Ο
ΜΑΡΚΟ ΠΟΛΟ ΣΤΟΝ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΚΑΜΠΟ
Σταμάτησε
για να ξεκουραστεί, μπροστά σ' ένα χωράφι.
Ο ήλιος είχε χαμηλώσει, μα όμως έλαμπε
πολύ, κι ήτανε καλοκαίρι. Κοιτώντας
δεξιά τις υψηλές καλαμποκιές κι αριστερά,
τ΄ απέραντα, τα σταροχώραφα του κάμπου,
κάπου ανάμεσα διέκρινε ένα ξωκλήσι. Ένα
ξωκλήσι πέτρινο - δίπλα στην πόρτα του
κρεμότανε μία μικρή καμπάνα. Φύσηξε
άνεμος, φύσηξε Λίβας, κουνήθηκ' η καμπάνα
- φάνηκε σαν κάπως να χτυπά·
μα ήχος δεν ακούστηκε κανένας. Συνέβαιναν
τα πάντα, σαν να 'τανε κάποια υπόνοια,
κάποιο αστείο - ή κάτι, που παράξενες
προσπάθειες κατέβαλε να κρύψει ο Θεός.
Έβγαλε το παγούρι του, ήπιε λίγο νερό.
Δεν ήτανε αποκαλύψεως απόγευμα εκείνο,
μα μια σειρά εικόνων παραπλάνησης·
και έπρεπε να ταξιδέψει προς αλλού.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ - ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου