο της τον εαυτό και να δημιουργήσει ένα νέο. Οι εφιάλτες ήταν ακόμα μέσα της, οι εφιάλτες κυνηγούσαν τη συνείδησή της. Δεν πίστευε πως είχε αμαρτήσει  -  μα είχε και αμφιβολίες:  Δέκα πέντε ολόκληρα χρόνια ιερουργούσε στην ερωτική σκηνή, όντας σαν ξένο σώμα:  δεν μπορούσε να ερωτευτεί, δεν μπορούσε να ανοιχτεί, δεν μπορούσε να μιλήσει. Αισθανόταν αντικείμενο, ήτανε ένα αντικείμενο και έκανε υπομονή, και έψαχνε κουράγιο.
Η Σάντρα φοβότανε τους γύρω της, φοβόταν τις κακές τις γλώσσες, δεν είχε ψυχαναλυθεί ποτέ  -  ήξερε όμως να ακούει. Όταν μιλούσε φρόντιζε η ένταση απ' τη φωνή της να 'ναι χαμηλή. Φρόντιζε να μην προκαλεί, παρά μονάχα με την όμορφη εμφάνισή της. Να προκαλεί; Μπα, απλώς ν' αρέσει. Τίποτα παραπάνω.
Και η υπόλοιπή της η ζωή υπήρξε μοναξιά. Υπήρχε για συγκεκριμένους φίλους, υπήρχε μόνο για να υπάρχει, βίωνε τις άδειες ώρες της ονειρευόμενη μία επόμενη ζωή:  εκείνη τη ζωή που πια ήταν εμπρός της. Το τέλος είχε φτάσει, είχε ξεπεραστεί  -  εκείνη πλέον ζούσε το μετά, ζούσε την αντανάκλαση του παρελθόντος παρέα με του μέλλοντος το σκοτεινό κενό.
Περπατώντας, στο μυαλό της γύριζε ο “μύθος της σπηλιάς” του Πλάτωνα. Μέσω αυτού προσπαθούσε να βρει τις εξηγήσεις των αντανακλάσεων  -  ορίζοντας όλη τη ζωή σαν αποτέλεσμα αυτών. Πίστευε πως αντανακλάται και το μέλλον  -  όμως οι αντανακλάσεις του σκεπάζονται από μεγάλα σκοτεινά παραπετάσματα που κάνουνε τη μαντική να είναι μια δομή  που κρίνει εξουσίες.
Μια προσμονή βροχής μύριζε η ατμόσφαιρα. Ο ουρανός έδινε γκρίζες εξηγήσεις. Της θύμιζε μια καθημερινότητα της χώρας της προέλευσής της. Της επανέφερε τα παιδικά της  όνειρα, της επανέφερε ολόκληρα τα παιδικά της χρόνια.  Κι όμως, βρισκόταν σε μια χώρα άλλη, σε μια πλατεία που μέχρι πριν ολίγες μέρες έσφυζε από ζωή, σε μια περιοχή όπου ο ήλιος ήτανε συχνότατα παρών κι η συννεφιά έπαιζε χρόνο λύτρωσης, έπαιζε χρόνο προσμονής, έπαιζε ρόλο επεξεργασίας.
Τα παιδικά της όνειρα διέφεραν από τις τελικές της πράξεις  -  συμβάδιζαν μέχρι την αποφοίτησή της από το πανεπιστήμιο και ύστερα απέκλιναν:  ο ερχομός της στην Ελλάδα σήμαινε κάθοδο, σήμαινε και ελπίδα.
Και οι ελπίδες αρέσκονται να κολυμπούν στη σκοτεινιά, οι ελπίδες αρέσκονται στις μέρες του χειμώνα  -  η υγρασία των στιγμών, της έλουζε το όμορφο κορμί και κείνο το φθινόπωρο φλέρταρε ανοιχτά μαζί της και κείνη ενέδιδε στο φλερτ, μη έχοντας σε κάτι άλλο να ενδώσει.
Κοίταζε την πλατεία, το συντριβάνι  της, τα μαγαζιά που ήτανε τριγύρω της, τον ουρανό που έταζε βροχούλα. Η φθινοπωρινή μελαγχολία της είχε καταλάβει την ψυχή. Η συνειδητοποίηση της απαλλαγής της από ένα σύνδρομο χαμένου χρόνου, της έδινε φτερά, γεννούσε μια σειρά από ελπίδες νέες. Ενέπνεε βαθιά, κάποια σκόρπια φώτα που άναβαν στις γύρω καφετέριες συντρόφευαν εκείνες τις πανέμορφες στιγμές που ήτανε πραγματικό δικές της, που επιτέλους κάνανε πραγματικότητα το στόχο μια δέκα πενταετούς σκληρής πορείας μέσα σε ένα τμήμα απ' τον κόσμο που ονομάζεται υπόγειος, που είναι υπαρκτός, που έχει τους δικούς του κώδικες, τους δικούς του κινδύνους, τις δικές του ιδιαίτερες δομές, που συναντούν ανθρώπινες ζωές, που τις παιδεύουν.
Κάποιες μοναχικές σταγόνες έβρισκαν δόμους προς τη γη. έβρεχαν το κορμί της Σάντρας, ζώνοντάς την, προσπαθώντας να της κλέψουν το μυαλό και να την αφαιρέσουνε απ' την εικόνα της, απ' τον παρόντα χρόνο. Δεν έψαξε αμέσως για μα βρει μια τέντα, μια μαρκίζα, μια στοά για να προφυλαχθεί από αυτή την ξαφνική βροχή - αμήχανα δέχονταν κείνη την ηδονή ίσως απ' το θεό, ίσως από το χρόνο.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου