Δημοφιλείς αναρτήσεις

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ "ΜΑΡΙΝΑ"

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΜΙΑ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ
Πάντα μου άρεσε, σαν έβρεχε, να χει και κεραυνούς. Θυμάμαι, πως σε τέτοιες καταστάσεις, η μητέρα μου, άναβε το καντήλι στο εικόνισμα και βλαστημούσε το κακό. Ναι, φοβότανε τους κεραυνούς. Την τρόμαζαν και ήθελε να τελειώνουν γρήγορα. Το ίδιο συνέβαινε και με το χιόνι, το οποίο αποκαλούσε μόλυσμα και όταν έπεφτε τον καταριόταν, γιατί την εμπόδιζε σε όλες τις δουλειές και γιατί κρύωνε.
      Εγώ όμως τα πράγματα, τα έβλεπα κάπως διαφορετικά. Δεν ξέρω πως, αλλά το μυαλό μου, το κέντριζε πρώτα απ’ όλα η αισθητική πραγμάτων, φαινομένων και ζωής. Έτσι οι ήχοι και οι λάμψεις από τους κεραυνούς, το πετάρισμα απ’ τις σταγόνες της βροχής και το κελάρυσμα των νερών, σε λούκια και ρυάκια, συνέθεταν, μέσα απ’ τις αισθήσεις μου, μία μοντέρνα όπερα. Δεν καταλάβαινα λοιπόν τους φόβους της μητέρας μου· κι όταν ξεσπούσαν καταιγίδες, έπαιρνα πάντοτε θέση πίσω από το τζάμι του παραθυριού μου, πίσω από το κιόσκι της βεράντας μου ή ακόμη και μες στην ίδια την βροχή.
      «Μπες μέσα αφορεσμένε», μου φώναζε η μητέρα μου κι όταν έμπαινα στο σπίτι μουσκεμένος, μου τις έβρεχε.
      «Μην τον μαλώνετε κυρία Ρια», είπε κάποτε στην μητέρα μου η Μαρίνα, «αφού του αρέσει και δεν φοβάται την βροχή, όπως εμείς».
      Τότε η μητέρα μου, σταμάτησε να με μαλώνει κι εγώ αισθάνθηκα σαν ήρωας, μιας κι έκανα κάτι, που φόβιζε τους άλλους· και έδειχνα ότι διέφερα και ότι ήμουνα πραγματικά κάτι σπουδαίο.
      Και σήμερα η ατμόσφαιρα μυρίζει καταιγίδα. Κάθομαι στο μπαλκόνι. Πάνω από την αγορά, σαν ένας μάγος να χτύπησε με το τρελό ραβδί του τον ουρανό, μαζεύτηκαν ταχύτατα, τα μολυβένια σύννεφα. Τα βουνά στο βάθος χάθηκαν και η αντίστροφη μέτρηση για την βροχή ξεκίνησε. Με τα μάτια μου, ψάχνω να βρω, που είναι ο ορίζοντας – δεν υπάρχει πουθενά κι εγώ χαμογελώ, σκεπτόμενος το πώς αλλάζουνε μορφή: οι μέρες, οι εποχές, οι χρόνοι. και πως κανείς μες στη ζωή του, δεν γλίτωσε, από κάτι το πραγματικά απρόβλεπτο. Κοιτάζω το τζαμοσκέπαστο κτίριο του κέντρου της μεγάλης αγοράς, με την κεραία του αλεξικέραυνου, να προεξέχει, προσπαθώντας να τρυπήσει το ομοιόμορφο, το γκρι του ουρανού, ανοίγοντας διέξοδο για κάτι νέο. Σηκώνω την Ολύμπους μου και απαθανατίζω την σκηνή. Σκέφτομαι να δώσω στην φωτογραφία τον τίτλο: « Τι έβλεπε ο Νέρωνας, πριν απ’ την πυρκαγιά». Ώρες – ώρες, αρχίσω να τρέφω μια συμπόνια, σ’ αυτόν τον παράξενο, μα και συνάμα τραγικό αυτοκράτορα, καταλαβαίνοντας, πως είναι στιγμές, που η γαλήνη, η ομορφιά και η ειρήνη, γίνονται ανυπόφορες, φτιάχνοντας κάτι στατικό, κάτι βαρετό, κάτι, όπου δεν περπατά καθόλου. Και θέλεις τότε να βρεθεί κάποιος να δώσει σ’ όλα μια κλοτσιά, για να γενεί κάτι καινούριο.
      Οι λίγοι μαγαζάτορες, που χουν τα πράγματά τους έξω, αρχίζουνε να τα μαζεύουν. Τα πουλιά, ψάχνουν να βρούνε κόγχες, μαρκίζες στέγαστρα, για να περιμένουνε εκεί, μέχρι η καταιγίδα να τελειώσει – λένε πως τα πουλιά, έχουν μια έκτη αίσθηση, όπου τα πουλιά, έχουν μια έκτη αίσθηση, όπου τα κάνει και μπορούνε να προβλέπουν τον καιρό· ίσως και να μπορούν να επικοινωνούν, με κάποιο υπερπέραν. Γι’ αυτό τα αγαπώ πολύ· όμως ποτέ δεν θέλησα να έχω κάποιο κάποιο σε κλουβί στο σπίτι μου – θέλω μα τα βλέπω να κουρνιάζουν, να πετούν, να κελαηδούν, ελεύθερα, μακριά από τις φυλακές των δήθεν ευαίσθητων και ελεημόνων ανθρώπων.
      Πάνω στο πρόσωπό μου, στάξανε ήδη οι πρώτες οι σταγόνες – τραβιέμαι προς το στεγασμένο τμήμα της βεράντας, ζητώντας καταφύγιο ή θέση για παρακολούθηση των φαινομένων· στο βάθος βλέπω την φωτεινή σχισμή μιας αστραπής· αρκετά μετά ακούγεται το μουγκρητό, όπου την συνοδεύει και που την κάνει κεραυνό – σκέφτομαι, ότι το κέντρο της καταιγίδας, είναι ακόμη μακριά. Κάθομαι στον ξύλινή μου πολυθρόνα. Στο τραπεζάκι μου, το τσάι, ακόμη ειν’ ζεστό.
      Φεύγω· γίνομαι κι εγώ πουλί· πετώ μέσα στο άπειρο του χρόνου. Προσπαθώ να δημιουργήσω πάλι, εικόνες, όπου σκίστηκαν από την μοίρα. Θέλω να κάνω σήμερα, μια αναστήλωση εικόνων βροχερών, συγκολλώντας τες με συναισθήματα στιγμών αγαπημένων.
      Στην πίσω πλευρά της πολυκατοικίας, που τότε κατοικούσαμε, υπήρχε μια μικρή στοά, που έβλεπε στον ακάλυπτο και ήτανε το μέρος, όπου παίζαμε, σαν είμαστε παιδιά. Ο ακάλυπτος ήτανε καλυμμένος, με άγριο, μα πάντα φαγωμένο, απ’ τις κόντρες μας σαν παίζαμε ποδόσφαιρο, χορτάρι. Και γύρω – γύρω, είχε φυτεμένα δέντρα: κερασιές, ροδακινιές, κορομηλιές και μια ιτιά. Μπροστά στην στοά, υπήρχανε καμιά δεκαριά καρέκλες, όπου όταν δεν παίζαμε ποδόσφαιρο , κυνηγητό, κρυφτό ή ότι άλλο ήθελε κίνηση,  καθόμαστε για να ξεκουραστούμε , να μιλήσουμε, ή να παίξουμε κάτι άλλο· πιο ήρεμο. Όταν έβρεχε, εκείνες τις καρέκλες, τις βάζαμε μες στην στοά κι εκεί συνεχίζαμε το όσα κάναμε, χωρίς να μας αγγίζει η βροχή.
      Ήταν απόγευμα μιας άνοιξης, όταν καθόμαστε με την Μαρίνα στον ακάλυπτο και παίζαμε ένα παιχνίδι με κάρτες, που εικονίζανε αυτοκίνητα αγωνιστικά και που συγκρίνοντας τα τεχνικά τους χαρακτηριστικά, όπου αναγραφόταν από κάτω, έβγαινε νικητής, αυτός που λάχαινε  να του τύχουνε στην μοιρασιά, οι κάρτες των καλύτερων αυτοκινήτων – συνήθως κέρδιζα εγώ, γιατί ήξερα ήδη αρκετά, για αγωνιστικά αμάξια. Όμως της άρεσε κι εκείνης, ειδικά, όταν με έβλεπε χαρούμενο και δεν την πείραζε να χάνει – στην πραγματικότητα και για τους δυο μας, το παιχνίδι ήτανε μια πρόφαση, για να μαστε παρέα.
      Εκεί μας βρήκε η καταιγίδα. Αμέσως πήραμε τις καρέκλες μας και μπήκαμε μέσα στην  μικρή στοά. Ήτανε Σάββατο. Μέχρι αργά το μεσημέρι, είχαμε στο σχολείο μάθημα. Κανείς από τους δυο μας, δεν ήθελε να φύγει και να γυρίσει σπίτι του. Ήμαστε παιδιά και αυτόν τον λίγο χρόνο, τον αναζητούσαμε πρώτα για μας.
      Καθίσαμε στις καρεκλίτσες· αφήσαμε το παιχνίδι, προσπαθώντας, να παρακολουθήσουμε το πώς εξελισσότανε η καταιγίδα. Στην αρχή, σταγόνες· μετά, σταγόνες πιο πολλές· μετά, το έδαφος να βρέχεται και να μυρίζει τόσο όμορφα, όσο και η ψυχή κάθε ερωτευμένου. Μετά, σχηματισμοί από μικρά ρυάκια με νερό, να συνενώνονται σε άλλα, μεγαλύτερα, που καταλήγουνε σε διάσπαρτες παντού μες στον ακάλυπτο λιμνούλες. Άλλες μεγαλύτερες κι άλλες πιο μικρές – στην πραγματικότητα λακουβίτσες, που κάνανε όμως τον ακάλυπτο, να μοιάζει με μικρογραφία, μιας ολόκληρης ηπείρου.
      Αλλά είχανε ξεκινήσει και οι αστραπές και οι βροντές. Η Μαρίνα πήρε την καρεκλίτσα της κι ήλθε και κάθισε κοντά μου· πολύ κοντά μου. Ήλθε τόσο κοντά, όσο στα πρώτα μας τα χρόνια, τότε που παίζαμε πάνω σ’ ένα μικρό κρεβάτι, με ποικίλων διαστάσεων και χρωμάτων μαξιλάρια. Το νερό, που έπεφτε, ήταν τόσο πολύ, που τα λούκια των σπιτιών, είχαν γεμίσει και έτρεχε απ’ τις εξόδους τους, σαν από βρύσες, που ήτανε τελείως ανοικτές.
      Ένας γέρος Εβραίος έμπορος, που έμενε στην γειτονιά και ήξερε και έφτιαχνε αρώματα, πήγε κάτω από κάποια καινούρια και καθαρά λούκια, κι έβαλε από κάτω τους τενεκέδες, για να μαζέψει βρόχινο νερό.
    «Καλησπέρα παιδάκια», είπε και έβγαλε το κασκέτο, που φορούσε, χαιρετώντας υποκλινόμενος, με τρόπο κωμικό, κάτι, που έκανε την Μαρίνα να γελάσει.
      «Παιδιά μου, τα αρώματα, για να πετύχουν, χρειάζονται βρόχινο νερό», συμπλήρωσε  o γέρος· φόρεσε το κασκέτο του, σήκωσε τους γιακάδες και έτρεξε προς την κατοικία του.
      Η Μαρίνα κράτησε το χαμόγελο, για κάμποσο στο πρόσωπό της, δείχνοντας όμορφη κι αθώα, με ένα παιδικό δοντάκι της να λείπει, περιμένοντας να έλθει το καινούριο.
      Ύστερα το κομμάτι γκρίζου ουρανού, που βλέπαμε, έγινε κόκκινο αμέσως και σκίστηκε στα δυο , όπως οι φόδρες, που κόβονται, για να πουληθούν, στα καταστήματα των υφασμάτων. Ακολούθησε μια απότομη βροχή. Εγώ συνέχιζα να κοιτάζω έξω, προσπαθώντας να κατανοήσω, τον τρόπο, που όλα τα φαινόμενα μαζί, συνέθεταν εν’  άλλο. Όμως απ’ τ’ όμορφο προσωπάκι της Μαρίνας, χάθηκε το χαμόγελο. Γύρισε προς εμένα· δεν κοίταζε καθόλου έξω. Έβαλε τα χέρια της στα αυτιά, να μην ακούει.
      Της άνοιξε τον ώμο, ένιωσα ότι έτρεμε.
      «Μην φοβάσαι. ειν’ όμορφα» της είπα και την αγκάλιασα.
      «Φοβάμαι», είπε κι άρχισε να κλαίει.
      «Όσο είμαι εγώ εδώ, να μην φοβάσαι», της απάντησα, κάνοντας τον ατρόμητο μεγάλο.
      Τότε σφίχτηκε πάνω μου, αγκαλιάζοντας με. Η μικρή καρδούλα της χτυπούσε άναρχα, ενώ κάποιοι λυγμοί, μετρούσαν την ένταση, που χε το κλάμα της.
      Αισθάνθηκα παράξενα. Αισθάνθηκα κάπως σαν να μουνα κι εγώ ένας απ’ τους ερωτευμένους πρωταγωνιστές, των ταινιών του σινεμά και της ασπρόμαυρης ακόμα τηλεόρασης. Της χάιδεψα τα καστανά της μακριά μαλλιά και της έδωσα κι ένα φιλί στο μάγουλο, που τότε δεν το είχα καταλάβει, μα σήμαινε για μας τόσα πολλά. Μου το ανταπέδωσε και είπε:
      «Θέλω να είμαστε για πάντα φίλοι» κι έπειτα μ’ έσφιξε ακόμη πιο πολύ.
      Άραγε αν δεν συμβαίνανε όλα αυτά εκείνο το απόγευμα, άραγε πως θα ήταν και των δυο μας οι ζωές; Ίσως να μαστε χώρια, ίσως να είμαστε πιο μαζί κι απ’ το μαζί, γιατί η αφοσίωση κάποιων ανθρώπων, στις πρώτες τους τις παιδικές αγάπες ή τους ενώνει με δεσμούς αχώριστους ή τους χωρίζει· και πίσω πάντοτε απ’ τον  ένα, κρύβεται  μια μοναξιά ή που τον κάνει να δημιουργεί ή που τον καταστρέφει.
      Η βροχή με την πάροδο του αφέντη χρόνου, σιγάλιασε. Οι αστραπές φαινότανε να είχαν πάει μακριά· βροντές δεν ακουγόταν καν. Η βροχή έγινε ξανά ψιχάλα, ως που σταμάτησε. Οι τενεκέδες του Εβραίου είχαν γεμίσει ως τα πάνω, αλλά η Μαρίνα, με έσφιγγε ακόμη.
      «Τέλειωσε», της ψιθύρισα και τις έδειξα τις κάρτες.
      «Δεν θέλω», μου απάντησε και με τράβηξε απ’ το χέρι.
       «Πάμε να περπατήσουμε στην γειτονιά», μου είπε στο αυτί.    
      Έβαλα τις κάρτες στο κουτάκι και ακολούθως το κουτάκι, στην τσέπη του ελαφριού πανωφοριού, όπου φορούσα. Έπειτα κοίταξα το μικρό μου, ηλεκτρονικό ρολόι.
      «Πάμε», της είπα κι αρχίσαμε να περπατάμε.
      Η οσμή του βρεγμένου  χώματος, αναμιγνυότανε με την οσμή του ρετσινιού, από τα πεύκα, που υπήρχανε γύρω από την εκκλησιά, δημιουργώντας ένα τρίτο άρωμα, που συγχρόνιζε, ατμόσφαιρα, εποχή και αθωότητα. Πάνω από τα κεραμίδια της στέγης του μπακάλικου της γειτονιάς, ένα ουράνιο τόξο ανοιγόταν, σαν μια Κινέζικη βεντάλια, διαφημίζοντας την χρωματική παλέτα του Θεού. Από την άλλη μεριά, ένας ήλιος ελάχιστος, κοκκίνιζε, τραβώντας για την δύση του.
      Μπήκαμε στον μπακάλικο. Το πάτωμα και τα ράφια του, ήτανε ξύλινα και αρκετά φθαρμένα. Με λίγες δραχμούλες, αγοράσαμε απ’ την κυρά Τασία, ένα πακετάκι, μπισκότα κανέλας. Πριν βγούμε και πάλι έξω κοίταξα τριγύρω. Στα ράφια, υπήρχανε δυο – τρία κομμάτια, από κάθε προϊόν, ενώ στο βάθος, δέσποζε το μεγάλο το ψυγείο, με τα τυριά, τα αλλαντικά, τα γιαούρτια, τα αναψυκτικά…
      «Έλα, πάμε…», μου είπε η Μαρίνα, με φωνή όλο παράπονο.
      Βγαίνοντας, μοιραστήκαμε τα μπισκοτάκια κι αρχίσαμε να τα μασουλάμε.
      Περπατήσαμε στην γειτονιά. Όλα ήταν βρεγμένα κι απρόσιτα· ειδικά τα παγκάκια. Η Μαρίνα κοιτούσες τριγύρω, ενώ εγώ, κοιτούσα τα δίχρωμα παπούτσια που φορούσα και που είχανε σόλες κρεπ. Ήταν της μόδας να φοράς τέτοια παπούτσια (και τώρα που το σκέφτομαι, ήτανε και καλού γούστου).
      Κάποια ρείθρα είχαν βουλώσει από υλικά, που φέραν πάνω τους να νερά απ’ την βροχή. Κάποιοι από την γειτονιά, με φτυάρια και λοστούς, προσπαθούσανε να τα ξεβουλώσουν. Σταματήσαμε και τους κοιτάζαμε, ενώ από τον άλλο δρόμο, ακουγότανε ζητωκραυγές – ήταν για την ομάδα καλαθοσφαίρισης, του γυμναστικού συλλόγου της πόλης, που είχε κατατροπώσει την ομάδα, μίας πόλης απ’ τις γειτονικές μας.
      Η Μαρίνα σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε προς τα εκεί – εγώ ήμουν τελείως αδιάφορος, έχοντας βαρεθεί να ακούω στο σπίτι από τον πατέρα μου, να μιλάει συνεχώς γι’ αθλητικά. Τον καταλάβαινα όμως· καθώς η ενασχόληση του με το ποδόσφαιρο, σαν παράγοντας, τον έσωσε επί χούντας από διώξεις, αφού το καθεστώς όσους ασχολούνταν με το ποδόσφαιρο, συνήθως δεν τους πείραζε και τους θεωρούσε δεδομένα δικούς του· που να ξερε…
      Σταθήκαμε αρκετή ώρα στην πλατεία, εμπρός απ’ την μεγάλη εκκλησία.  Δύο τετράγωνα πιο πέρα τότε κτιζόταν και μια άλλη, μικρή.  Για ώρα κοίταζα το πεύκο, που ήταν στα αριστερά – το θεωρούσα γούρι μου και πέρναγα από δίπλα του κάθε πρωί, πηγαίνοντας προς το σχολείο· η Μαρίνα το είχε πάρει είδηση και μερικές φορές με κορόιδευε.
      Μου τράβηξε το χέρι, ενώ τα αστέρια αρχίσανε ν’ αστράφτουν στον μαύρο πια και πεντακάθαρο τον ουρανό του απόβροχου.
      Πήραμε τον δρόμο προς την πολυκατοικία μας, ενώ  οι άνθρωποι της συνοικίας ξεθάρρευαν μετά την καταιγίδα και κάποιοι απ’ αυτούς, αρχίσανε να κατευθύνονται προς την κεντρική πλατεία της πόλης, που ήτανε τότε, το μέρος της συνάντησης των πάντων.
      «Όταν μεγαλώσουμε, θα έρχεσαι, να πηγαίνουμε βόλτα στην πλατεία;» με ρώτησε με την λεπτή της την φωνούλα.
      «Θα έρχομαι…», θυμάμαι, της απάντησα.
      Ανεβήκαμε· πήγα εκείνη, στο διαμέρισμα των δικών της. Μας υποδέχτηκε η μητέρα της·ήθελε να με κεράσει μία πορτοκαλάδα· αρνήθηκα ευγενικά.
      Δεν είχα όρεξη· πραγματικά δεν είχα όρεξη για τίποτα. Ήθελα να γυρίσω σπίτι, να κλειστώ στο δωμάτιό μου, να ονειρευτώ, να φτιάξω για άλλη μια φορά, εικόνες απ’ το μέλλον, εικόνες δικές μου, της ψυχής μου, γιατί η ψυχή, ξεκινά να λειτουργεί  από την εποχή, που ήμαστε μικροί. Η μητέρα μου ανησύχησε, νομίζοντας, πως ήμουν άρρωστος ή ότι μάλωσα με την Μαρίνα. Αφοί είδε, πως δεν συνέβαινε τίποτε από αυτά, εναπόθεσε όλες της τις ελπίδες, στο ξεμάτιασμα.
      «Να φύγει το κακό το μάτι…», και μου ριχνε νερό και λάδι στο κεφάλι, κάνοντας έπειτα με το χέρι της το σχήμα του σταυρού, ενώ εγώ από μέσα μου γελούσα και το μυαλό μου πήγαινε αλλού, στο όμορφο το προσωπάκι της Μαρίνας.
      Η Μαρίνα ήτανε μία παιδική πραγματικότητα, ένα όνειρο εφηβικό, μια ιδέα, μια αφοσίωση, μία αγάπη, η αγάπη. Με άλλο τρόπο, είναι όλα αυτά και σήμερα. Αυτά τα μάτια μου, που την βλέπανε τότε σαν ιδανικό, έτσι την βλέπουνε και σήμερα. Την  βλέπουν πάνω στον γκρίζο ουρανό, πάνω στο μαύρο κτίριο της αγοράς, πάνω στις σταγόνες της βροχής, πάνω στους μουσαμάδες, όπου σκεπάζουνε των μικροπωλητών τους πάγκους.
      Η βροχή εμπρός μου δυναμώνει, το απόγευμα, γερνάει συνεχώς. Οι τέντες άρχισαν να στάζουν· τα λούκια τρέχουν· ναι κι οι κεραυνοί – δεν με νοιάζει, καθώς πιστεύω, πως σήμερα, παντού υπάρχει η Μαρίνα. Σήμερα η Μαρίνα έχει γίνει νερό και τρέχει γύρω μου παντού. Πίνω το τσάι μου, παρακολουθώντας και ονειρευόμενος. Προσπαθώ να συνθέσω όνειρο και πραγματικότητα, για να τα κάνω τέχνη κι αυτή την θέση, να την καταθέσω, επάνω στης Μαρίνας την ποδιά· κι ας μην καταλάβει εκείνη τίποτα.
      Φυσά και ένας ελαφρύς αέρας· ούτε ζεστός, ούτε και κρύος, κάνοντας να στήνουνε οι σταγόνες της βροχής χορό ή βάζοντας έναν αγώνα, στο ποια θα φτάσει πιο αργά στην γη. Σκέφτομαι πάντοτε εκείνη· που να ναι, πώς τάχα σήμερα να ζει; Οι κεραυνοί, κάνουν τις σκέψεις μου κομμάτια. Αναρωτιέμαι, πως θα τανε ένα κολάζ, αν το φτιαχνα με σκέψεις. Κάτι για λίγο μουρμουρίζω, μετά σιωπώ. Μια γειτόνισσα κλείνει με βία τα παραθυρόφυλλα. Μία κουρούνα, κράζει από εκεί που ναι κρυμμένη. Σε κάποιες πολυκατοικίες, μέσα από κάποιες μπαλκονόπορτες, φαίνονται οι οθόνες των τηλεοράσεων, να είναι αναμμένες. Ο άνεμος δυναμώνει – σχεδόν ανατριχιάζω, μα μένω στο μπαλκόνι. Οι άκρες των παπουτσιών μου βρέχονται – δεν με νοιάζει. Αισθάνομαι να τιμωρώ τον εαυτό μου, όντας ανάξιος της· εκείνης και της βροχής.
      Από κάτω, ο ιδιοκτήτης του καφέ, ανοίγει την πόρτα από το μαγαζί του, βλαστημώντας.
      «Πολύ βρέχει σήμερα· δεν θα χω δουλειά», μου φωνάζει.
      Αρκούμαι σε μια κίνηση του κεφαλιού, που ουσιαστικά δεν δείχνει τίποτα· εκείνος χάνεται μέσα στο μαγαζί του.
      Σηκώνομαι· σκέφτομαι, πως κάποιος άλλος, σε μια παρόμοια στιγμή, θα άναβε τσιγάρο – εγώ αυτό, δεν το χα, στον κατάλογο με τις κακές μου τις συνήθειες. Άρχισα να περπατώ στον λίγο στεγνό χώρο, που υπήρχε στο μπαλκόνι μου, ενώ το νερό, που φεύγει από τα λούκια, είναι τόσο πολύ, που οι ήχοι τους, μοιάζουν με τους ήχους από τα κύματα της θάλασσας. Τα μάτια μου, ψάχνουν και πάλι τον ορίζοντα – δεν μπορώ απ’ ουδενί να ξεχωρίσω αν υπάρχει.
       Αποχαιρετώ την καταιγίδα, όπως θα αποχαιρετούσα μια αδελφή, αν είχα, πριν από ένα ταξίδι μου μεγάλο. Ανοίγω την μπαλκονόπορτα, μπαίνω μέσα στο μικρό μου διαμέρισμα· δεν ανάβω το φως· αρκούμαι στο λιγοστό, που έρχεται απ’ έξω. Κάθομαι στον αναπαυτικό μου καναπέ. Η Μαρίνα είναι εδώ, είναι γύρω μου, παντού. Αλλάζει πρόσωπα συνέχεια. Την μία παίρνει το πρόσωπο το παιδικό, την άλλη το της φλογερής της έφηβης κι ύστερα της πιο ώριμης γυναίκας.
      Είμαι ταγμένος· δεν ξέρω πως, μα είμαι· να ζω, να σκέφτομαι και να δημιουργώ μόνο για κείνη. Κατάρα κι ευτυχία, είναι αυτή η αφοσίωση και είναι μοναχά για λίγους. Από έξω μπορώ ν’ ακούω μόνο ήχους· τα άλλα, τα φαντάζομαι. Ευτυχώς υπάρχει και η τέχνη, στην οποία είμαι παράλληλα αφοσιωμένος. Αν χάσω και την τέχνη, πια δεν θα είμαι τίποτα.
      Χτυπάει το τηλέφωνο μου· δεν απαντώ. Προσπαθώ να κολλήσω, αυτό που ήμουνα παιδί, μ’ ότι υπάρχει από μένα σήμερα. Συνειδητοποιώ, ότι από αυτή την σύζευξη, παράγεται ολάκερη η τέχνη μου, αλλά και το πνεύμα της Μαρίνας μου. Της Μαρίνας μου;
      Δεν μιλάω· πάντοτε στην ζωή μου, υπήρχαν ώρες, όπου δεν ήθελα να επικοινωνώ με τίποτα εκτός από εμένα και εκείνη.
      Ξαπλώνω· την βλέπω να κάνει και αυτή το ίδιο, κάπου αλλού· μόνη. Μόνη; Ίσως. Το πλέον πιθανό, με κάποιον άλλο, όπως και πάμπολλες μέχρι και σήμερα φορές. Ε και; Η αφοσίωση, πληρώνεται με μία προδοσία, αναπόφευκτη. Κι εγώ το έχω πάρει απόφαση.
      Έξω η καταιγίδα, σιγαλιάζει. Μαντεύω, πως η περασμένη ώρα απογεύματος, βάζει φραγμό, στην ύπαρξη ενός ουράνιου τόξου. Κλείνω τα μάτια. Ένα προσωρινό κενό, με οδηγεί σ' όνειρα άλλα. Βυθίζομαι κι αποχωρίζομαι την ιστορία μου, για κάποιες ώρες....
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΙΝΗΣ

1 σχόλιο:

  1. ενα αριστουργημα!!!!!ευγε!!!!!ου αρεσε παρα πολυ!!!!!καλοτυχο!!!!καλοταξιδο!!!!!!!!!Αναστασια.Λ.Μπελτεγρη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή