Δημοφιλείς αναρτήσεις

Παρασκευή 8 Μαΐου 2015

Οι πρώτες σελίδες από το μυθιστόρημα που ξεκίνησα να γράφω και θα ονομάζεται: "Η ψεύτικη πολιτεία"

Οι πρώτες σελίδες από το μυθιστόρημα που ξεκίνησα να γράφω και θα ονομάζεται: "Η ψεύτικη πολιτεία"
Ήταν απόγευμα μίας Παρασκευής της ενδιαμέσου εποχής, που χτίζεται κάθε χρονιά ανάμεσα στο τέλος της ανοίξεως και της αρχής από το καλοκαίρι. Ήταν ένα από τα απογεύματα που βάφονται στα κίτρινα απ' την μαγεία των στιγμών, από την γύρη των λουλουδιών κι από την άμμο η οποία έρχεται με τους ανέμους από την έρημο Σαχάρα. Οι στιγμές είναι σύνθετα πράγματα, όμως αυτό γίνεται πολύ δύσκολα αντιληπτό απ' τους ανθρώπους. Δεν είναι ότι δείχνουν ή είναι προβολές άλλων πραγμάτων κι ανάλογα με τον χρόνο εντός του οποίου τις αξιολογεί ο παρατηρητής διαφοροποιούνται.
Εκείνο το απόγευμα για το Νικόλα ήταν ένας συνδυασμός περισσευάμενης ομορφιάς και περισσευάμενης μελαγχολίας. Ο χλιαρός άνεμος του χάιδευε το πρόσωπο, ενώ απέναντί του τα βουνά ήταν στις κορυφές τους στολισμένα με λευκές λωρίδες – ότι ελάχιστο απέμενε από το χιόνι που 'χε καλύψει ολάκερη την περιοχή κατά τις κρύες μέρες του χειμώνα.
Ντυμένος με την μοντέρνα αθλητική του φόρμα και έχοντας στα αυτιά τα ακουστικά από το mp4 του ο Νικόλας περπατούσε υποτίθεται για να γυμναστεί, μα ουσιαστικά για να ξεχαστεί, για να σκεφτεί, για να εκτονωθεί, για να καταλάβει το μυστήριο που είναι η ζωή, για να διαμορφώσει τις αξίες του, για να βρει τρόπο (επιτέλους) να ενταχθεί στο γίγνεσθαι, χωρίς να καταντά κάθε φορά αντικείμενο προς εκμετάλλευση, χωρίς και να πληγώνει την ψυχή του. Μέχρι τότε η ζωή του ήταν περίοδοι. Περίοδοι προσδοκιών, περίοδοι απογοητεύσεων, περίοδοι ενδιαμέσου δημιουργικότητας. Κείνες τις μέρες η απογοήτευση είχε επιστρέψει στη ζωή του. Για άλλη μια φορά είχε δοθεί κι εντέλει έμενε κενός, για άλλη μια φορά ο δρόμος της ζωής του έστριψε φέρνοντάς τον μπροστά σε ένα τοίχο. Την είχε πατήσει πάλι από κάποιους που τους πίστευε δικούς του, την είχε πατήσει πάλι προσπαθώντας να ακουστεί. Και ήταν πάλι μόνος του, και πάλι είχε αφεθεί και δόθηκε, και πάλι έλαβε ως αντίτιμο ένα κενό, και πια ήταν αυτός που θα έπρεπε να αναλύσει την ζωή, την πρακτική, τα λάθη, τους ανθρώπους, και πια ήταν αυτός που θα έπρεπε να ψάξει για να βρει την όποια λύση.
Περπατούσε ακούγοντας μουσική: ξένη μουσική, Αμερικάνικη, μπλουζ, αργή, ατμοσφαιρική. Άκουγε παίρνοντας ρυθμό, άκουγε μεταλλάσσοντας την στιγμή, τοποθετώντας την μία στο παρελθόν και μια στο μέλλον. Θα έπρεπε να αλλάξει για ακόμα μια φορά, θα έπρεπε να επανακαθορίσει τον εαυτό του, τοποθετώντας τον αλλού, τοποθετώντας τον ίσως κι εκτός του περιβάλλοντος που μέσα σε αυτό κινούνταν. Αυτό το τελευταίο προέκυπτε από το ότι όσα καλά μηνύματα λάμβανε εκείνες τις ημέρες, τα λάμβανε από μακριά, κι ήταν εκείνα τα μηνύματα που τον κρατούσαν όρθιο, που τον επέτρεπαν να οραματίζεται, που τον επέτρεπαν και να πιστεύει.
Από μακριά κι η μουσική που άκουγε, από μακριά και οι ελπίδες... Κι από κοντά; Από κοντά: η δημιουργία του κενού που είχε μέσα του, από κοντά: μία σβησμένη για εκείνον κοινωνία, κι από κοντά: ο χρόνος που περνούσε αφήνοντάς τον κάθε ώρα και λεπτό που πέρναγε, όλο και πιο μονάχο. Οι γονείς είχανε φύγει, οι φίλοι μετά κι από το τελευταίο ξεσκαρτάρισμα ήταν ελάχιστοι, ένιωθε μεν σοφότερος, αλλά και ξένος. Ξένος μέσα στην πόλη που μεγάλωσε, ξένος μέσα στην πόλη όπου ζούσε.
Ο ήλιος στέκονταν ακριβώς πάνω απ' τα βουνά, κινούνταν προς τα κάτω, σε λίγο θα τα άγγιζε, σε λίγο θα βρισκότανε εντός του. Τα βουνά είχαν γίνει πιο σκούρα, έδειχναν να συμπαραστέκονται στην μελαγχολία του, στην μελαγχολία του απογεύματος εκείνου, στην μαγική μελαγχολία της στιγμής. Της στιγμής, του χρόνου, της αγωνίας των ψυχών, της αγωνίας του Νικόλα.
Μόνος του πια, για όλα μόνος του. Η φωνή του Lionel Richi τον ηρεμούσε, τον έκανε να βαδίζει προς το ηλιοβασίλεμα διαμορφώνοντας ταυτόχρονα την συνείδησή του διαφορετικά από το παρελθόν, με τον ρεαλισμό να του γεμίζει τις σελίδες αναλύσεων που συνέγραφε ιδεατά, να του αλλάζει αρκετά τον τρόπο σκέψης. Άλλαζε. Έπρεπε να αλλάξει. Έπρεπε να 'χε φροντίσει να γίνει αυτό πραγματικότητα από καιρό.
Ποτέ δεν ειν' αργά, σκέφτηκε.
Χαμογέλασε και έστριψε σε μία απ' τις γωνίες. Πια τα βουνά ήταν στο πλάι του, παράλληλα με το δεξί του χέρι. Κείνος ο δρόμος οδηγούσε σε μια μικρή πλατεία, ακριβώς πίσω από το στάδιο της πόλης. Εκείνη η γωνιά ήταν απ' τις αγαπημένες του Νικόλα. Έβρισκε εκεί πάντοτε κάποια κίνηση, αλλά ποτέ πολυκοσμία. Έβρισκε την ισορροπία που ζητούσε, έβρισκε μια επέκταση στον χρόνο του, τέτοια που τον βόηθαγε να σκεφτεί πιο ήρεμα, να βρει τους δρόμους που ζητούσε.
Φτάνοντας στην πλατειούλα κάθισε σ' ένα απ' τα παγκάκια της – σ' εκείνο όπου βρίσκονταν απέναντι στον ήλιο, απέναντι και στα βουνά· σ' εκείνα τα βουνά που 'χανε γίνει πια ένα σημείο αναφοράς για την ζωή του. Νοητά συνομιλούσε μαζί τους· έδινε κι έπαιρνε από εκείνα οδηγίες. Νοητά γίνονταν και αυτός ένα βουνό, ένα βουνό βραχώδες.
Αυτό είμαι: ένα βουνό. Ένα βουνό που το χτυπάνε οι βροχές, οι άνεμοι, τα χιόνια. Αυτό είμαι: ένα βουνό που από τα χτυπήματα έμεινε σκέτος βράχος. Βράχος, σκληρός, αλύγιστος, τραυματισμένος απ' το χρόνο, σκέφτηκε καθώς κάθισε στο ξύλινο παγκάκι.
Ήδη τα βουνά είχαν απορροφήσει τον μισό από τον ήλιο. Ήδη εκείνη η ημέρα βάδιζε προς το παρελθόν. Το παρελθόν, το παρελθόν του, τους πόθους, τα οράματα, τις απογοητεύσεις και τα θαύματα που είχε ζήσει στη ζωή του. Το παρελθόν που έρεε , που επεκτείνονταν στο τώρα. Κούνησε το κεφάλι του με νόημα. Συνειδητοποίησε πως αυτή η κίνησή του είχε αυτόματα παρελθοντοποιηθεί και τίποτε δεν γίνονταν ν' αλλάξει. Τίποτα απ' το παρελθόν, μα απ' το μέλλον χίλια δυο, αρκεί να το 'θελε ο ίδιος να συμβεί, αρκεί να ενεργούσε...
Να αλλάξει. Ναι, να αλλάξει. Πια έπρεπε να προβλέπει, πια έπρεπε να βρίσκεται μες στα πράγματα και να μην τα επιτρέπει να τον καταπίνουν. Τα πράγματα, οι άνθρωποι, οι συνάνθρωποι, η κοινωνία.
Στην άλλη τη μεριά από την πλατειούλα τρία κοριτσάκια έπαιζαν “λαστιχάκι”. Πού το θυμήθηκαν..., σκέφτηκε και το μυαλό του πήγε στα κορίτσια όπου πήγαινε μαζί τους φροντιστήριο και κάθε που έφτιαχν' ο καιρός και ήτανε Παρασκευή (όπως και τότε), μόλις τελείωνε το μάθημα το έριχναν στο παιχνίδι με τα λάστιχα ξεσηκώνοντας την γειτονιά με τις φωνές τους. Θυμήθηκε που προτού γυρίσει σπίτι του, κάθε φορά, τα χάζευε προσπαθώντας να αναδείξει την πιο όμορφη από όλες ως miss Σαββατοκύριακο, εγκλωβίζοντάς την, και κάνοντάς της θέμα κυρίαρχο στα όνειρά του.
Ωραία χρόνια, ωραίοι άνθρωποι, ωραίες εποχές. Τι όμως έφεραν; Κενά, αδιέξοδα, αρνήσεις, διαψεύσεις... Αλλά και δυνατότητα για αλλαγή, και δυνατότητα αναπροσαρμογής του χρόνου μες στο χρόνο. Τα μπλουζ που άκουγε εναλλάσσονταν χωρίς σταματημό, το ίδιο και οι φωνές απ' τους τραγουδιστές όπου αποτελούσαν για εκείνον μια παρέα. Έπρεπε να συνθέσει, έπρεπε να αφαιρέσει απ' το παρελθόν το κάθε τι που ήταν για εκείνον μια πληγή, και να το αντικαταστήσει με δημιουργία. Να το αντικαταστήσει με δημιουργία, να το αντικαταστήσει με το καινούριο, το μακρινό, το διαφορετικό απ' το συνηθισμένο.
Μήπως ότι κακό υπήρξε στη ζωή του ήτανε προϊόν συνήθειας ή και νοοτροπίας; Μήπως, για κάποια πράγματα, σκεφτόταν λάθος; Μήπως, για κάποια πράγματα, θα 'πρεπε διαρκώς να αναθεωρεί; Μήπως ο χρόνος πρόσθετε διαρκώς παραπετάσματα εμπρός από αλήθειες; , αναρωτήθηκε.

 Ρωτώντας τον εαυτό του ξεκίνησε να αναλύει.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου